Οι Αγανακτισμένοι: Κίνημα ανατροπής ή κίνημα-έμβλημα μιας ολόκληρης αστικής Εποχής;

 γράφει ο Ονειρμός

Με το κείμενο αυτό, η παρέα της Λέσχης μεγαλώνει με τον αγαπητό φίλο και σύντροφο Ονειρμό. Το ιστολόγιο του  Τάξεις και Ηθική αποτελεί μια πολύ σημαντική θεωρητική προσπάθεια που πάντοτε παρακολουθούσαμε με προσοχή. Χαιρόμαστε που βρίσκεται μαζί μας καθώς ο στόχος της θεωρητικής αναζήτησης και του διαλόγου για τον κομμουνισμό της εποχής μας είναι  η βασική στόχευση της Λέσχης… 

.

Πρόλογος

 Το παρόν κείμενο έχει σκοπό να προσεγγίσει το «κίνημα» των «Αγανακτισμένων» προτείνοντας απλώς ένα πλαίσιο ανάλυσης του φαινομένου, για αυτό και προϋποθέτω πως ο αναγνώστης έχει μια γενική εικόνα σε σχέση με το ιστορικό του «κινήματος» η οποία δεν απέχει πολύ από τη δική μου. Παραθέτω ενδεικτική βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου.

Η βασική μου θέση είναι ότι η πρόσληψη του φαινομένου των «Αγανακτισμένων» σημαδεύτηκε από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις. Από τη μία πλευρά, οι επαναστατικές κορώνες που έβγαλαν διάφοροι για το «Πλήθος» και την αδιαμεσολάβητη δημοκρατία που μιλούσε μέσα από τα χείλια του, αποτελούν σύμπτωμα του γενικότερου εκφυλισμού της επαναστατικής θεωρίας όχι μόνο στην Ελλάδα, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό κόσμο. Έφτασαν στη χώρα μας, ετεροχρονισμένα, αναλύσεις που μιλούν για «ριζοσπαστική δημοκρατία» και ένα εξ ορισμού επαναστατικό συνονθύλευμα ανθρώπων, το οποίο άνευ λοιπών προϋποθέσεων, είναι αντικαπιταλιστικό απλά και μόνο επειδή…υπάρχει. Χωρίς κανένα στρατηγικό στόχο και χωρίς καμία στράτευση, αυτό το πλήθος αποδιαρθρώνει το Κράτος με μόνη τη αντίδρασή του και την έκφραση της «επιθυμίας» του, ακριβώς επειδή δεν έχει έναν ενοποιητικό στρατηγικό στόχο που θα επέβαλλε πάνω σε αυτό μια καθορισμένη «Ταυτότητα».

Από την άλλη μεριά, είχαμε μια «ορθόδοξη» μαρξιστική αντιμετώπιση των «Αγανακτισμένων», η οποία ήξερε να τους προσάπτει κατηγορήματα, με πρώτο και κύριο τον «μικροαστικό» χαρακτήρα τους. Ασφαλώς η αντίληψη αυτή απέφυγε να χαρακτηρίσει τους Αγανακτισμένους «επαναστατική δύναμη», αποδεικνύοντας πως ο «ορθόδοξος» μαρξισμός, όταν χρησιμοποιείται σωστά, μπορεί να δώσει μια καλύτερη πρόγνωση του κοινωνικού γίγνεσθαι από όλες τις υπεραισιόδοξες, μεταμοντέρνες και ειδικότερα «μεταμαρξιστικές» προσεγγίσεις που έχουν επικρατήσει ως κυρίαρχες αφηγήσεις. Αναφέρομαι ειδικά στην «Αυτοκρατορία» και το «Πλήθος» των Hardt-Negri (στο εξής, H+N), οι οποίοι, παρά τη ριζικά αντιτελεολογική τους τοποθέτηση, υποστηρίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο κομμουνισμός χτίζεται μέρα με τη μέρα από τη φυσική πορεία των πραγμάτων με τη διανοητικοποίηση της εργασίας και την παγκοσμιοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και την ήδη συντελεσμένη «συγχώνευση» νομικοπολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού σε μια κοινή, «βιοπολιτική» παραγωγή.

Ωστόσο, αυτή η «μικροαστολογία» από πολλούς μαρξιστές, κατάφερε στις περισσότερες περιπτώσεις να μετατρέψει ένα καταφανώς αντιφατικό κοινωνικό φαινόμενο σε μονοσήμαντο, ξεμπερδεύοντας από αυτό με συνοπτικές διαδικασίες, αφού κρίθηκε προφανώς αναντίστοιχο με τις επαναστατικές αξίες του μαρξισμού-λενινισμού. Η προσέγγιση αυτή, όμως, παραβλέπει τις περισσότερες φορές τον παγκόσμιο χαρακτήρα κινημάτων τύπου αγανακτισμένων, πλήθους κλπ, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αδιαφορεί δηλαδή ως επί το πλείστον για τις αντικειμενικές ρίζες του φαινομένου αυτού στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ακριβώς αυτή η τελευταία διαπίστωση, δίνει στις αναλύσεις των H+N και πιο πριν των Deleuze-Guattari (στο εξής, D+G) μεγάλη περιγραφική (το τονίζω, περιγραφική) αξία των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων και «αυθόρμητων» εξεγέρσεων , την οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να διαθέτει ο κλασικός μαρξισμός του 19ου αιώνα . Πρέπει να σημειωθεί ότι η «Αυτοκρατορία» και λοιπά sequels αποτελούν ένα μεταμαρξιστικό-οικονομίστικο «ξαναγράψιμο» του δίτομου «Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια» των D+G, ένα «βιβλίο-γεγονός» σύμφωνα με την έκφραση του Φουκώ,  που εξέφρασε τη δυναμική του γαλλικού Μάη του 1968.

Για αυτούς τους λόγους, ο σκοπός μου είναι να χρησιμοποιήσω κάποια αναλυτικά εργαλεία που προσφέρουν στο περιγραφικό επίπεδο οι αναλύσεις των D+G (κυρίως αυτών), τοποθετώντας τες όμως σε ένα μαρξιστικό-διαλεκτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ανατρέπεται η εικόνα των «νομάδων», του «πλήθους» και κινημάτων όπως οι «Αγανακτισμένοι» ως «επαναστατικών δυνάμεων», χωρίς όμως να παραγνωρίζεται α) η αντικειμενική κοινωνιο-οντολογική θεμελίωση τέτοιων κινηματικών φαινομένων στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία β) η πραγματική ιστορική ανάγκη οι μαρξιστές και άλλοι αντικαπιταλιστές να κατανοήσουν αυτά τα χαρακτηριστικά αυτών των κινημάτων, τα οποία θα τα βλέπουμε, προδικάζω, συνέχεια μπροστά μας, στη μία ή την άλλη τους μορφή. Πράγμα που σημαίνει ότι το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής-κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης δεν μπορεί να παραβλέπει αυτά τα κοινωνικά κινήματα, ακόμη και αν κανείς διατηρεί, όπως εγώ, τη βαθιά λενινιστική πίστη στην αναγκαιότητα μιας στιβαρής, πολιτικής εργατικής-κομμουνιστικής οργάνωσης, ακριβώς γιατί έχουμε το ευτυχές «προνόμιο» να ζούμε σε έναν καπιταλισμό σε καιρό δομικής κρίσης, και όχι στον καπιταλισμό του 1960.

Αρθρώνοντας τους «Αγανακτισμένους» στο αφηγηματικό επίπεδο

Η ανασύσταση του κινήματος των Αγανακτισμένων αναδρομικά, από τη σκοπιά του σήμερα, κατά την παρούσα (χωρίς το χρονικό των γεγονότων) αφήγηση, αρθρώνεται στα εξής επίπεδα, που εμπνέονται από τη σχετική περιοδολόγηση της ανάπτυξης ενός «οργανικού όλου» από τον Β.Α.Βαζιούλιν:

1)      Αρχή (θέση προϋποθέσεων)

2)      Πρωταρχική εμφάνιση

3)      Διαμόρφωση

4)      Ωριμότητα.

Μόνο που εδώ θα θεωρήσουμε τους Αγανακτισμένους όχι μια «ολότητα» αλλά ένα σύστημα, δικτυακού τύπου (οιωνεί σύστημα).

Όπως σε μια συμβατική αφήγηση ή εξ-ιστόρηση,ο χρόνος είναι γραμμικός και ευθύγραμμος, και η ιστορία της αφήγησης εξελίσσεται με αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς γιατί κρατά κανείς τις ουσιώδεις στιγμές, αναπτύσσοντας την πλοκή και δίνοντας συνεπώς την αίσθηση μιας ανάπτυξης, η οποία όμως, στο πραγματικό ιστορικό χρόνο, δεν ήταν αναπόφευκτη, αν και υποκινήθηκε προς τη μορφή που τελικά εξέλαβε από ιστορικές κοινωνικές διεργασίες και δυνάμεις, κάποιες από τις οποίες ήταν εξ αρχής πιο εύκολο να κυριαρχήσουν, και τελικά, πράγματι, επικράτησαν.

