Ιστορία και κριτική του καπιταλισμού

του Moishe Postone

  Ι.

Ο εκτεταμένος μετασχηματισμός του κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες καταδεικνύει με δραματικό τρόπο ότι η σύγχρονη κριτική θεωρία οφείλει να ασχοληθεί πρωτίστως με τα ζητήματα της χρονικότητας, της ιστορικής δυναμικής και των μεγάλων δομικών αλλαγών, προκειμένου να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την κοινωνική πραγματικότητα[i]. Η μαρξική κατηγορία του κεφαλαίου μπορεί, κατά την άποψή μου, να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στη θεμελίωση μιας τέτοιας θεωρίας για τον σύγχρονο κόσμο, υπό την προϋπόθεση να επανεξεταστεί προκειμένου να διαχωριστεί τόσο από τις διάφορες αναγνώσεις στις οποίες την υποβάλλουν οι παραδοσιακές μαρξιστικές ερμηνείες, όσο και από τις αντίστοιχες πρόσφατες προσεγγίσεις των κοινωνικών επιστημών.

Η κατηγορία του κεφαλαίου, σύμφωνα με αυτήν την επανεξέταση, διαφέρει κατά πολύ από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τον όρο «κεφάλαιο» ευρύ φάσμα θεωρητικών, από τον Γκάρι Μπέκερ μέχρι τον Μπουρντιέ, καθώς και πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί, για τους οποίους το «κεφάλαιο» ορίζεται ως ιδιωτική ιδιοποίηση ενός κοινωνικού πλεονάσματος. Μολονότι συμφωνώ ότι η κατηγορία του κεφαλαίου στον Μαρξ αναφέρεται στη δόμηση της κοινωνίας ως όλου, θεωρώ ότι δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τρόπο εκμετάλλευσης, αλλά ότι συνιστά επίσης ευρύτερα μια κατηγορία χρονικής διαμεσολάβησης. Συλλαμβάνει τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία ως μορφή κοινωνικής ζωής η οποία χαρακτηρίζεται από οιονεί αντικειμενικές μορφές κυριαρχίας που γεννούν μια ιστορική δυναμική.

ΙΙ.

Η επικέντρωσή μου στον ιστορικά δυναμικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας σχετίζεται με τους μαζικούς μετασχηματισμούς του καπιταλισμού κατά το τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το ξήλωμα της μεταπολεμικής φορντικής σύνθεσης στη Δύση η οποία είχε ως επίκεντρο το κράτος, από την κατάρρευση ή τον ριζικό μετασχηματισμό των κομμάτων-κρατών και των σχεδιοποιημένων οικονομιών τους στην Ανατολή, καθώς και από την ανάδυση μιας νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης, η οποία όμως μπορεί να υποσκαφθεί από την εμφάνιση μεγάλων ανταγωνιστικών περιφερειακών μπλοκ. Καθώς αυτές οι μεταβολές περιέλαβαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ευρωπαϊκού κομμουνισμού θεωρήθηκαν συχνά ότι σηματοδοτούν το τέλος του μαρξισμού και της θεωρητικής χρησιμότητας του Μαρξ. Εντούτοις, αυτοί οι ιστορικοί μετασχηματισμοί καταδεικνύουν την ανάγκη να καταπιαστούμε με την προβληματική της ιστορικής δυναμικής και των δομικών αλλαγών ευρείας κλίμακας, μια προβληματική που αποτελεί τον πυρήνα της κριτικής ανάλυσης του Μαρξ.

Η κεντρική σημασία αυτής της προβληματικής γίνεται εμφανής όταν εξετάζει κανείς την πορεία του επικεντρωμένου στο κράτος καπιταλισμού κατά τον 20ο αιώνα, απ’ τις απαρχές του οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρώσικη Επανάσταση, μέχρι το απόγειό του κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την παρακμή του στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της πορείας είναι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της, δεδομένου ότι αφορά τόσο τις δυτικές καπιταλιστικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση όσο και τα αποικιακά εδάφη και τις αποαποικιοποιημένες χώρες. Προφανώς, υπάρχουν διαφορές σε αυτή την ιστορική εξέλιξη, όταν όμως εξετάζονται στο πλαίσιο της συνολικής πορείας που διέγραψε ο καπιταλισμός, αποδεικνύεται ότι αποτελούν περισσότερο εκφάνσεις ενός κοινού σχήματος, παρά ριζικά διαφορετικές πορείες. Για παράδειγμα, το κράτος πρόνοιας εξαπλώθηκε σε όλες τις δυτικές βιομηχανικές χώρες κατά την εικοσιπενταετία που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια περιορίστηκε ή αποδιαρθρώθηκε μερικώς, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτές οι εξελίξεις –παράλληλα με τη μεταπολεμική επιτυχία και τη μετέπειτα απότομη παρακμή της Σοβιετικής Ένωσης– έλαβαν χώρα ασχέτως αν στην εξουσία βρίσκονταν συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά («φιλελεύθερα») κόμματα.

Τέτοιου είδους γενικές εξελίξεις δεν μπορούν να εξηγηθούν με όρους τοπικών πολιτικών αποφάσεων ενδεχομενικού χαρακτήρα, αλλά αναδεικνύουν την ύπαρξη γενικών δομικών περιορισμών που καθορίζουν τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αποφάσεις. Παράλληλα, φανερώνουν την ύπαρξη ισχυρών δυνάμεων που δεν υπόκεινται πλήρως στον κρατικό έλεγχο.

