Ένας Κόσμος διαδηλώνει
του Paul Rogers*, 17 Νοεμβρίου 2011
Οι παγκόσμιες διαδηλώσεις του 2011 δεν υπογραμμίζουν μόνο την πραγματικότητα της οικονομικής συστημικής αποτυχίας αλλά αποκαλύπτουν και τις συνδέσεις με την κρίση του περιορισμού των πόρων. Το αποτέλεσμά τους είναι ένα μέτρο της κλίμακας της αλλαγής που απαιτείται κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Οι αρχές παίρνουν μέτρα νομικής και δικαστικής αντεπίθεσης ενάντια στις κατασκηνώσεις του κινήματος “occupy” που φύτρωσαν σε κεντρικές τοποθεσίες της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου.
Κι όμως τα σημάδια από αυτές της κατασκηνώσεις κατά μήκος της βορείου Αμερικής και της δυτικής Ευρώπης παραμένουν ως κομμάτι ενός διάχυτου και διασκορπισμένου φαινομένου, το οποίο έχει αποκτήσει τη δική του ζωή μέσα σε μερικές βδομαδούλες.
Αυτές οι διαμαρτυρίες αντηχούν κάποιες προηγούμενες μέσα στο 2011, περιλαμβανομένων των ταραχωδών ενεργειών στην Ελλάδα και των εκτεταμένων κινητοποιήσεων στην Ισπανία (βλέπε το «A time of riot: England and the world«, 11 Αυγούστου 2011). Συνδέονται όμως και με τις εξελίξεις σε άλλα μέρη: τις μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις στη Χιλή που μετατράπηκαν από μια εναντίωση σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αποτυγχάνει, σε μία κατά πολύ ευρύτερη καμπάνια ενάντια στην περιθωριοποίηση, αλλά και τις διαμαρτυρίες των μικρομεσαίων Ισραηλινών ενάντια στις πιο περιορισμένες προοπτικές για τη ζωή τους (μολονότι αυτές τις συνθήκες ζωής ξεπερνάει κατά πολύ η τεράστια φτώχεια στα πολύ κοντινά κατεχόμενα εδάφη και ιδιαίτερα στη Γάζα).
Αυτό το μαζικό ξέσπασμα διαδηλώσεων αποτελεί κατά ένα μεγάλο μέρος απάντηση στην ανανεωμένη οικονομική κρίση και στο εμμένον θέαμα των χρηματο-οικονομικών ιδρυμάτων να πληρώνουν τεράστιους μισθούς και ακόμα μεγαλύτερα μπόνους στις ελίτ τους, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού σε κάθε χώρα φέρει το βάρος των επιβεβλημένων από τις κυβερνήσεις περικοπών. Με έναν πιο ευρύ τρόπο μας θυμίζει το μεγάλο κίνημα ενάντια στην Παγκοσμιοποίηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αν μη τι άλλο κοντα στις συνόδους του Σηάτλ(1999) και της Γένοβας (2001). Αυτό το κίνημα υποχώρησε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ- αλλά τώρα γύρισε, με νέο πρόσωπο, ως αποτέλεσμα των συσσωρευμένων οικονομικών κρίσεων του 2007-2011.
Το διπλό πρόβλημα
Αυτές οι διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις και τα κινήματα μπορεί να δυναμώσουν ή να υποχωρήσουν (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα). Κι όμως από μια παγκόσμια προοπτική αντανακλούν δυο διαδικασίες που τους προσδίδουν μεγάλη σημασία.
Η πρώτη, που συνιστά και μια ασυνίθιστη πλευρά των τελευταίων μηνών συγκεκριμένα, είναι η ολοένα και αυξανόμενη αποδοχή ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς απλά δεν δουλεύει. Αυτή η βλέψη έχει διαποτίσει την συνείδηση ακόμα και των πιο παραδοσιακών οικονομολόγων- μια αξιοπρόσεκτη αντίθεση με την εποχή του «τέλους της ιστορίας» στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν το κεντρικά σχεδιασμένο Σοβιετικό σύστημα είχε καταλήξει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η Συναίνεση της Ουάσινγκτον «απελευθέρωνε» χώρες του παγκόσμιου νότου από τις υποτιθέμενες ακαμψίες και την αδράνεια της μεικτής οικονομίας, η Κίνα αγκάλιαζε την αγορά και ο «τούρμπο-καπιταλισμός» αποτελούσε την ημερήσια διάταξη.