1)      Αρχή ως θέση προϋποθέσεων

Η θέση των προϋποθέσεων σημαίνει τη θέση των ιστορικών όρων, του ιστορικού χωροχρονικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα αναδυθεί, με τη «πρωταρχική εμφάνισή» του, το εξεταζόμενο σύστημα. Οι ιστορικές αυτές προϋποθέσεις είναι η παγκόσμια κεφαλαιοκρατική κρίση και οι ειδικές συντεταγμένες μέσα στις οποίες αυτή εκδηλώθηκε στο ελληνικό κοινωνικό σύστημα.

Συνεπώς είναι αδύνατη η κατανόηση του φαινομένου των «Αγανακτισμένων» χωρίς τη μακροσκοπική οπτική της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής κρίσης και τη συγκριτική αντιπαραβολή των ιστορικών συστημάτων μέσα στους οποίους αναδύθηκαν αυτά τα συγγενή κινήματα. Πολύ περισσότερο, είναι αδύνατη η κατανόηση του φαινομένου των Αγανακτισμένων, χωρίς την εξέταση της κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής κατάστασης που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα, ιδίως από το 1974 και μετά, στα χρόνια της «μεταπολίτευσης». Ως προς αυτά τα ειδικά καθήκοντα της ανάλυσης, η έννοια του «μικροαστού» δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Άλλωστε, το ποιός είναι «μικροαστός» και ποιός εργατική τάξη, είναι κάτι το οποίο θα κριθεί ακριβώς με τη μελέτη της ταξικής σύνθεσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, όλα αυτά τα χρόνια στην ιστορική συγκρότησή του, σε συνάρτηση με τη θέση του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό γίγνεσθαι. Η κοινότητα στη μορφή και το περιεχόμενο των κινημάτων τύπου Ιndignados, Αγανακτισμένοι, Occupy Wall Street που αναδύονται χωρίς τη πολιτική παρέμβαση κομμουνιστών, δείχνει πως, αφού το «γινόμενο» είναι κοινό στα ουσιώδη χαρακτηριστικά του, κοινές ενδεχομένως είναι και οι βαθύτερες δομικές διεργασίες, παρά την ποικιλία των ιστορικών συνθηκών εκδήλωσης.

2)    Πρωταρχική Εμφάνιση:

 

α)  Το Όνομα ως νοηματικό σύνορο

  Το σύστημα εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα στα σπλάχνα του ιστορικού Κόσμου μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Το μαρξικό ανάλογο είναι η πρωταρχική εμφάνιση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας, χωρίς να έχουν γίνει ακόμα το εμπόρευμα και η συσσώρευση του κεφαλαίου καθολική κοινωνικοοικονομική σχέση. Ληξιαρχική «πράξη» γέννησης είναι η χάραξη μιας διάκρισης εκείνου που πρωταρχικά εμφανίζεται, έναντι του περιβάλλοντός του.

  Η διάκριση ιδρύει την ίδια τη διάσταση εσωτερικού-εξωτερικού. Εν προκειμένω, οι «Αγανακτισμένοι» ως δίκτυο προκύπτουν μέσα στον κοινωνικοπολιτικό Κόσμο του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματς, σε διάκριση από αυτό το κοινωνικοπολιτικό τους περιβάλλον. Οντολογική συνθήκη της διάκρισης σε σύστημα και περιβάλλον θεωρούμε εδώ το πρόβλημα. Η ρήξη μέσα στην «αμεσότητα» του κοινωνικοπολιτικού Κόσμου έρχεται με την ανάδυση ενός προβλήματος. Η σχέση-πρόβλημα είναι η σχέση μεταξύ των Αγανακτισμένων και του κοινωνικοπολιτικού του περιβάλλοντος, με τους Αγανακτισμένους να συγκροτούνται ως προσπάθεια «επίλυσης» αυτού του προβλήματος. Το «προβληματικό πεδίο» είναι για τον Deleuze ένα πεδίο αντικρουόμενων σχέσεων, δυνάμεων, ροπών, τάσεων, βαθμών εντάσης, του οποίου «επίλυση» είναι η συγκεκριμένη ενεργός ύπαρξη. Σε μια διαλεκτική του οικειοποίηση και από τη σκοπιά ενός δεδομένου συστήματος έναντι του περιβάλλοντος, «πρόβλημα» είναι η αντίφαση εσωτερικού (σύστημα) και εξωτερικού (περιβάλλοντος), τα που αποτελούν δύο διακριτά πεδία ενδεχομενικότητας, με τις δυνατότητές τους να περιορίζονται αμοιβαία και τη συγκεκριμένη ύπαρξη του συστήματος να αποτελεί επιλογή κάποιων ενδεχομένων έναντι άλλων, προς επίλυση του προβλήματος. Όταν η διαφορά του συστήματος σε σχέση με το περιβάλλον οξύνεται στο βαθμό της αντίφασης, θεωρούμε πως είναι τότε η στιγμή που το σύστημα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δομή του, τη συγκεκριμένη ύπαρξή του, ώστε να «επιλύσει» το πρόβλημα με μία νέα μορφή ύπαρξής του.

Έτσι λοιπόν, οι Αγανακτισμένοι γεννιούνται από μια κοινωνική αντίφαση-πρόβλημα που εντοπίζεται «εντός» του κοινωνικού Κόσμου, διακρίνονται από τον περιβάλλοντα Κόσμο ως σύστημα-δίκτυο, και κάθε φορά που η διάκριση-διαφορά τους από το περιβάλλον οξύνεται στο βαθμό της αντίφασης, τότε λέμε πως έχουν να αντιμετωπίσουν, όπως κάθε σύστημα, κάποιο πρόβλημα, το οποίο απαιτεί μια επιλογή μεταξύδιαφορετικών ενδεχομένων, και μια «υλοποίηση» του συστήματος (Αγανακτισμένοι) στις διαφορετικές, κάθε φορά, συνθήκες,

 Στη περίπτωση των Αγανακτισμένων, μια πρώτη διάκριση από ο,τιδήποτε διαδραματίστηκε έξω από τη νοηματική σφαίρα τους, είναι το ίδιο το όνομα. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό. Στους Μάρξ (18 Μπρυμαίρ του Λουβοβίκου Βοναπάρτη, σχετικά με την «ποίηση» των επαναστάσεων, την επανάληψη προτύπων και το όνομα του Ναπολέοντα) και Ένγκελς, και κυρίως ο Λένιν αναφορικά με το όνομα του του κόμματος (στο γνωστό άρθρο του ποιά πρέπει να είναι η ονομασία του κόμματός μας για να είναι επιστημονικά σωστή και να βοηθάει πολιτικά το ξεκαθάρισμα της συνείδησης του προλεταριάτου;), έχουν ήδη τοποθετήσει τη διάσταση αυτή του ονόματος ως διακριτικό σημείο και τρόπο οριοθέτησης του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το απλό γεγονός της πρόσδωσης ενός ονόματος στα πράγματα και τους ανθρώπους, παίζει έναν ανάλογο ρόλο. Δεν υπάρχει ταυτότητα χωρίς όνομα, που χαράσσει τη διάκριση από αυτό που δεν σημαίνει το όνομα. Το όνομα εξυπηρετεί τη νοηματική κλειστότητα ενός συστήματος.

Το όνομα «Αγανακτισμένοι» χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς. Ήδη είναι αποκαλυπτικό του χαρακτήρα του κινήματος και του προβλήματος που θέλει να επιλύσει. Βλέπουμε σε αυτό τα χαρακτηριστικά της πληθυντικότητας και της νομαδικότητας, όπως θα έλεγαν οι D+G και H+N. Οι Αγανακτισμένοι ήταν ένα πλήθος ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων, πρακτικών, κοσμοειδώλων και επιθυμιών. Παρά αυτή τους την ανομοιογένεια, έδρασαν υπό τη σκέπη ενός κοινού ονόματος, ταυτοποιούμενοι ως «Αγανακτισμένοι». Εδώ η αγανάκτηση είναι η κοινή ιδιότητα των ετερογενών, η οποία αναβιβάζεται έτσι σε Ενότητα των Πολλών. Η κοινή αυτή ιδιότητα λειτουργεί σαν «σημείο ισορροπίας» των κοινωνικοοικονομικών, ιδεολογικών και ψυχικών-συναισθηματικών αποκλίσεων και διαφορών έντασης μεταξύ των ετερογενών στοιχείων αυτού του πλήθους. Είναι διαφορετικό να πεις ότι η αντισυστημική «Αγανάκτηση» εκφράστηκε ή ενσαρκώθηκε μέσα σε αυτό το κίνημα, και διαφορετικό να πεις ότι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι βρήκαν σαν κοινή συνισταμένη τους την «αγανάκτηση» τους. Η πρώτη διατύπωση θα έμοιαζε «ουσιοκρατική» και μεταφυσική, ενώ η δεύτερη υλιστική, προϊόν ενός κόσμου «εκκοσμικευμένου». Όπως διαφορετικό είναι να πει κανείς ότι ένα Κομμουνιστικό Κόμμα εκφράζει/ενσαρκώνει το ιδεώδες του Κομμουνισμού και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, και διαφορετικό να πεις ότι το Κόμμα των Κομμουνιστών (πληθυντικός) ή η « Ένωση των Κομμουνιστών» (ακόμη πιο αντιπροσωπευτικό), είναι μια συνάρθρωση διαφορετικών ανθρώπων που κάθε ένας ξεχωριστά πιστεύει στη δυνατότητα του κομμουνισμού, και αυτή η κοινή ιδιότητά τους είναι που τους ενώνει.