Η εξέταση των γενικών ιστορικών σχημάτων που χαρακτηρίζουν τον 20ο αιώνα σχετικοποιεί από ιστορική σκοπιά τις θεωρίες περί πρωταρχικότητας  της πολιτικής σφαίρας, που ήταν τόσο διαδεδομένες στις μεταπολεμικές δεκαετίες, και θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταστρουκτουραλιστική κατανόηση της ιστορίας ως ουσιωδώς ενδεχομενικής. Σε έναν βαθμό, η μεταμαρξιστική στροφή της δεκαετίας του 1970 μπορεί να κατανοηθεί ως κριτική αντίδραση στη φορντική εποχή –τόσο στη δυτική όσο και στην κομμουνιστική εκδοχή της–, δηλαδή ως αντίδραση σε πολιτικές οι οποίες επικεντρώνονταν στα υλικά συμφέροντα που έπρεπε να ικανοποιήσει μια πυραμιδωτή γραφειοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Τα κοινωνικά και πολιτιστικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του 1960 φάνηκαν να αποτελούν ιστορική ανασκευή της αντίληψης περί ευμάρειας. Η Σοβιετική Ένωση έπαψε να αποτελεί παράδειγμα χειραφέτησης για μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς το αργότερο το 1968. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η πολιτική οικονομία κατανοήθηκε με καταφατικούς όρους, ενώ η ιστορία εξέλαβε μια κωδική μορφή a priori μετα-αφηγηματικού χαρακτήρα. Έτσι, η αντίληψη του Μαρξ για την ιστορία και τη χρονικότητα ταυτίστηκε με εκείνη του Χέγκελ, γεγονός που συνέβαλε στην αναβίωση του Νίτσε, αυτού του μεγάλου αντιεγελιανού. Όμως, η πανουργία της ιστορίας εκδικήθηκε. Ο μεταστρουκτουραλισμός και ο μεταμοντερνισμός αποδείχτηκαν διανοητικά αδύναμοι να εξετάσουν με συνολικούς όρους τις αλλαγές ευρείας κλίμακας που αναφέραμε. Ως τόποι κριτικής, φαίνονται να συνδέονται με μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που έχει προ πολλού ξεπεραστεί.

Ωστόσο, αυτές οι ιστορικές επισημάνσεις δεν αντιβαίνουν αναγκαστικά με την κριτική ιδέα που διαπερνούσε τις προσπάθειες να εξεταστεί η ιστορία με όρους ενδεχομενικότητας, ότι δηλαδή η ιστορία νοούμενη ως εκδίπλωση μιας εμμενούς αναγκαιότητας  υποδηλώνει μια μορφή ανελευθερίας.

Αυτή η μορφή ανελευθερίας αποτελεί αντικείμενο της κριτικής θεωρίας του Μαρξ, η οποία επικεντρώνεται στις επιταγές και τους περιορισμούς που διέπουν την ιστορική δυναμική και τις δομικές αλλαγές του σύγχρονου κόσμου. Αντί να αρνείται την ύπαρξη μιας τέτοιας ανελευθερίας εστιάζοντας στην ενδεχομενικότητα, η μαρξική κριτική επιδιώκει να αποκαλύψει τη βάση της και τη δυνατότητα κατάργησής της. Προτείνω, λοιπόν, μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η επανιδιοποίηση της κατηγορίας του κεφαλαίου μπορεί να υπερβεί την κλασική αντίθεση αναγκαιότητας και ελευθερίας, μια αντίθεση που συνοψίζεται στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην σύλληψη της ιστορίας ως αναγκαιότητας και στη μεταστρουκτουραλιστική απόρριψη αυτής της άποψης στο όνομα της ενδεχομενικότητας (και πιθανώς της ικανότητας για δράση). Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, η κατηγορία του κεφαλαίου εδραιώνει την εμμενή δυναμική της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας σε ιστορικά καθορισμένες μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η κίνηση της Ιστορίας, νοούμενη ως εμμενής κατευθυντήρια δυναμική, δεν συνιστά καθολική κατηγορία που διέπει εν γένει την ανθρώπινη κοινωνική ζωή. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ιστορικά ιδιάζον χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας, το οποίο μπορεί να προβληθεί και προβάλλεται στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή εν γένει. Μακράν του να αντιλαμβάνεται την ιστορία με καταφατικούς όρους, μια θεωρία που θεμελιώνει μια τέτοια δυναμική στην κατηγορία του κεφαλαίου, συλλαμβάνει αυτή τη δυναμική ως μορφή ετερονομίας.

Κατ’ αυτήν την αξιολόγηση, η κριτική μαρξική θέση είναι πιο κοντά στον μεταστρουκτουραλισμό παρά στον ορθόδοξο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς. Εντούτοις, δεν αντιλαμβάνεται τον ετερόνομο χαρακτήρα της ιστορίας ως αφήγημα το οποίο μπορεί να διαλυθεί απλώς διά του λόγου, αλλά ως έκφραση μιας δομής χρονικής κυριαρχίας. Από αυτή την άποψη, οποιαδήποτε προσπάθεια να διασωθεί η ανθρώπινη ικανότητα για δράση μέσω της επιμονής στην ενδεχομενικότητα και με τρόπους που δεν λαμβάνουν υπόψη τέτοιες ιδιάζουσες δομές κυριαρχίας αποδυναμώνει –κατά ειρωνικό τρόπο– τον αγώνα.

ΙΙΙ.