Τότε είναι που ρίζωσε και η υπόθεση ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς ήταν ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουμε μπροστά, και όποιος πίστευε ή έλεγε το αντίθετο είτε ήταν βαθειά αποπροσανατολισμένος ή ακόμα και κακόβουλος. Εν τούτοις, η πραγματικότητα απέτυχε να επιβεβαιώσει αυτόν τον ισχυρισμό: στο διάστημα μεταξύ του 1980-2010, η συνολική διεθνής οικονομική μεγέθυνση ήταν χαμηλότερη από αυτή μεταξύ 1950-80, και (ακόμα πιο σημαντικό) αυτό το μοντέλο οδήγησε σε τεράστια αύξηση στους κοινωνικό-οικονομικούς διαχωρισμούς, με το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού να κατέχει πλέον το 84% του πλούτου των νοικοκυριών (και το πλουσιότερο 1% περισσότερο από το 20%) **
Η δεύτερη διαδικασία κυλάει παράλληλα: είναι οι τεράστιες, αν όχι απόλυτες, βελτιώσεις στην εκπαίδευση, στον αλφαβιτισμό και στον τομέα της επικοινωνίας κατά μήκος του παγκόσμιου νότου, οι οποίες διασφαλίζουν ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα λάβουν γνώση της περιθωριοποίησής τους. Αυτό το φαινόμενο, που έχει καταγραφεί λεπτομερώς σε πολλές προηγούμενες στήλες σε αυτή τη σειρά, έχει ήδη ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ριζοσπαστικών και μερικές φορές βίαιων κοινωνικών κινημάτων, και αν μη τι άλλο αυτά των Μαοϊκών στο Νεπάλ και των Ναξαλιτών στην Ινδία, όπως και τα μόνιμα (και σπανίως αναφερόμενα από την ειδησεογραφία) προβλήματα κοινωνικού αναβρασμού στην Κίνα. (βλέπε «China and India: heartlands of global protest«, 7 Αυγούστου 2008).
Το Αραβικό ξύπνημα του 2011 μπορεί να ειδωθεί και με αυτό τον τρόπο. Οι πυροδότες αυτού του φαινομένου μπορεί να περιλαμβάνουν την αντίθεση σε γελοιποιούμενα αυταρχικά καθεστώτα, αλλά ο πιο βαθύς παράγοντας-κλειδί είναι αυτός ο δημογραφικός όγκος των μορφωμένων και γνωστικών νέων ανθρώπων με τις ελάχιστες επαγγελματικές προοπτικές τους. Μερικές εκτιμήσεις, για παράδειγμα, υποδηλώνουν ότι η Τυνησία έχει 140.000 άνεργους πτυχιούχους σε έναν πληθυσμό που με βία ξεπερνάει τα 10 εκατομμύρια.
Η υποβόσκουσα τάση ανοίγματος της κοινωνικής ψαλίδας παγκοσμίως αγνοήθηκε από τους οικονομολόγους μέχρι το 2007-2008, εν μέσω μιας ευρέως διαδεδομένης πίστης στην υπόθεση ότι αν η συνολική μεγέθυνση διατηρούνταν σε λογικά επίπεδα, οι πιθανοί κίνδυνοι θα εξαφανίζονταν. Με το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης η υπόθεση έγινε εξαιρετικά αμφίβολη καθώς τα απύθμενα χρέη μιας ποικιλίας μηχανισμών -ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου πτώχευσης (credit default swaps- CDS), εγγυήσεις δανειακών υποχρεώσεων – έφεραν μεγάλα κομμάτια του δυτικού τραπεζικού συστήματος κοντά στην κατάρευση.