Και στη πρώτη όμως περίπτωση, δεν θεωρώ πως πρόκειται άνευ άλλων προϋποθέσεων για «ουσιοκρατία». Προς το παρόν αξίζει να κρατήσουμε μόνο το ότι ο «πληθυντικός» των «Αγανακτισμένων» είναι ήδη δηλωτικός του τρόπου που «από τα κάτω», από την ετερογένεια των πολλών, ανευρίσκεται εκείνο το σημείο ισορροπίας, η κοινή ιδιότητα, η «αγανάκτηση», η οποία αναγορεύεται σε κυρίαρχο γνώρισμα και τελικά επισφραγίζει τη διάκριση του κινήματος αυτού από το περιβάλλον, σαν ξεχωριστή οντότητα.

Άλλο χαρακτηριστικό που έχουν επισημάνει οι D+G πέρα από την πληθυντικότητα-νομαδικότητα-μοριακό χαρακτήρα, είναι η «ρηματικότητα». Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στο όνομα του κινήματος «Οccupy Wall Street”. To ρήμα αντιδιαστέλλεται στις έννοιες του υποκειμένου και του αντικειμένου, εκφράζοντας ένα γίγνεσθαι-Κάτι. Σχετική με αυτό, στο επίπεδο της αναλυτικής παράδοσης, είναι η δουλειά του Quine (.http://en.wikipedia.org/wiki/Willard_Van_Orman_Quine), από τον οποίο εμπνέονται και οι D+G (πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Quine με τον «Πήγασο»). Το «οccupy» είναι μια προτροπή που συνεχώς οφείλεται, έχει μια διάρκεια και δείχνει μια κίνηση. Η κίνηση αυτή σχηματίζει μια εικόνα, η οποία μπορεί κάλλιστα να έχει μια φωτογραφική αποτύπωση. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στους «Αγανακτισμένους». Πρόκειται για ονόματα τα οποία, λόγω ειδικών χαρακτηριστικών τους που αναφέρονται παραπάνω σχηματικά, επιτρέπουν την απεικόνιση. Σε αντίθεση με «αφηρημένα ιδεώδη» όπως κομμουνισμός, καπιταλισμός κλπ, ο Αγανακτισμένος είναι ένας άνθρωπος που ρίχνει μούτζες μπροστά από το Σύνταγμα, ενδεχομένως αναψοκοκκινισμένους. Και το «Οccupy Wall Street» είναι μια κίνηση ανθρώπων προς «κατάληψη» της Wall Street. O ειδικά “υλιστικός» χαρακτήρας των κινημάτων αυτών, επιτρέπει την αποτύπωσή τους σε μεμονωμένες εικόνες ή και σε κολάζ ιδιαίτερων στιγμών (κολάζ προσώπων, ενεργειών, στιγμιότυπα). Εδώ, ένα από τα ελαττώματα της φωτογραφίας (όπως και της λέξης) που είναι η μετωνυμία (το μέρος έναντι του όλου), δεν αποτελεί ελάττωμα, γιατί η «κοινή ιδιότητα» που συνενώνει και χαρακτηρίζει το γενικό νόημα, είναι μια εμπειρική στιγμή, σαφής και πραγματικά εντοπισμένη στο χώρο και το χρόνο, που μπορεί συνεπώς να απαθανατιστεί ως μέρος ή στιγμή, απαθανατίζοντας ταυτόχρονα το  «όλο», έτσι που το κατάλληλο στιγμιότυπο δεν χάνει τίποτα από την «ουσία».

Τέλος, είναι αυτονόητο πως η ίδια η «Αγανάκτηση» ως περιεχόμενο και σημείο ισορροπίας (ή «ελκυστής»), είναι ένα συναίσθημα αρκετά αφηρημένο, όσο αφηρημένη ήταν και η άρνηση τους «Συστήματος» από τους Αγανακτισμένους, ένα συναίσθημα το οποίο δηλώνει απλώς μια εσωτερική διεργασία αλλά και μια απάθεια. Όταν λέμε «έχω αγανακτήσει», αυτό αποτελεί μια δήλωση που περιμένει την απόκριση του συνομιλητή, και δεν αναμένεται απαραίτητα κάποια άλλη ενέργεια από αυτόν που δηλώνει ότι «έχει αγανακτήσει». Είναι χαρακτηριστικό όμως πως κατά τη διάρκεια του «κινήματος» πρότειναν πολλοί τη μετονομασία σε «Αποφασισμένους». Οι «Αποφασισμένοι» εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους και υπονοούν τη δράση (ένας αποφασισμένος που απλώς δηλώνει την αποφασιστικότητά του προετοιμάζει τους συνομιλητές του για μια επόμενη δράση). Η πρόταση αυτή για αλλαγή του ονόματος ήρθε, καθόλου τυχαία, μετά τη πρώτη συνειδητοποίηση ότι απαιτούνται κάποιες συγκεκριμένες δράσεις που πρέπει να έχουν διάρκεια και πυγμή, έναντι του «Συστήματος»-Λεβιάθαν που ορθωνόταν σαν αντίπαλος.

Το όνομα των «Αγανακτισμένων» και κυρίως όσα αυτά σήμαινε στα συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα, είναι ήδη δηλωτικό του προβλήματος που πυροδότηση την ανάδυσή τους. Νομίζω πως το πρόβλημα αυτό ανέκυψε στη διαφορά πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, ή «δημόσιας» και «ιδιωτικής» σφαίρας, για να θυμηθούμε κάποιους όρους που είναι ξεχασμένοι. Αστικό Κράτος (δημόσια αρχή) και κοινοβουλευτικό σύστημα, έναντι «κοινωνίας των ιδιωτών». Από τα παραπάνω γίνεται ήδη αντιληπτός, στη γέννησή του, ο μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας του κινήματος. Η αντιδιαστολή με το κοινοβουλευτικό σύστημα (κατά της Βουλής, στη πλατεία Συντάγματων, και σε άλλες πλατείες σε δημόσιους χώρους) όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, μας προδιαθέτει ήδη για τη δυναμική και τα όρια του κινήματος. Όπως και το όνομα «Αγανακτισμένοι», με τα χαρακτηριστικά της έννοιας της «αγανάκτισης» που αναφέρθηκαν, μας προδιαθέτει για τους τρόπους και τα όρια επίλυσης του «προβλήματος».

           β)  Τα εδαφικά-χωρικά σύνορα και η ιδιαίτερη χρονικότητα

Δεύτερη πηγή «διάκρισης» του συστήματος από το περιβάλλον (η σειρά δεν είναι αξιολογική) είναι η διάκριση στο χώρο. Οι Αγανακτισμένοι ταυτίστηκαν με τη πλατεία Συντάγματος. Ας μην μείνουμε πολύ στους πρόδηλους νοηματικούς συσχετισμούς. Το Σύνταγμα συμβολίζει το κοινοβουλευτικό σύστημα και η αγανάκτηση προς το «πολιτικό σύστημα» και τους βουλευτές στρέφεται κατά της Βουλής, αποτελώντας αφηρημένη άρνηση αλλά και εγκλωβισμό του κινήματος στις επιφανειακές,ορατές συντεταγμένες του αστικού Κράτους, δεν στρέφεται δηλαδή κατά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και δεν ρίχνει το βάρος στους χώρους εργασίας και στη μισθωτή δουλεία. Υπάρχει βέβαια το στοιχείο της «πλατείας» ως χώρου της εκδίπλωσης του κινήματος σε όλη την Ελλάδα, φαινόμενο γνωστό και από ανάλογες εμπειρίες του εξωτερικού. Έχουν δίκιο οι αναλύσεις που αποδίδουν αυτή την έμφαση στις πλατείες στο δημόσιο χαρακτήρα τους. Η «ανακατάληψη των δημοσίων χώρων» είναι πράγματι ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό του σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να αντισταθεί, απέναντι σε αυτό που νιώθει σαν ιδιωτικοποίηση των κερδών και ολιγαρχία των πολιτικών και των τραπεζών. Όλες οι «πλατείες» της Ελλάδας συνοψίζονται στη πλατεία Συντάγματος. Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα, με τις πιο μαζικές συγκεντρώσεις. Η Βουλή είναι ο Ναός του πολιτικού συστήματος, και οι βουλευτές εκφράζουν υποτιθέμενα τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή κυριαρχία «μεταβιβάζεται» στους αντιπροσώπους, εκείνοι όμως λυμαίνονται τα πλούτη και καταχρώνται την εξουσία με τη διαφθορά τους, οδηγώντας μας «ως εδώ», στην ελληνική «κρίση χρέους». Η αρμόζουσα απάντηση λοιπόν φαίνεται να είναι ο Λαός να ζητήσει έμμεσα «Σύνταγμα» όπως στις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος, μια ριζική δηλαδή αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά το χωρισμό σε «άνω» και «κάτω» πλατεία σαν εδαφικό χωρισμό δηλωτικό σημαντικών πολιτικών διεργασιών, θα αναφερθώ στη συνέχεια.