Τι είναι το κεφάλαιο σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ; Στον πυρήνα της κατηγορίας του κεφαλαίου βρίσκεται η υπεραξία. Αυτή η κατηγορία, σε γενικές γραμμές, έχει γίνει κατανοητή σε συνάρτηση με την εκμετάλλευση, αφού καταδεικνύει ότι, παρά τα φαινόμενα, το υπερπροϊόν στον καπιταλισμό δεν συνιστά αποτέλεσμα διαφόρων παραγωγικών συντελεστών, όπως η εργασία, η γη και ο μηχανικός εξοπλισμός, αλλά αποκλειστικά της εργασίας. Η υπεραξία, σε αυτό το παραδοσιακό πλαίσιο, αποτελεί κατηγορία που άπτεται της ταξικής εκμετάλλευσης. Χωρίς να διαφωνώ με αυτή την ανάλυση, τη θεωρώ μερική. Η συμβατική κατανόηση της υπεραξίας εστιάζεται αποκλειστικά στη δημιουργία ενός πλεονάσματος, αλλά δεν αναγνωρίζει επαρκώς τη σημασία της ανάλυσης του Μαρξ για τη μορφή του πλούτου, δηλαδή της αξίας. Επομένως, για να επεξεργαστούμε την αντίληψη του Μαρξ για το κεφάλαιο θα χρειαστεί να εξετάσουμε εν συντομία τις βασικότερες κατηγορίες της ανάλυσής του, δηλαδή το εμπόρευμα και την αξία.

Αυτές οι κατηγορίες δεν πρέπει να θεωρούνται διιστορικές, αλλά ιστορικά προσιδιάζουσες στη νεότερη –ή καπιταλιστική– κοινωνία[ii]. Στα ώριμα έργα του, ο Μαρξ προσπάθησε να εντοπίσει την πιο θεμελιώδη μορφή κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κοινωνία και να αναπτύξει σε αυτή τη βάση μια θεωρία ικανή να συλλάβει το σύνολο των διεργασιών αυτής της κοινωνίας. Η εν λόγω κεντρική μορφή είναι το εμπόρευμα[iii]. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο «εμπόρευμα» για να ονομάσει μια ιστορικά ιδιάζουσα μορφή κοινωνικών σχέσεων, που συγκροτείται ως δομημένη μορφή κοινωνικών πρακτικών και συγχρόνως ως δομούσα αρχή των δράσεων, των κοσμοεικόνων και των διαθέσεων του ανθρώπων. Ως πρακτική κατηγορία που αφορά την πρακτική, αποτελεί μορφή τόσο κοινωνικής υποκειμενικότητας όσο και αντικειμενικότητας. (Μια τέτοια κατανόηση των κατηγοριών, η οποία βασίζεται στον Λούκατς και τον Αντόρνο, συνεπάγεται μια προσέγγιση για τον πολιτισμό και την κοινωνία πολύ διαφορετική από το μοντέλο βάσης – εποικοδόμηματος.)

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μορφή εμπόρευμα των κοινωνικών σχέσεων, κατά την ανάλυση του Μαρξ, είναι ότι συγκροτείται από την εργασία και ότι υπάρχει υπό αντικειμενοποιημένη μορφή[iv]. Αυτή η ανάλυση είναι αλληλένδετη με την αντίληψή του για την ιστορική ιδιοτυπία της εργασίας στον καπιταλισμό. Πράγματι, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η εργασία στον καπιταλισμό έχει «διττό χαρακτήρα»: είναι ταυτοχρόνως «συγκεκριμένη εργασία» και «αφηρημένη εργασία»[v]. Η «συγκεκριμένη εργασία» αναφέρεται στο γεγονός ότι κάποια μορφή εργασιακής δραστηριότητας διαμεσολαβεί τη σχέση ανθρώπων και φύσης σε κάθε μορφή κοινωνίας. Από την άλλη, η «αφηρημένη εργασία» δεν αποτελεί απλώς συγκεκριμένη εργασία εν γένει, αλλά συνιστά μια ιδιάζουσα, ιστορικά προσδιορισμένη κατηγορία. Τούτο σημαίνει ότι η εργασία στον καπιταλισμό διαθέτει μια μοναδική κοινωνική λειτουργία που δεν είναι εγγενής στην εργασιακή δραστηριότητα καθεαυτή. Σε μια κοινωνία που δομείται με κέντρο τη μορφή εμπόρευμα, η εργασία και τα προϊόντα της δεν διανέμονται κοινωνικά με βάση τους παραδοσιακούς κανόνες ή με βάση ανοιχτές σχέσεις δύναμης και κυριαρχίας, όπως σε προηγούμενες μορφές κοινωνιών. Τουναντίον, η εργασία στον καπιταλισμό αποτελεί μια νέα μορφή κοινωνικής αλληλεξάρτησης, όπου οι άνθρωποι δεν καταναλώνουν ό,τι παράγουν, αλλά όπου η εργασία τους ή τα προϊόντα της λειτουργούν ως οιονεί αντικειμενικά μέσα για την απόκτηση προϊόντων που παράγουν άλλοι. Έχοντας τον ρόλο ενός τέτοιου μέσου, η εργασία και τα προϊόντα της προκαταλαμβάνουν στην πραγματικότητα τη λειτουργία των έκδηλων κοινωνικών σχέσεων.