Μετά τα πρώτα μπαλώματα για την αντιμετώπιση της κρίσης, την περίοδο 2008-11 κυριάρχησε η ψευδαίσθηση ότι επιστρέφουμε στην ομαλότητα («business as usual»). Αυτή η ψευδαίσθηση διαλύεται τώρα καθώς μια κατάρρευση σε πλήρη κλίμακα αρχίζει να φαίνεται πιθανή. Ακόμα και οι ορθόδοξοι οικονομικοί αναλυτές αντιλαμβάνονται ότι ο αχαλίνωτος και σε μεγάλο βαθμό μη-ρυθμισμένος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς είναι θεμελιωδώς μη βιώσιμος, και είναι απαραίτητο να ξανασκεφτούμε πώς μπορεί να αναπτυχθεί η παγκόσμια οικονομία.
Ο καθορισμός του συστήματος/ Το φιξάκι του συστήματος
Μια ακόμα πραγματικότητα κρέμεται απειλητικά πάνω από αυτές τις εξελίξεις, μια πραγματικότητα που μπορεί να φαίνεται ασύνδετη με αυτές κι όμως είναι στ’ αλήθεια κεντρική: αυτή είναι οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί περιορισμοί και ιδιαίτερα η κλιματικά αλλαγή. Το κυρίαρχο μοντέλο του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς φαίνεται ακόμα λιγότερο ικανό να ανταπεξέλθει σε αυτούς τους «εξωτερικούς» περιορισμούς παρά στα δικά του εσωτερικά συστημικά προβλήματα.
Αν υπάρχει κάποια σωτήρια Χαρη σε αυτό το σημείο, είναι το γεγονός ότι η κρίση εκτυλίσσεται μερικά χρόνια πριν από τη στιγμή που θα χτυπήσουν οι πλήρεις και αναπόφευκτοι οικολογικοί περιορισμοί στη μεγέθυνση. Με τη σειρά του, ωστόσο, το συμπέρασμα είναι ότι οι θεμελιώδεις οικονομικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι πραγματικά ριζοσπαστικές – ικανές αντιμετωπίσουν τόσο τις βασικές ανισότητες όσο και την εξελισσόμενους περιορισμούς. Αυτό το «διπλό πρόβλημα» απαιτεί για τις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες να είμαστε έτοιμοι για μια αλλαγή ανάλογης της κλίμακας και του βάθους του.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι διαδηλώσεις του κινήματος “occupy” και οι πλείστες άλλες αντιδράσεις στην παρούσα οικονομική κρίση εφιστούν εγκαίρως την προσοχή μας στην θλιβερή ανεπάρκεια του σημερινού οικονομικού συστήματος – λέω έγκαιρα, επειδή δίνουν φωνή σε αυτή την αλήθεια προτού το σύστημα κληθεί να αναμετρηθεί με την επική πρόκληση ενός περιορισμένου παγκόσμιου συστήματος. Με τις διαδηλώσεις και τις αντδράσεις τους, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να κάνουν λίγο πιο πιθανό, ότι πράγματι θα έρθει η πραγματική αλλαγή , πριν να είναι πολύ αργά. Οι διαδηλωτές από τις σκηνές τους, μπορεί να μας κάνουν όλους μια πολύ μεγαλύτερη χάρη απ’ ότι οι ίδιοι ή εμείς νομίζουμε .
* Ο Paul Rogers είναι καθηγητής στο Τμήμα των Σπουδών για την Ειρήνη του Bradford University. Είναι ο συντάκτης εβδομαδιαίας στηήλης στο openDemocracy από τις 28 Σεπτεμβρίου 2001 και γράφει μηνιαίες αναφορές (international-security monthly briefing ) σε θέματα διεθνούς ασφάλειας για το Oxford Research Group. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται το «Why We’re Losing the War on Terror» (Polity, 2007), και το Losing Control: Global Security in the 21st Century (Pluto Press, 3rd edition, 2010).
** ΣτΜ. με τα στοιχεία της αναφοράς της Credit Suisse του 2011 για τον παγκόσμιο πλούτο (Figure 1) το πλουσιότερο 0,5 των ενηλίκων κατέχει το 38,5% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 8,7 του πληθυσμού κατέχει το 82,1% του παγκόσμιου πλούτου.
Επιμέλεια-Μετάφραση: Δημήτρης Σουφτάς
ΠΗΓΗ: www.opendemocracy.net
Σχολιάστε