Η ιδιαίτερη χρονικότητα εντός αυτού του πλαισίου-χώρου, σε αυτό το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης-διάκρισης, είναι ετεροπροσδιορισμένη (όπως και ο χώρος-έδαφος) από πολιτικά και ακόμη πιο στενά από νομοθετικά γεγονότων (ψήφιση Μνημονίων, εφαρμοστικών κλπ). Υπάρχει ασφαλώς μια «ιδιαίτερη προτίμηση», οι ώρες και οι ημέρες να μην είναι ώρες και ημέρες εργασίας! Η χρονική πειθαρχία στο Κεφάλαιο δύσκολα θίγεται. Μια Κυριακή με 500.000 κόσμο είναι μια συγκέντρωση που λαμβάνει χώρα έτσι και αλλιώς σε μια μέρα-παρένθεση της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης.

Ωστόσο η εσωτερική ζωή του συστήματος που διακρίθηκε από το περιβάλλον, αποτελεί ήδη μια σχισμή στην οργανική επανάληψη της κεφαλαιοκρατικής, «κανονικής» ζωής, ένα εξαιρετικό γεγονός από άποψη μαζικότητας, χαρακτήρα και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά χρονικά, ξεσπώντας σε μια περίοδο βαθύτατης οικονομικής κρίσης που ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής ζωής του τόπου. Γεννιέται στους κόλπους των «Αγανακτισμένων» και των συμπαθούντων μια ελπίδα, μια υπόσχεση και μια προσδοκία για το μέλλον, που ακριβώς «αντλεί την ποίησή της» από το παρελθόν, από τις «κορυφαίες στιγμές της δημοκρατίας» η οποία μιλά ξανά σε παρόντα χρόνο καθώς «γράφεται ιστορία». Έχουμε εδώ όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας Ιστορικής Στιγμής, μιας τομής, που δεν είναι παρά η εκρηκτική διαφορά μέλλοντος-παρελθόντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά επιτρέπουν οι Αγανακτισμένοι να παραγνωριστούν σαν ένα ρηξιακό, επαναστατικό Συμβάν, που καταφέρεται εναντίον της «χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας», σε συντονισμό με ανάλογες κινήσεις του ευρωπαϊκού Νότου. Το τι είδους «συμβάν» είναι αυτό το πράγματι εξαιρετικό γεγονός, παραμένει στη φάση αυτή αμφιλεγόμενο.

γ) Η διαφορά του συστήματος από το περιβάλλον «επανενσωματώνεται»-το Μέτρο και η Απόκλιση

Η εδαφική, χρονική και νοηματική διάκριση των Αγανακτισμένων στη φάση της πρωταρχικής εμφάνισής τους, σημαίνει τη χάραξη της «διαφοράς», σε αυτά τα επίπεδα, του συστήματος από το περιβάλλον. Ωστόσο, η διαφορά αυτή παραμένει ανεξάλειπτη, και καθιστά εξαρτημένο το νόημα του συστήματος από το μη-νόημα, το περιβάλλον, τις συνθήκες ύπαρξής του. Το σύστημα δεν έχει ακόμα εξασφαλίσει εκείνη τη λειτουργική κλειστότητα, που του επιτρέπει να διαχειρίζεται και να απορροφά τις πιέσεις από το περιβάλλον, ενσωματώνοντας τη διαφορά, που εμφανίζεται ως απειλή, κίνδυνος, φόβος, αγωνία, κ.α. Το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον ασκεί στους «Αγανακτισμένους» πιέσεις επιλογής, πράγμα που σημαίνει πως το πρεσάρισμα από τα ΜΜΕ και την πολιτικοοικονομική κατάσταση (νέα μέτρα, διαρκής πτώση του βιοτικού επιπέδου, προβολή αδιεξόδου της δράσης των πλατειών κλπ), απαιτεί ένα «οργανωτικό προχώρημα». Είναι, όπως είπαμε, η επανεμφάνιση της διαφοράς συστήματος-περιβάλλοντος εν είδει προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί, καθώς οι ιστορικές συνθήκες (νέα πλαίσια σχέσεων μέσα στις οποίες υπάρχει το σύστημα) αλλάζουν.

Μια πρώτη «γραμμή άμυνας» έναντι του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, με σκοπό τη διαφύλαξη του νοηματικού και πρακτικού πυρήνα των Αγανακτισμένων, έχει ήδη τεθεί εξ αρχής «αυθόρμητα». Η ποιοτική διαφοροποίηση του κινήματος (μιλήσαμε για συνάρθρωση ετερογενών στοιχείων) και οι ποσοτικές (με ευρεία έννοια) διαστάσεις του (πληθυσμός-μέγεθος, έκταση, βαθμοί εντάσης, ετερόκλιτες δυνάμεις κ.α-για όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν ειδικές αναφορές), έχουν ισορροπήσει, όπως ήδη ειπώθηκε, πάνω σε μια κοινή μορφική οριοθέτηση και υλική-χωροχρονική «τελεστικότητα βάσης» (πρακτική). Αυτός ο «αυθόρμητος» σχηματισμός μιας ασαφούς και εύθραστης ισορροπίας είναι ο σχηματισμός ενός Μέτρου των ποιοτικών και ποσοτικών διαφοροποιήσεων. Το «Μέτρο» του συστήματος είναι ανάλογο με την «ομοιόσταση». Σε συνάρτηση με αυτό, κάθε εισβολή του εξωτερικού Κόσμου σε μορφή διαφοράς και διαταραχής, μεταφράζεται ως «αμετρία». Μπορούμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε και την έννοια του «ρυθμού», έτσι αντί για αμετρία θα έχουμε «αρρυθμία». Ή ακόμη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια «παράσιτο» ή «θόρυβος», για να χαρακτηρίσουμε εκείνο που προκαλεί διαταραχή στην επικοινωνία μεταξύ των Αγανακτισμένων και στην αναπαραγωγή της. Οι Αγανακτισμένοι εξασφαλίζουν εξ αρχής τη διάκρισή τους από το περιβάλλον τους εναρμονίζοντας τις μοναδικές δράσεις τους σε έναν, επισφαλή σε αυτή τη φάση, χωροχρονικό ρυθμό, στο επίπεδο της πρακτικής. Στο επίπεδο του «νοήματος», διακρίνονται όπως είπαμε ως Αγανακτισμένοι, με συγκεχυμένα ακόμη τα λοιπά χαρακτηριστικά της διάκρισης αυτής. Εξ αρχής πάντως, αγανακτισμένος σημαίνει και ακομμάτιστος («πολιτικοποιημένος αλλά όχι κομματοποιημένος-κομματόσκυλο»), δημοκράτης, κριτικός και αντισυστημικός, λαικός, κ.ο.κ.

Το Μέτρο είναι ποιοτικό ποσόν και ποσοτικό ποιόν (μπορούμε να διακρίνουμε επιμέρους είδη «μέτρων», αλλά εδώ αναφερόμαστε στο κατεξοχήν Μέτρο). Έχει όλες τις παραπάνω διαστάσεις. Το περιβάλλον που δεν είναι σύστημα, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που δεν ανήκει σε αυτό το Μέτρο-Κανόνα των Αγανακτισμένων, αρχικά προσλαμβάνεται σαν «Είναι» που δεν είναι μέτρο και που διαταρράσει τη μετρική σχέση, τη σχέση δηλαδή που συγκεφαλαιώνει όλους τους όρους της πρωταρχικής, πρωτόλειας ύπαρξης. Η διαταραχή αναγνωρίζεται είπαμε ως «αμετρία» ή ως «αρρυθμία» (ή σαν θόρυβος, ανάλογα με τη διάσταση στην οποία θέλουμε να δώσουμε έμφαση). Ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται από το σύστημα. Η απόκλιση αυτή από την ιδεατή τιμή, από τον «κανόνα», είναι σαν κραδασμός που πρέπει να απορροφάται άμεσα.