Στα έργα του ώριμου Μαρξ, η κεντρικότητα της εργασίας στην κοινωνική ζωή δεν αποτελεί διιστορική πρόταση. Δεν υποδηλώνει ότι η υλική παραγωγή αποτελεί την πλέον ουσιώδη διάσταση της κοινωνικής ζωής εν γένει ή του καπιταλισμού πιο συγκεκριμένα. Τουναντίον, αναφέρεται στην ιστορικά ιδιάζουσα συγκρότηση μιας μορφής κοινωνικής διαμεσολάβησης από την εργασία στον καπιταλισμό, η οποία χαρακτηρίζει ουσιωδώς την καπιταλιστική κοινωνία. Επειδή η εργασία στον καπιταλισμό δεν είναι απλώς η εργασία όπως την εννοούμε διιστορικά και με τους όρους του κοινού νου, αλλά και μια ιστορικά ιδιάζουσα δραστηριότητα κοινωνικής διαμεσολάβησης, οι αντικειμενοποιήσεις της (εμπόρευμα, κεφάλαιο) συνιστούν, κατά τον Μαρξ, προϊόντα της συγκεκριμένης εργασίας και συγχρόνως αντικειμενοποιημένες μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, οι θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν ουσιωδώς την καπιταλιστική κοινωνία είναι πολύ διαφορετικές από τις έκδηλες, ποιοτικά εξειδικευμένες, σχέσεις που χαρακτηρίζουν τις μη καπιταλιστικές κοινωνίες (όπως οι σχέσεις συγγένειας ή οι σχέσεις άμεσης προσωπικής κυριαρχίας).  Μολονότι το τελευταίο είδος κοινωνικών σχέσεων εξακολουθεί να υφίσταται στον καπιταλισμό, εκείνο που τελικώς δομεί αυτή την κοινωνία είναι ένα νέο επίπεδο κοινωνικών σχέσεων οι οποίες συγκροτούνται από την εργασία. Αυτές οι σχέσεις έχουν έναν ιδιόμορφο, οιονεί αντικειμενικό μορφικό χαρακτήρα και είναι διττές: χαρακτηρίζονται από την αντίθεση ανάμεσα σε μια αφηρημένη, γενική και ομοιογενή διάσταση και σε μια συγκεκριμένη, ιδιαίτερη, υλική διάσταση, αμφότερες οι οποίες εμφανίζονται ως φυσικές παρά ως κοινωνικές, ενόσω καθορίζουν τις κοινωνικές προσλήψεις της φυσικής πραγματικότητας.

Η αφηρημένη διάσταση της κοινωνικής διαμεσολάβησης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό εκφράζεται μέσω της αξίας, δηλαδή της μορφής του πλούτου που κυριαρχεί σε αυτή την κοινωνία. Η «εργασιακή θεωρία της αξίας» του Μαρξ έχει συχνά εκληφθεί εσφαλμένα ως μια εργασιακή θεωρία του πλούτου, σαν να υποστήριζε ότι η εργασία αποτελεί, ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου, την αποκλειστική κοινωνική πηγή του πλούτου. Ωστόσο, η ανάλυση του Μαρξ δεν αποτελεί ανάλυση του πλούτου εν γένει, όπως δεν αποτελεί και ανάλυση της εργασίας εν γένει. Ο Μαρξ αναλύει την αξία ως ιστορικά ιδιάζουσα μορφή πλούτου η οποία είναι συνυφασμένη με τον ιστορικά μοναδικό ρόλο της εργασίας στον καπιταλισμό. Επιπλέον, διακρίνει ρητά την αξία από αυτό που ονομάζει «υλικό πλούτο» και συνδέει αυτές τις δύο διακριτές μορφές πλούτου με τον διττό χαρακτήρα που έχει η εργασία στον καπιταλισμό[vi]. Έτσι, ο υλικός πλούτος υπολογίζεται με βάση την παραγόμενη ποσότητα των προϊόντων και σε συνάρτηση με ορισμένους παράγοντες που προστίθενται στην εργασία,  όπως η γνώση, η κοινωνική οργάνωση και οι φυσικές συνθήκες[vii]. Η αξία, από την άλλη, συγκροτείται αποκλειστικά από τη δαπάνη του ανθρώπινου εργάσιμου χρόνου και είναι η κυρίαρχη μορφή πλούτου στον καπιταλισμό[viii]. Ενώ ο υλικός πλούτος, όταν αποτελεί την κυρίαρχη μορφή πλούτου, διαμεσολαβείται από φανερές κοινωνικές σχέσεις που είναι εξωτερικές προς αυτόν, η αξία συνιστά αυτοδιαμεσολαβούμενη μορφή πλούτου.

Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από μια ιστορικά ιδιάζουσα και οιονεί αντικειμενική μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης η οποία συγκροτείται από την εργασία και αντικειμενοποιείται ως μορφή εμπόρευμα. Μολονότι αυτή η ιστορικά ιδιάζουσα μορφή διαμεσολάβησης συγκροτείται από καθορισμένες μορφές πρακτικών, γίνεται οιονεί ανεξάρτητη από τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές. Προκύπτει έτσι μια ιστορικά νέα μορφή κοινωνικής κυριαρχίας, η οποία υποβάλλει τους ανθρώπους σε ολοένα και πιο απρόσωπες εξορθολογισμένες υποχρεώσεις και περιορισμούς, που δεν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς με όρους ταξικής κυριαρχίας – ή γενικότερα με όρους συγκεκριμένης κυριαρχίας κοινωνικών ομαδοποιήσεων ή θεσμικών βαθμίδων του κράτους και / ή της οικονομίας. Αυτή η μορφή κυριαρχίας, όπως και η έννοια της εξουσίας στον Φουκώ (ακόμη κι αν είναι ακριβέστερα θεμελιωμένη), δεν βρίσκεται σε καθορισμένους τόπους και, παρότι συγκροτείται από καθορισμένες μορφές κοινωνικών πρακτικών, εμφανίζεται εντελώς απαλλαγμένη από κάθε κοινωνικό χαρακτήρα.

Ως προς αυτό, έχει κομβική σημασία ο προσδιορισμός, από τον Μαρξ[ix], του μεγέθους της αξίας με όρους κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Αυτός ο χρονικός προσδιορισμός της αξίας ως μορφής του κοινωνικού πλούτου δεν είναι απλώς περιγραφικός, αλλά σκιαγραφεί έναν επιτακτικό κανόνα, γενικού κοινωνικού χαρακτήρα. Η παραγωγή οφείλει να συμμορφώνεται με αυτόν τον κυρίαρχο, αφηρημένο και γενικό κανόνα προκειμένου να δημιουργήσει  ολόκληρη την αξία των προϊόντων της. Η ιστορικά ιδιάζουσα αφηρημένη μορφή κοινωνικής κυριαρχίας που είναι εγγενής στις θεμελιώδεις μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης του καπιταλισμού είναι η κυριαρχία του χρόνου επί του λαού. Αυτή η μορφή κυριαρχίας είναι αλληλένδετη με μια ιστορικά ιδιάζουσα μορφή χρονικότητας –τον αφηρημένο νευτώνειο χρόνο–, η οποία συγκροτείται ιστορικά μαζί με τη μορφή εμπόρευμα.

Ωστόσο, η χρονικότητα αυτής της μορφής κοινωνικής διαμεσολάβησης δεν είναι μόνο αφηρημένη. Μια ιδιαιτερότητα της αξίας ως χρονικής μορφής του πλούτου είναι ότι αν και η άνοδος της παραγωγικότητας αυξάνει την ποσότητα της αξίας χρήσης που παράγεται ανά μονάδα χρόνου, δεν προκύπτουν παρά μόνο βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στο μέγεθος της αξίας που δημιουργείται ανά μονάδα χρόνου. Όταν γενικεύεται η παραγωγική αύξηση, το μέγεθος της αξίας ανά μονάδα χρόνου επιστρέφει στο αρχικό επίπεδο[x], με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα είδος κυκλικότητας. Τα υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας επιφέρουν ανάλογη αύξηση στην παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά δεν επιφέρουν ανάλογη μακροχρόνια αύξηση στην αξία. (Πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η ιδιότυπη κυκλική δυναμική ριζώνει στη χρονική διάσταση της αξίας. Δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τον τρόπο με τον οποίο γενικεύεται αυτό το μοντέλο, λόγου χάρη μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς.) Ωστόσο, αν και οι αλλαγές στην παραγωγικότητα, ως προς τη διάσταση της αξίας χρήσης, δεν μεταβάλλουν την ποσότητα της αξίας που παράγεται ανά μονάδα χρόνου, καθορίζουν αυτό που λογίζεται ως δεδομένη μονάδα χρόνου. Οι συνεχείς αυξήσεις της παραγωγικότητας σπρώχνουν, τρόπον τινά, τη μονάδα του (αφηρημένου) χρόνου στον ιστορικό χρόνο. Πρόκειται για κίνηση χρόνου. Τόσο ο αφηρημένος όσο και ο ιστορικός χρόνος συγκροτούνται ιστορικά ως δομές κυριαρχίας.

Η διαλεκτική αυτών των χρονικοτήτων συλλαμβάνεται από την κατηγορία του κεφαλαίου, που αναλύεται από τον Μαρξ ως αυτοαξιοποιούμενη αξία. Πρόκειται για μια κατηγορία κίνησης που συνεπάγεται μια ακατάπαυστη διαδικασία αυτοεπέκτασης της αξίας, μια κατευθυντήρια κίνηση χωρίς εξωτερικό σκοπό, η οποία γεννά κύκλους παραγωγής και κατανάλωσης, δημιουργίας και καταστροφής σε ευρεία κλίμακα. Όταν ο Μαρξ την εισάγει στο Κεφάλαιο, επισημαίνει ότι αυτή η κατηγορία διαπερνά την ιστορική δυναμική της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και την περιγράφει με την ίδια γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία για το Geist (την αυτοκινούμενη υπόσταση που συνιστά υποκείμενο της δικής της διαδικασίας[xi]). Με αυτό τον τρόπο, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι στον καπιταλισμό υπάρχει όντως ένα ιστορικό Υποκείμενο με την εγελιανή έννοια. Όμως –και αυτό έχει κομβική σημασία– δεν ταυτίζει αυτό το υποκείμενο με το προλεταριάτο (όπως ο Λούκατς) ή και με την ανθρωπότητα. Τουναντίον, το ταυτίζει με το κεφάλαιο, ως δυναμική δομή μιας αφηρημένης κυριαρχίας η οποία, μολονότι συγκροτείται από ανθρώπους, αυτονομείται από τη βούλησή τους. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ιδεαλιστικός χαρακτήρας της διαλεκτικής του Χέγκελ εξέφραζε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορικής δυναμικής του καπιταλισμού.

Συνεπώς, ο Μαρξ δεν παρουσιάζει στα ώριμα έργα του ένα ιστορικό μετα-υποκείμενο, όπως το προλεταριάτο, το οποίο θα αυτοπραγματωνόταν σε μια μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά παρέχει τις βάσεις για μια κριτική αυτής της ιδέας. Διατυπώνει έτσι μια θέση πολύ διαφορετική από εκείνη ορισμένων θεωρητικών όπως ο Λούκατς, για τον οποίο η κοινωνική ολότητα η οποία συγκροτείται από την εργασία παρέχει την οπτική γωνία για την κριτική του καπιταλισμού και πρόκειται να πραγματωθεί στον σοσιαλισμό. Στο Κεφάλαιο, η ολότητα και η εργασία που την συγκροτεί έχουν γίνει αντικείμενα της κριτικής. Το ιστορικό Υποκείμενο είναι η αλλοτριωμένη δομή της κοινωνικής διαμεσολάβησης στην καρδιά της ιστορικής δυναμικής του καπιταλιστικού σχηματισμού. Επομένως, οι αντιφάσεις του κεφαλαίου υποδεικνύουν την κατάργηση και όχι την πραγμάτωση του υποκειμένου. Πράγματι, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο εδραιώνει εντέλει την ιστορική δυναμική του καπιταλισμού στον διττό χαρακτήρα του εμπορεύματος και συνεπώς του κεφαλαίου. Αυτός ο χαρακτήρας δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητός αν η κατηγορία της υπεραξίας νοηθεί αποκλειστικά με όρους εκμετάλλευσης, ως υπερ-αξία και όχι επίσης ως υπερ-αξία, δηλαδή ως πλεόνασμα μιας χρονικής μορφής πλούτου.