Έτσι, κάθε κομματικός, κάθε «αντιδημοκρατικός» (εδώ έβαζαν και τους κομμουνιστές βέβαια!), κάθε «μη κανονικός» με γνώμονα το Μέτρο-Κανόνα των Αγανακτισμένων, είναι αποβλητέος, παράσιτο. Ακριβώς για αυτό ανατρέπεται στη πράξη ο μύθος του «ανοιχτού για όλους», κλπ. Βλέπουμε πώς απέβαλλαν οι «Αγανακτισμένοι» κομμάτια του λαού που είχαν κάνει την επιλογή σε αγωνίζονται μέσα από ένα πολιτικό μόρφωμα. «Η δημοκρατία στο απόσπασμα» λοιπόν! Όπως κάθε σύστημα, έτσι και οι Αγανακτισμένοι, αποβάλλουν ό,τι είναι εξωτερικό και διαταρράσει την ισορροπία τους. Διαφορετικά θα έχαναν τα διακριτικά γνωρίσματα αυτής της πρωτοεμφανιζόμενης ύπαρξής τους. Αν έμπαιναν μέσα τα «κομματόσκυλα», οι Αγανακτισμένοι θα γίνονταν κάτι άλλο. Θα έμπαινε πχ ένα πιο σαφές, συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο με τη σειρά του θα απέκλειε κάποιους. Ένα διαφορετικό πεδίο δυνάμεων θα προέκυπτε, και ένα διαφορετικό «modusvivendi» θα γεννιόταν. Θα είχαμε κατάργηση της παλιάς οντότητας και γέννηση κάποιας άλλης, όχι συνέχεια της ανάπτυξης αλλά ασυνέχεια.

Το Μέτρο μετράει τη διαταραχή σαν αμετρία, έτσι η αμετρία αποτελεί συστατική στιγμή της μετρικής σχέσης. Χωρίς τους εχθρούς, δεν υπάρχουν οι φίλοι, ήδη σε αυτό το «ανώριμο» επίπεδο ύπαρξης, χωρίς το αίσθημα της διαταραχής, δεν υπάρχει ισορροπία. Οι πολιτικοιδεολογικοί δεσμοί που ενώνουν τους Αγανακτισμένους δεν υπάρχουν χωρίς μια επιθετική στάση απέναντι σε όσους δεν ανήκουν σε αυτή την «κοινότητα». Φυσικά όλα αυτά δεν έχουνε σχέση με τα των Hart-Negri και Deleuze-Guattari. Βλέπουμε πως κάθε ορισμένη διαφορά επιφέρει μια ταυτότητα και ένα σχετικό «κλείσιμο».

Το Μέτρο έχει ως εσωτερική στιγμή του την αμετρία, η αμετρία επανακάμπει, το Μέτρο την ενσωματώνει ξανά. Μας δίνεται έτσι η εικόνα μιας κυκλικής αναπαραγωγής. Η χωροχρονική (ποιοτική και ποσοτική) μετρική σχέση μοιάζει κυκλική, όπως ακριβώς ένας ρυθμός, αναπαραγωγική. Έχουμε επαναληψιμότητα. Κάθε φορά, ακριβώς επειδή αυτή η επανάληψη δεν είναι εγκεφαλική κατασκευή αλλά πραγματική ιστορική διαδικασία, γεννιέται μια διαφορά και μια διαταραχή, ως έκφραση της σχέσης του περιβάλλοντα Κόσμου και του συστήματος. Η ανα-παραγωγή σε αυτή τη φάση όμως είναι περισσότερο αυτοσυντήρηση, διατήρηση, και όχι συνειδητή παραγωγή.

Αυτό το σημείο είναι κατάλληλο για να γίνει μία ακόμη διευκρίνιση. Το «νόημα» των Αγανακτισμένων που έχει χαραχθεί από τη πρωταρχική διάκρισή τους από το περιβάλλον, δεν είναι ακόμα «νόημα» με την έννοια της αυτοσυνείδησης. Είναι, για να το διατυπώσουμε καλύτερα, μια κοινή «αισθηση πρακτικής» και επικοινωνιακής συνοχής. Η «αίσθηση» είναι αίσθηση ενός εξωτερικού κόσμου και της διάκρισης σε σχέση με αυτόν. Είναι μια κατάσταση τεταμένης διαφοροποίησης, που είναι εν πολλοίς ρευστή και τυχαία. Αυτό συμβαίνει γιατί το σύστημα δεν έχει αρχίσει να αναπτύσσεται πάνω στις δικές του, εσωτερικές διαφορές και αντιφάσεις. Προς το παρόν, ετεροπροσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον του. Όπως οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας διαρθρώνουν ένα πλέγμα σχέσεων το οποίο όμως δεν αυτοκαθορίζεται με αυτοδύναμο τρόπο, αντ’αυτού εξαρτάται πολύ από τις αρχικές συνθήκες ύπαρξής του και τις τυχαίες διακυμάνσεις σε σχέση με το περιβάλλον. Δεν έχουμε ακόμη παραγωγή κεφαλαίου με συστηματικό τρόπο και συνοχή, ως κυρίαρχη-δεσπόζουσα και καθολική παραγωγική δραστηριότητα.

Συνεπώς, όπου παραπάνω αναφερθήκαμε σε «νόημα», πρέπει αυτό να εκληφθεί σαν πρωτόλεια αίσθηση πρακτικής και επικοινωνιακής ιδιαιτερότητας, που σημαίνει και μια αίσθηση των ορίων μεταξύ του «μέσα» και του «έξω». Και αυτό γιατί δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο επίπεδο της «σχέσης με τον εαυτό», που είναι μια μορφή «αυτοσυνείδησης».

3)    Διαμόρφωση

Το Μέτρο, ο κανόνας επανενσωματώνει τη διαφορά σε σχέση με το περιβάλλον ως αμετρία καθορισμένη από αυτό το Μέτρο. Όμως έτσι αφενός η αμετρία, η καθορισμένη διαταραχή εμφανίζεται όχι μόνο ως το αντίθετο του Μέτρου αλλά ως εσωτερική στιγμή του, αφετέρου δημιουργείται ένα φαινόμενο «κυκλικής» επανάληψης του ίδιου συστήματος, παρά τις διαταραχές και τις μεταβολές που προκύπτουν από τη δυναμική σχέση συστήματος-περιβάλλοντος. Aντιδρώντας στις μεταβολές και αναπροσαρμοζόμενο ώστε να διατηρήσει τη μετρική του σχέση, τη δυναμική ισορροπία που εξασφαλίζει τη διάκρισή του από τον έξω Κόσμο, το σύστημα εμφανίζει μια σπερματώδη συνειδητότητα. Αρχίζει να αυτοδιαμορφώνεται ως λειτουργικά, δηλαδή οργανωτικά και δομικά «κλειστό» (σχετικά κλειστό, αφού παραμένει ανοιχτό προς το περιβάλλον του, ανοιχτό σε ενέργεια-κυρίως ανθρώπινους πόρους, και πληροφορία). Αρχίζει επίσης να αναστοχάζεται πάνω στα αποτελέσματα των αποφάσεών του, κατά τη διαδικασία λήψης νέων αποφάσεων.

Το σύστημα αρχίζει να αυτό-διαμορφώνεται, στηριζόμενο πάνω στις δικές του διαφορές και αντιφάσεις. Περνάμε στο επίπεδο της διαμόρφωσης, δηλαδή της οργάνωσης και των ουσιαστικών διεργασιών. Η απλή διάκριση από το περιβάλλον και η πρωτόλεια, εμβρυακή ύπαρξη, που έχει μια ορισμένη σταθερότητα αλλά ασαφή όρια και μεγάλη ρευστότητα, πια δεν αρκεί. Έτσι περνάμε από το «modus vivendi» στο «modus operandi».

Σε αυτό το επίπεδο, οι «Αγανακτισμένοι» δομούν με συνειδητό τρόπο το ιδιαίτερο νόημά τους. Το νόημα εδώ έχει την έννοια μιας «αυτοσυνείδησης», ενός αυτοκαθορισμού που έχει ανάγκη όμως τον ετεροκαθορισμό, την ετερότητα. Η ετερότητα είναι εσωτερική στιγμή της δόμησης της ταυτότητας και όχι «έξω» από αυτή. Αρχίζουν να συγκεκριμενοποιούνται τα διακριτικά γνωρίσματα και να οργανώνονται συνειδητά σε ένα σώμα ιδεών και δράσεων.

Το σημείο τομή για τους Αγανακτισμένους και το πέρασμα από τη πρωταρχική εμφάνιση στη διαμόρφωση είναι η ίδρυση διαδικασιών απόφασης.  Αναφέρομαι στις «θεματικές» συνελέσεις (προσυνελεύσεις) σε μορφή σχημάτων-πυρήνων, οι οποίες προετοιμάζουν το έδαφος για τη γενική συνέλευση (οι πρώτες γίνονταν στο Σύνταγμα κατά τις 7 η ώρα, η δεύτερη το βράδυ, περίπου στις 9). Εδώ αρχίζει η περίφημη «αυτοοργάνωση». Τα όρια, εδαφικα και νοηματικά, γίνονται συνειδητά, προιόν συλλογικών αποφάσεων. Υπάρχει διαφοροποίηση ανά τομείς (θεματικές συζητήσεων/πολιτικός, οικονομικός, εκπαιδευτικός τομέας-τομεακή διαφοροποίηση)και στοιχειώδης λειτουργική διαφοροποίηση, με ανάθεση κάποιων ρόλων (συντονιστές, και διάφορες ομάδες πρώτων βοηθειών, ομάδα νομικής βοήθειας κ.α) . Το νόημα παράγεται ως αναστοχασμός-αναλογισμός του συστήματος, νομιμοποιείται μέσα από διαδικασίες, απομονώνεται όσο απομονώνεται, από αυτό πού δεν έχει νόημα για το σύστημα. Οι διαδικασίες απόφασεις αποκρυσταλλώνουν μια δική τους ιστορία, και κάθε επόμενη απόφαση λαμβάνεται στη βάση κάποιων ιστορικών κεκτημένων. Κάθε στιγμή της συνειδητής παραγωγής του νοήματος ενσωματώνει την «παρελθούσα εργασία» παραγωγής αποφάσεων του συστήματος (εν είδει ιστορικού «κεκτημένου» ή «νομολογιακού προηγούμενου», χωρίς αυστηρότητα και αναγκαστική εφαρμογή λόγω της μορφής δικτύου) αλλά και ανοίγεται στο μέλλον με τη σύγκρουση και συνύφανση προσδοκιών για το μέλλον. Δημιουργούνται επικοινωνιακές μορφές-σχέσεις των παραγωγικών δυνάμεων (βασικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων), για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του Μάρξ της Γερμανικής Ιδεολογίας, όταν ακόμη χρησιμοποιούσε τον όρο επικοινωνιακές μορφές αντί του όρου «σχέσεις παραγωγής». Η σχέση ταυτότητας και ετερότητας διαμορφώνεται σε ένα πεδίο σύγκλισης και απόκλισης δυνάμεων, εντάσεων και διαμορφούμενων ιδιοτήτων, έτσι ώστε αναδύονται κάποιες υπερβατολογικές αρχές συγκρότησης ομοιότητας/κοινότητας με γνώμονα το ιδεατό περιεχόμενο των «Αγανακτισμένων», σε μία κλίμακα βαθμίδων ομοιότητας (άρα και ανομοιότητας), που έχει τελικό, εσωτερικό όριο το ανόμοιο, το εξωτερικό. Τελικά, ανεξάρτητα από τα υπερβατολογικά κριτήρια, που μπορεί να είναι πολλά (κομματικότητα, «δημοκρατικές» ιδέες, δόγμα της μη βίας, προσωπική στάση και τρόπος συμπεριφοράς , υπευθυνότητα κλπ, διάφορα δηλαδή κριτήρια που ενεργοποιούνται στις προσυνελεύσεις και στις συνελεύσεις), υπάρχει πάντοτε μια γενική πόλωση σε «καλούς» και «κακούς», αντίστοιχους ή αναντίστοιχους με το «Πνεύμα» των Αγανακτισμένων, με την ιδεατή «προσωπικότητά» τους. Μια διάκριση φίλων και εχθρών σε συνειδητό πια επίπεδο, και τελικά μια διάζευξη συμβατικού και αποκλίνοντος (κανονικό και παθολογικό, καλό και κακό, κ.ο.κ) στην οποία μεταφράζεται κάθε δράση και κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια των «Αγανακτισμένων».

Ωστόσο, οι Αγανακτισμένοι δεν είναι ένα σύστημα με τη κυριολεκτική σημασία του όρου. Είναι ένα δίκτυο χαλαρών σχέσεων, με υψηλό βαθμό ανομοιογένειας, μεγάλη ανοχή στη «διαφορετικότητα», από τη στιγμή που η διαφορετικότητα αναγορεύεται σε αυταξία, μεγάλο δυναμικό ενδεχομενικότητας (πολλά μπορούν να γίνουν, πολλές διαπροσωπικές σχέσεις να συναφθούν, υπάρχει το «αυθόρμητο» και το «απρόοπτο», πολλές δυνατότητες μένουν ανοιχτές, πολλές δυνητικότητες μπορούν να ενεργοποιηθούν). Τα όρια στα δίκτυα είναι εξ ορισμού ασαφή, και όταν μιλάμε για οργανώσεις ανθρώπων, αυτό σημαίνει κυρίαρχα πως δεν υπάρχουν «μέλη» με θεσπισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάπτυξη στη βαθμίδα ενός δυαδικού, οργανωτικά, συστήματος, που θα μεταφράζει δηλαδή κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα στη χωροεπικράτειά του και θα το ταξινομεί σε συμβατό (με το νόημα) και αποκλίνον, εφαρμόζοντας κυρωτικές διαδικασίες προς αντιστοίχηση ιδεατότητας-πραγματικότητας.

Ωστόσο, και αυτές οι διαφορές και η διαφορετικότητα βρίσκουν το όριό τους στην απαγόρευση των κομμάτων, της κομμουνιστικής ιδεολογίας, και στην απαγόρευση ακόμη και της αμυντικής βίας. Επομένως κάθε διαφορετικό μας προϊδεάζει για το ταυτό, και τελικά έχουμε πράγματι, με έναν ευρύ και συγκεχυμένο τρόπο, μια δυαδική συγκρότηση σε «καλό» και «κακό», σε «αληθές» και «ψευδές» σε σχέση με το υπερβατικό Νόημα. Ωστόσο, μιας και οι Αγανακτισμένοι δεν συγκροτούνται σαν κανονικό σύστημα αλλά σαν οιωνεί σύστημα-δίκτυο, δεν υπάρχουν μέλη, διαδικασίες και κυρώσεις, ώστε να εφαρμοστούν αναγκαστικά οι αποφάσεις ταξινόμησης στο «θετικό» και το «αρνητικό» μητρώο του συστήματος. Άρα τα υπερβατολογικά κριτήρια ταξινόμησης είναι συγκεχυμένα, πολλαπλά, και παρμένα από διαφορετικούς «εξωτερικούς» κώδικες (ηθικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, οικονομικές κλπ αντιλήψεις), χωρίς να υπάρχει κάποια σοβαρή «συστηματοποίηση» των κριτηρών με τρόπο αυστηρό από τους Αγανακτισμένους (κάτι τέτοιο θα ήταν, για παράδειγμα, ένας καταστατικός χάρτης, όπως συμβαίνει στα πολιτικά μορφώματα-χωρίς αυτό να σημαίνει αυτομάτως ότι εξαλείφεται ο δικτυακός χαρακτήρας, αφού πρέπει να συντρέχουν και άλλες προυποθέσεις).

Επαφίεται λοιπόν η «εφαρμογή» του νοήματος στη προαίρεση των συμμετεχόντων, και δεν μπορούμε να πούμε πως πρόκειται καν για «εφαρμογή». Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη «ομοψυχίας» σε σχέση με τον αυστηρό και αναγκαστικό αποκλεισμό των κομματικών στελεχών,αφού ανάμεσα στους Αγανακτισμένους είναι και μέλη πολιτικών χώρων, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι δεν θα προέβαλλαν αντίρρηση στην ανοιχτή συμμετοχή πολιτικών χώρων. Ωστόσο με διαφορά η πλειοψηφική τάση λέει «έξω τα κόμματα». Επίσης υπήρξαν συνελεύσεις που μίλησαν άνθρωποι ρητά από τη σκοπιά της ιδεολογίας τους (αντικαπιταλιστικής-κομμουνιστικής) χωρίς να αποδοκιμαστούν (συνέβη και στην Αθήνα ορισμένες φορές, αλλά κυρίως συνέβη σε άλλες πόλεις), ενώ σε άλλες συνελεύσεις οι φέροντας ρητά την πολιτική/«κομματική» ιδεολογία τους αποδοκιμάστηκαν, στο πνεύμα της άρνησης οποιασδήποτε «ιδεολογίας» ως κάτι μιαρό και «παρωχημένο». Ωστόσο κάποιοι επέμειναν και κατάφεραν τελικά να κατοχυρώσουν την παρουσία τους, ακριβώς λόγω του σχετικά χαλαρού, «δικτυακού» χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των Αγαναχτισμένων.