Η κυκλική δυναμική του κεφαλαίου που περιέγραψα, η οποία διέπεται από τη διαλεκτική αξίας και αξίας χρήσης, βρίσκεται στην καρδιά της πολυσύνθετης και μη γραμμικής ιστορικής δυναμικής της σύγχρονης κοινωνίας. Αφενός, αυτή η δυναμική χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετασχηματισμούς της παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής και, αφετέρου, συνεπάγεται τη συνεχή ανασυγκρότηση της θεμελιώδους προϋπόθεσής της ως ένα αμετάβλητο στοιχείο της κοινωνικής ζωής – ότι δηλαδή η κοινωνική διαμεσολάβηση επιτελείται από την εργασία και ότι επομένως η ζωντανή εργασία παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας (θεωρούμενης με όρους κοινωνίας ως όλου) ανεξαρτήτως του επιπέδου παραγωγικότητας. Η ιστορική δυναμική του καπιταλισμού δημιουργεί συνεχώς το νέο, την ίδια στιγμή που επαναδημιουργεί το ίδιο. Η εν λόγω δυναμική δημιουργεί τη δυνατότητα για μια άλλη οργάνωση της κοινωνικής ζωής και την ίδια στιγμή δεν επιτρέπει σε αυτή τη δυνατότητα να πραγματωθεί.

Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας, σύμφωνα με τον Μαρξ, το κεφάλαιο γίνεται ολοένα και λιγότερο η φενακισμένη μορφή των ικανοτήτων που, «στην πραγματικότητα», ανήκουν στους εργάτες. Τουναντίον, η παραγωγική ικανότητα του κεφαλαίου γίνεται ολοένα και περισσότερο μια γενική κοινωνική παραγωγική δύναμη που δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι ανήκει αποκλειστικά στους άμεσους παραγωγούς. Η συγκρότηση και συσσώρευση μιας κοινωνικά γενικής γνώσης καθιστούν την προλεταριακή εργασία ολοένα και περισσότερο αναχρονιστική. Ταυτόχρονα, όμως, η διαλεκτική αξίας και αξίας χρήσης ανασυγκροτεί την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εργασίας[xii].

Μια από τις συνέπειες που προκύπτουν απ’ αυτήν την ανάλυση είναι ότι το κεφάλαιο δεν συνιστά ενιαία ολότητα και ότι η μαρξική έννοια της διαλεκτικής αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων δεν αναφέρεται σε μια αντίφαση μεταξύ σχέσεων που είναι υποτίθεται εξωγενείς προς την παραγωγή (λόγου χάρη, η αγορά και η ιδιωτική ιδιοκτησία) και παραγωγικών δυνάμεων που είναι δήθεν εξωγενείς προς το κεφάλαιο (λόγου χάρη, η εργασία). Αντιθέτως, η διαλεκτική αντίφαση αφορά τις δύο διαστάσεις του ίδιου του κεφαλαίου. Ως αντιφατική ολότητα, το κεφάλαιο γεννά μια σύνθετη ιστορική δυναμική που υποδεικνύει τη δυνατότητα της ίδιας του της υπέρβασης από μια κοινωνική δομή βασισμένη στον υλικό πλούτο.

Να επισημάνουμε εν παρόδω ότι καθώς ο Μαρξ θεμελίωνε τον αντιφατικό χαρακτήρα του κοινωνικού σχηματισμού σε ιστορικά ιδιάζουσες δυαδικές μορφές (εμπόρευμα και κεφάλαιο), υποδείκνυε ότι η δομικά θεμελιωμένη κοινωνική αντίφαση προσιδιάζει στον καπιταλισμό. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η θέση ότι η πραγματικότητα ή οι κοινωνικές σχέσεις γενικώς είναι ουσιωδώς αντιφατικές και διαλεκτικές συνιστά απλώς μεταφυσική υπόθεση και δεν μπορεί να εξηγηθεί. Αυτό σημαίνει επίσης ότι κάθε θεωρία που προϋποθέτει μια λογική ανάπτυξης που θα ήταν εγγενής στην ιστορία ως τέτοια –είτε διαλεκτική είτε εξελικτική λογική– προβάλλει αυτό που ισχύει για τον καπιταλισμό στην ανθρώπινη ιστορία εν γένει.

Η κατανόηση της σύνθετης δυναμικής του καπιταλισμού, την οποία περιέγραψα, επιτρέπει μια κριτική κοινωνική (παρά τεχνολογική) ανάλυση με αντικείμενο τη διαδικασία της ανάπτυξης και τη δομή της παραγωγής στη σύγχρονη κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια καθορισμένη ραγδαία μορφή ανάπτυξης. Ωστόσο το πρόβλημα με την οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν είναι απλώς ότι σφραγίζεται από κρίσεις, όπως συχνά και ορθά έχει επισημανθεί από παραδοσιακές μαρξιστικές προσεγγίσεις, αλλά ότι η μορφή αυτής της ανάπτυξης, η οποία επιφέρει την προϊούσα καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, είναι καθεαυτή προβληματική. Η πορεία της ανάπτυξης θα ήταν εντελώς διαφορετική, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, εάν τελικός σκοπός της παραγωγής ήταν η αύξηση της ποσότητας των αγαθών και όχι της υπεραξίας.