Η οργάνωση των Αγανακτισμένων με διαδικασίες ψηφοφορίας και αποφάσεις, έστω και σε υποτυπώδη μορφή, διασαφηνίζει το χαρακτήρα τους, προσδιορίζει τα όριά τους, και συγκροτεί μια ορισμένη μήτρα παραγωγικών δυνατοτήτων. Η διαδικασία της διαμόρφωσης είναι το ζωντανό γίγνεσθαι της ταυτότητας και της ετερότητας, ή καλύτερα μια ζωντανή διαδικασία μορφο-ποίησης και υλο-ποίησης, που διαθέτει «πλαστικότητα» (στο βαθμό που μιλάμε για ένα σύστημα-δίκτυο). Η ουσία μιας οντότητας είναι η οργάνωσή της ως το αφηρημένο σχεδίασμα των ουσιαστικών της παραγωγικών σχέσεων. Διαμορφώνεται έτσι ένα πλεόνασμα χαρακτηριστικής για το σύστημα δυνητικότητας (αυτό που οι D+G καλούν virtuality), το οποίο ενεργοποιείται, «υλοποιείται» (χωρίς να εξαντλείται) μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες . Αυτό το δυνητικό προσεγγίζεται μόνο με την εξέταση των εκδηλώσεών του, δηλαδή μόνο με τη σύγκριση των ιστορικών ενεργοποιήσεων. Είναι μια αφαίρεση που εξάγεται από το εμπειρικό, όμως «πραγματική», όπως πραγματική αφαίρεση είναι η «αξία» σύμφωνα με τον Μάρξ ως αφηρημένη κοινωνικά αναγκαία εργασία, ως αφηρημένος κοινωνικός παραγωγικός δεσμός. Δεν είναι τυχαίο πως οι D+G παραλληλίζουν τη μαρξική «αξία» με το δυνητικό-το οργανωτικό αφηρημένο διάγραμμα, η δυνητικότητα και η «αξία» είναι εξίσου πραγματικές με τις ενεργοποιήσεις τους. Η ουσία πρέπει να φαίνεται, η ουσία είναι έμφανίση-ύπαρξη αλλά η εμφάνιση δεν ανάγεται στην ουσία, που όπως είπαμε (για τη «δυνητικότητα») πλεονάζει και μπορεί να σημαίνει ποικιλότροπες εμφανίσεις-υπάρξεις, ανάλογα με τις χωροχρονικές συνθήκες ρεαλιστικοποίησης («εξατομίκευσης») της οντότητας. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι πρωτόγνωρες συνθήκες μπορούν να σημαίνουν την ανάδυση νέων ιδιοτήτων της οντότητας, που δεν είχαν φανεί προηγουμένως (βλ. για παράδειγμα, τη στάση των Αγανακτισμένων σε συνθήκες κρατικής καταστολής, που υπερέβη πολλές φορές το ταμπού της «μη βίας»).

Αυτό το «δυνητικό», παρά τη διαμόρφωσή του μέσα σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, υποθέτουμε πως σε μεγάλο βαθμό υπήρξε «κοινό» σε όλα τα συναφή κινήματα τύπου «Πλήθους» και «Πλατειών», κάνοντας σύγκριση των εμφανίσεων-ενεργοποιήσεων. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια μεταφυσική πραγματικότητα, αλλά στο γεγονός πως, παρά τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες σε ποικίλες γωνίες του πλανήτη, κοινή συνθήκη και περιβάλλον εκκόλαψης όλων αυτών των κινημάτων είναι η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, με τη προιούσα, άγουσα τάση «πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο Κεφάλαιο».

Όπως έλεγε ο Μπερξόν, όσο πιο διαφορετικές είναι οι «αποκλίνουσες γραμμές ενεργοποίησης», τόσο πιο εντυπωσιακή είναι η αντιστοιχία με το ταυτό δυνητικό. Έτσι, όσο πιο διαφορετικές είναι οι συνθήκες των ενεργοποιήσεων στη γενεαλογία των σύγχρονων «αυθόρμητων», όπως λέμε, κινημάτων, τόσο πιο εντυπωσιακή είναι η ομοιότητά τους σε κοινά, ουσιώδη γνωρίσματα. Βλέπουμε από την Αμερική και το Σιάτλ πριν αρκετά χρόνια, στην Ισπανία και την Ελλάδα, πάλι πίσω στη Wall Street και σε μικροεξεγέρσεις παντού σε όλο το πλανήτη, κοινές πολιτικοιδεολογικές και οργανωτικές ιδιότητες. Πραγματοποιείται στα αλήθεια αυτό που ο Μάρξ είδε ως «ενοποίηση της ανθρωπότητας» από την κεφαλαιοκρατία, εν τούτοις αντιφατικά, λόγω της ανειρήνευτης ταξικής αντίθεσης αλλά και λόγω της πολύ σημαντικής, ακόμη, διάκρισης «Δυτικού» και «Ανατολικού» Κόσμου, με τις πολύ διαφορετικές πολιτισμικές θεμελιώσεις.

Επιστρέφοντας σε ένα προηγούμενο σημείο, μπορούμε να δούμε τη διάκριση σε «πάνω» και «κάτω» Πλατεία στο Σύνταγμα, σαν ένα ξέσπασμα των εσωτερικών διαφορών και εντάσεων, ακριβώς στη δυαδική μορφή με την οποία μας προετοίμασε προηγουμένως η διάκριση συμβατικού και αποκλίνοντος, αληθούς και ψευδούς. Η διάσπαση αυτή εκτόνωσε μια κατάσταση στην οποία η ανισορροπία είχε επέλθει, λόγω της «σχιζοφρενικής» δομής του «αντιφατικού μορφώματος», όπως ονομάστηκε, των Αγανακτισμένων. Θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό.

4)    Ωριμότητα

Θεωρώ πως η ίδια η ιστορική πορεία των πραγμάτων μας έδειξε πως οι Αγανακτισμένοι δεν φτάσαν στο σημείο να αναπτύξουν, ως πολιτικοιδεολογικό ρεύμα (πράγμα που ίσως οι ίδιοι θα το αρνούνταν!), μια «ώριμη πολιτική προσωπικότητα», δρώντας τελικά σαν υποκείμενο. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι εφικτό μόνο με τη μετάβαση από το οιωνεί σύστημα στο σύστημα, πράγμα που ισοδυναμεί με τη μετάβαση από την αυθόρμητη κινηματική διαδικασία, με τις υποτυπώδεις μορφές οργάνωσης, στη συνειδητή, πολιτική οργάνωση των υποτελών, εν προκειμένω της εργατικής τάξης του σήμερα. Αντί για αυτό, ο εκφυλισμός των Αγανακτισμένων, σημαδεύτηκε από την άγρια καταστολή, την οποία δεν είχαν τα πολιτικά και ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά εφόδια να αντιμετωπίσουν. Ο εκφυλισμός των Αγανακτισμένων ήταν συνέπεια του διεσπαρμένου και πολυτασικού νοήματος που θέλησαν να διατηρήσουν, το οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις πιέσεις του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα τη διάλυση. Το νόημα αυτό, όπως θα δούμε, έχει συστημική διάσταση, και δεν χάθηκε. Η ώριμη έκφραση του κινήματος των Αγανακτισμένων μπορεί να μη πραγματοποιήθηκε με την πολιτική και οργανωτική αυτοσυγκρότηση των ιδίων, ωστόσο πραγματοποιήθηκε μέσα από τους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς φορείς του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής. Γιατί αντικειμενικά, αν αφαιρέσουμε όσους επέστρεψαν στα «κόμματα εξουσίας της μεταπολίτευσης» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, το δυναμικό των αγανακτισμένων καρπώθηκαν, στην «καλύτερή» του εκδοχή, οι δυνάμεις του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, και στη «χειρότερη», οι φασιστικές δυνάμεις της Χρυσής Αυγής. Μένει να δούμε όμως και πια ήταν αυτή η καλύτερη εκδοχή.

Η παραπάνω εξέλιξη έγινε φανερό πως είναι η πιο πιθανή ήδη κατά τη διάρκεια διαμόρφωσης των Αγανακτισμένων, αφού αυτές οι δύο πολιτικές τάσεις ήταν εκείνες που κυριάρχησαν σε επίπεδο ιδεολογίας και πολιτικών αιτημάτων, πριν από τη διάλυση. Η τεράστια άνοδος του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής, προέκυψε ταυτόχρονα μετά το κίνημα των Αγανακτισμένων και σαν αποκρυστάλλωση του νοήματος που διαμορφώθηκε στην ελληνική κοινωνία, από εκείνες τις ημέρες-τομή (που τερματίστηκαν με την ωμή κρατική καταστολή) και έπειτα. Φυσικά, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η ευρύτερη συγκυρία και το βάθεμα της κεφαλαιοκρατικής «πολεμικού» τύπου αναδιάρθρωσης στη χώρα μας. Ωστόσο, νομίζω πως είναι αναντίρρητο ότι οι παραπάνω πολιτικές δυνάμεις ήταν αυτές που ωφελήθηκαν από τον αντίκτυπο των Αγανακτισμένων στην ελληνική κοινωνία (δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιες άλλες, δεδομένης και της στασιμότητας-πτώσης των Ανεξάρτητων Ελλήνων).