Αυτή η προσέγγιση παρέχει επίσης τη βάση για μια κριτική ανάλυση της δομής της κοινωνικής εργασίας και της φύσης της παραγωγής στον καπιταλισμό. Δείχνει ότι η βιομηχανική διαδικασία παραγωγής είναι εγγενώς καπιταλιστική και δεν μπορεί να κατανοείται ως μια τεχνική διαδικασία η οποία, αν και κοινωνικοποιείται ολοένα και περισσότερο, αξιοποιείται από τους ατομικούς καπιταλιστές για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών. Η τάση του κεφαλαίου για διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας δημιουργεί έναν τεχνολογικά περίπλοκο παραγωγικό μηχανισμό ο οποίος καθιστά την παραγωγή υλικού πλούτου ουσιωδώς ανεξάρτητη από την άμεση δαπάνη του χρόνου της ανθρώπινης εργασίας. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, διαμορφώνει δυνατότητες για μια γενική κοινωνική μείωση ευρείας κλίμακας του χρόνου εργασίας και για θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση και την κοινωνική οργάνωση της εργασίας. Ωστόσο, αυτές οι δυνατότητες δεν πραγματώνονται στον καπιταλισμό. Η ανάπτυξη της τεχνολογικά περίπλοκης παραγωγής δεν απελευθερώνει τους ανθρώπους από την τμηματική και επαναληπτική εργασία. Ομοίως, ο χρόνος εργασίας δεν μειώνεται σε γενικό κοινωνικό επίπεδο, αλλά κατανέμεται άνισα, και μάλιστα αυξάνεται υπερβολικά για κάποιους.

Η κατανόηση των δυνατοτήτων και των περιορισμών του καπιταλισμού θέτει με νέους όρους το ζήτημα της ιστορικής του υπέρβασης μέσα από την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και της εργασίας που αυτό εκτελεί, όπως και από την εξάλειψη του δυναμικού συστήματος αφηρημένου καταναγκασμού που συγκροτείται από την εργασία ως διαμεσολαβητική κοινωνική δραστηριότητα. Αναδεικνύει επίσης τη δυνατότητα ενός μετασχηματισμού της γενικής δομής της εργασίας και του χρόνου, παρέχοντας έτσι τη βάση για μια κριτική τόσο της παραδοσιακής μαρξιστικής ιδέας περί «πραγμάτωσης του προλεταριάτου» όσο και του τρόπου με τον οποίο ο καπιταλισμός καταργεί τις εθνικές εργατικές τάξεις, δημιουργώντας μια υπο-τάξη στο πλαίσιο της άνισης κατανομής της εργασίας και του χρόνου σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Αν και το αφηρημένο –με όρους λογικής– επίπεδο ανάλυσης που σκιαγραφούμε εδώ δεν αναφέρεται στους ειδικούς παράγοντες που σχετίζονται με τους δομικούς μετασχηματισμούς της προηγούμενης τριακονταετίας, παρέχει ένα πλαίσιο όπου αυτοί οι μετασχηματισμοί μπορούν να θεμελιωθούν κοινωνικά και να κατανοηθούν ιστορικά. Μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μη γραμμική δυναμική ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία θα μπορούσε να φωτίσει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματική οργάνωση της κοινωνικής ζωής και στον τρόπο που θα μπορούσε να οργανωθεί, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί η αυξανόμενη βαρύτητα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό το χάσμα μεγαλώνει εδώ και σαράντα χρόνια, και εκφράζεται κοινωνικά μέσα από τη διαίρεση του πληθυσμού σε ένα μεταβιομηχανικό τομέα και σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από μια διαρκώς εντεινόμενη κοινωνική, οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση.

Επίσης, αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει βάση για μια κριτική ανάλυση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως εναλλακτικών μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης, παρά ως κοινωνικών τρόπων που αντιπροσώπευαν την ιστορική άρνηση του κεφαλαίου, σε ατελή έστω μορφή. Γενικότερα, επιχειρεί να απελευθερώσει την κριτική θεωρία του καπιταλισμού από την επιβεβαίωση κρατικιστικών μορφών ανάπτυξης, με τις οποίες είχε συνδεθεί για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Στον βαθμό που επιχειρεί να θεμελιώσει κοινωνικά, από κριτική σκοπιά, τις οιονεί αντικειμενικές αφηρημένες κοινωνικές σχέσεις, τη φύση της παραγωγής, της εργασίας και των επιταγών της ανάπτυξης στον καπιταλισμό, αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε επίσης να στραφεί σε πολλές σημερινές έγνοιες, δυσαρέσκειες και βλέψεις, που εκφράζονται  ποικιλοτρόπως από μια σειρά κινημάτων, με τρόπο που θα μπορούσε να τις συσχετίσει με την ανάπτυξη του κεφαλαίου – έστω και με μη παραδοσιακούς ταξικούς όρους.

Καθώς αυτή η ερμηνεία επαναστοχάζεται ουσιαστικά τη σημασία της θεωρίας της αξίας και επανεξετάζει τη φύση του καπιταλισμού, αλλάζει τους όρους της συζήτησης μεταξύ των κριτικών θεωριών για τον καπιταλισμό και των υπόλοιπων κοινωνικών θεωριών. Υποστηρίζει εμμέσως ότι μια επαρκής κριτική θεωρία της νεωτερικότητας θα έπρεπε να είναι μια αναστοχαστική θεωρία, ικανή να υπερβαίνει τις θεωρητικές διχοτομίες του πολιτισμού και της υλικής ζωής, της δομής και της δράσης, την ίδια στιγμή που θα θεμελιώνει κοινωνικά τη δεσπόζουσα μη γραμμική κατευθυντήρια δυναμική του σύγχρονου κόσμου, τις μορφές της οικονομικής του ανάπτυξης και τη φύση και την πορεία της παραγωγικής διαδικασίας του. Με άλλα λόγια, μια τέτοια θεωρία πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσει με κοινωνικούς όρους τα παράδοξα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας που αναφέραμε προηγουμένως.

Συγκροτώντας ένα πλαίσιο για την προσέγγιση αυτών των ζητημάτων, η ερμηνεία που προτείνω επιδιώκει να συμβάλει στον λόγο της σύγχρονης κριτικής κοινωνικής θεωρίας και στην κατανόηση των εκτεταμένων μετασχηματισμών του σύγχρονου κόσμου.

Μετάφραση: Γαβριήλ Σακελλαρίδης


[i] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Mark Loeffler για τις πολύτιμες κριτικές παρατηρήσεις του.

[ii] Karl Marx, Capital, τόμος 1, αγγλική έκδοση (μτφρ. Ben Fowkes), Pelican Books, Λονδίνο, 1976, σ. 166, 169.

[iii] Ό.π., σ. 125.

[iv] Ό.π., σ. 128 κε.

[v] Ό.π., σ. 131-139.

[vi] Ό.π., σ. 134.

[vii] Ό.π., σ.130.

[viii] Ό.π., σ. 129, 130, 136.

[ix] Ό.π., σ. 129.

[x] Στο ίδιο.

[xi] Ό.π., σ. 255-256.

[xii] Τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται εκτενώς στο βιβλίο Moishe Postone, Time Labor and Social Domination,  Cambridge University Press, 1993.

ΠΗΓΗ

2 Σχόλια to “Ιστορία και κριτική του καπιταλισμού”

  1. Συγχαρητήρια, ο Postone είναι πραγματικά σπουδαίος. Συγκρατώ τα εξής.

    α) Η προβληματική του χρόνου και της χρονοποίησης ως ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
    β) Χρονική επικυριαρχία έναντι χωρικής. Σε αντίθεση με πολλούς διανοητές που θέτουν ως κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού την χωροποίηση, o Postone, όπως και ο Jessop, βάζουν στο επίκεντρο την χρονοποίηση. Αυτό συνιστά και μία θέση για την οντολογία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, χρόνος λοιπόν έναντι του χώρου.
    γ) Η κυριαρχία (χρονική επικυριαρχία της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου κλπ), αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον ταυτίζεται με την εκμετάλλευση, αν δεν συνιστά το δικό της θεμέλιο. Τον παραλληλισμό με το concept της εξουσίας στον Φουκώ για μια μαρξιστική θεωρία της κυριαρχίας το είχα αναφέρει σαν σκέψη εδώ http://takseis-ithikh.blogspot.com/2011/12/blog-post_28.html στην κουβέντα με τον rakis1 στα σχόλια.
    δ) Γίνεται, επιτέλους, μια »εγελιανή» ανάγνωση του Κεφαλαίου (!), μετά από τις διάφορες »συμπτωματικές» που πολλά και κριτικά έχουν να μας πουν, δεν συλλαμβάνουν ωστόσο την δυναμική της ίδιας της σκέψης του Μάρξ, ο οποίος την εγελιανή διαλεκτική μετασχηματίζει. Και πράγματι, το απολύτως σωστό είναι ότι το Κεφάλαιο είναι η έννοια-υποκείμενο που αυτοαναπτύσσεται, και αναλυτική σε αυτήν φτάνουμε εκκινώντας από την »αρχή», την απλούστερη σχέση, την εμπορευματική μορφή.
    Έτσι όμως οι προλετάριοι εκλαμβάνονται, ως εργατική δύναμη και ζωντανή εργασία, σαν πραγμοειδή »αντικείμενα» του υποκειμένου, η εργασία σαν ύλη-υπόσταση της κινούμενης και οδηγούσας μορφής. Η ταξική πάλη όπου αναφέρεται από τον Μάρξ έρχεται και θραύει αυτήν την εντύπωση-τελικά το Κεφάλαιο δεν είναι ένα αυτοκινούμενο υποκείμενο, οι εργάτες αντιστέκονται, απεργούν, διεκδικούν κλπ. Τελικά το υποκείμενο-αντικείμενο σχετικοποιείται. Αλλά αντί να θεωρήσει κανείς εξαρχής πως δεν υπάρχει τέτοια σχέση, γιατί δεν υπάρχει υποκείμενο και αντικείμενο παρά ταξική σχέση (Αλτουσέρ), πρέπει να πέρασεις από τον σκόπελο κριτικής άρσης του υποκειμένου, για κινηθείς πέραν τούτου, να διαβάσει δηλαδή τον Μάρξ αρχικά »εγελιανά», για να υπερβεί και το »Κεφάλαιο» και τον Χέγκελ, και τον ιστορικά οριοθετημένο Μάρξ παραμένοντας μαρξιστής και κρατώντας το κεκτημένο του.

    Τελειώνω αυτό το μεγάλο σχόλιο λέγοντας πως σε πολλά θα μπορούσε να μείνει κανείς, αλλά το σημαντικό είναι που τέτοια κείμενα τα προσέχει κανείς και τα δημοσιεύει. Νομίζω πως πρόκειται για μια αληθινή συμβολή στην υπόθεση της χειραφέτησης. Δυστυχώς το βιβλίο του Postone δεν το έχω διαβάσει παρά μόνο μια ματιά έχω ρίξει, γιατί θα πρέπει να στραβωθώ στα αγγλικά από την οθόνη του υπολογιστή.
    Αυτά λοιπόν, καλή συνέχεια.

  2. @ Ονειρμός

    Από το T.L.S.D έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το κεφάλαιο «αφηρημένος χρόνος», μπορείς να το βρεις εδώ

Σχολιάστε