Ας φύγουμε όμως τώρα από την αναφορά στους Αγανακτισμένους στη σχετική αυτοτέλειά τους, και ας τους τοποθετήσουμε μέσα στο (ελληνικό) κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

Οι Αγανακτισμένοι ως ομοίωμα του κεφαλαιοκρατικού νοήματος

 

α) Χαρτογράφηση στον αφηρημένο χώρο του αστικού συστήματος

Ας δούμε τώρα που μπορούμε να τοποθετήσουμε τους «Αγανακτισμένους» μέσα στο κεφαλαιο-κρατικό σύστημα. Τα κεφαλαιοκρατικά συστήματα δεν είναι δίκτυα. Είναι αναπτυγμένα συστήματα κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με Κράτος, με ανεπτυγμένο τομεακό και λειτουργικό καταμερισμό εργασίας, και μάλιστα υποδουλωτικό, από όπου πηγάζει και η ταξική αντίθεση. Υπάρχουν νόμοι, όργανα καταστολής, μια ορισμένη χωροεπικράτεια ως πεδίο εφαρμογής της αστικής-κρατικής ισχύος, σύνορα σε σχέση με τον έξω κόσμο, τόσο εδαφικά όσο και νοηματικά-ιδεολογικά-πολιτισμικά. Τα κρατικά κεφαλαιοκρατικά συστήματα δρουν στο διεθνές προσκήνιο σαν «υποκείμενα», αναγνωρίζοντας το ένα το άλλο (θεσμός της αναγνώρισης, που θυμίζει πολύ την εγελιανή αναγνώριση), συνάπτοντας συμβάσεις μεταξύ τους και εκπροσωπούμενα ως σχετικά αυτόνομες ενότητες από αντιπροσώπους. Τα κεφαλαιο-κρατικά συστήματα αναπτύσσουν πολύ περισσότερο από τα «δίκτυα» αποκλειστικές διαζεύξεις-δυαδικότητες, ώστε να ταξινομούν ταχύτατα κάθε γεγονός και πληροφορία στο «θετικό» ή το «αρνητικό» μητρώο, όπως ειπώθηκε προηγουμένως.

Δυαδικότητες υπάρχουν σε κάθε ανεπτυγμένο υποσύστημα (οικονομικό, νομικό κλπ). Το να χαρακτηρίζουμε ένα κοινωνικό σύστημα ως «κεφαλαιοκρατικό» δηλώνει πως το οικονομικό σύστημα (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και παραγωγή κεφαλαίου) επιβάλλει, ως το ισχυρότερο «μέρος», την αναπτυξιακή του λογική του στο «όλο», χωρίς να σημαίνει πως το κοινωνικό σύστημα ανάγεται στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Τα αίτια αυτής της υπεροχής (καθολική ανταλλαξιμότητα του χρήματος, ανάγκη εξασφάλισης από τους ανθρώπους των αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή τους), δεν μας απασχολούν εδώ.

Μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι δυαδικότητες όλων των υποσυστημάτων, στη γλώσσα του μαρξισμού συγκεφαλαιώνονται σε μια κεντρική, ταξική αντίθεση. Η πολλαπλότητα θέσεων στον καταμερισμό της κοινωνικής παραγωγής στα διάφορα υποσυστήματα πολώνεται, σε τελική ανάλυση, σε δύο στρατόπεδα. Όπως είπαμε, στο βαθμό που το σύστημα είναι κεφαλαιο-κρατικό, η πλέον θεμελιακή στιγμή του ταξικού διχασμού εντοπίζεται στο οικονομικό υποσύστημα (η αντίθεση κεφάλαιο-μισθωτή εργασία)

Στο επίπεδο του κεφαλαιοκρατικού συστήματος θα μπορούσαμε, εξαιρετικά απλουστευτικά, να εκφράσουμε τη δυαδικότητα αυτή με όρους πάλι ενός θετικού και ενός αρνητικού πόλου, σε μια διάζευξη μεταξύ των γεγονότων εντός του πεδίου του συστήματος που είναι συμβατά με το σύστημα, και αυτών που αποτελούν διαταραχές για το σύστημα. Έτσι διαμορφώνεται και το γνωστό δίπολο των «συστημικών» και των «αντισυστημικών» πολιτικοιδεολογικών δυνάμεων.

Αν θα θέλαμε λοιπόν να «χαρτογραφήσουμε» όχι στο πραγματικό αλλά στον αφηρημένο, «γεωμετρικό» χώρο του συστήματος, την τοποθέτηση των Αγανακτισμένων, πιστεύω πως αυτή θα ήταν αρχικά στο μεταίχμιο συστημικότητας-αντισυστημικότητας. Αυτό σημαίνει πως οι Αγανακτισμένοι σημαδεύτηκαν από τις πρώτες εκδηλώσεις τους με μια θεμελιώδη αμφισημία. Η αντιφατική τους δομή ήταν μια μικρογραφία των διαφόρων αντικρουόμενων τάσεων της ελληνικής κοινωνίας, περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική, πάντως αρκετά αντιπροσωπευτική ώστε να μας δώσει ένα αντιφατικό μόρφωμα.

Το όνομα της αντίφασης στη «μη διαλεκτική» ορολογία των D+G, είναι η σχιζοφρένεια. Μια σχιζοφρενική δομή, με παρατακτική σύνδεση των γνωρισμάτων της, και…και…και…Μπορούμε να δούμε καθαρά πως μια «σχιζοφρενική» διάσταση χαρακτήρισε όλη τη δράση των Αγανακτισμένων. Και αντισυστημικοί, και κατά της βίας, ακόμη και της αντισυστημικής! Και «αμεσοδημοκράτες», και χωρίς να αμφισβητούν θεμελιακά αξιώματα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αγανακτισμένοι με το πολιτικό σύστημα, αλλά ζητώντας κιόλας από τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς μεταρρυθμίσεις και κάθαρση! Και ένα σωρό άλλα παραδείγματα, που μπορούν να αναζητηθούν στις αλλοπρόσαλλες, αν προσπαθήσει κανείς να της αναδομήσει σαν μια οργανική ενότητα, αποφάσεις των συνελεύσεων στη Πλατεία Συντάγματος.

Ακριβώς αυτή η θραύση «κάθε» πάγιας ταυτότητας, και η «απελευθέρωση» όλων των διαφορών σε ένα ρευστό μείγμα «δυνητικοτήτων», θα ήταν για τους D+G και είναι για τους H-N εγγύηση της φυγής των Αγανακτισμένων και του Πλήθους από τις εγκλειστικές ταυτότητες και διαζεύξεις που επιβάλλει το Κράτος, διασπώντας την συν-ύπαρξη και συμπόρευση όσων θέλουν να αντισταθούν. Αυτό προϋποθέτει ένα σχήμα κοινωνικής οντολογίας, που θέλει το Κράτος να ισοδυναμεί με την επιβολή της Ταυτότητας και την αναπαράσταση της ζωής-επιθυμίας σε αποστεωμένες, διαχειρίσιμες κρατικές φόρμουλες. Από αυτή τη κρατική απορρόφηση και στεγανοποίηση ωστόσο, σύμφωνα με την παραπάνω αφήγηση «πλεονάζει» η επιθυμία ή η «γενική διάνοια» που δεν υπάγεται στο νόμο της αξίας και δημιουργεί κοινότητες «αυτοαξιοποίησης» της κοινωνικής νόησης, χωρίς να είναι αναγκαία η μεσολάβηση του (παρασιτικού) Αυτοκρατορικού μηχανισμού (H-N). Έτσι, πολύ απλά, κάθε κοινωνικό κίνημα που διακρίνεται από τα θεωρούμενα ως αντικρατικά χαρακτηριστικά (πληθυντικότητα, ροή, αυτοοργάνωση, απελευθέρωση της επιθυμίας, μοριακότητα και ρήξη με ρατσιστικές, εθνοφυλετικές κλπ αντιλήψεις, αποεμπορευματοποίηση και ανακατάληψη δημοσίων χώρων, ελευθερογνωμία και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές, άρνηση κάθε θεολογίας και συνειδητοποίηση μιας ανοιχτής ενδεχομενικότητας, κλπ κλπ), θεωρείται αυτοστιγμεί κάτι «εκτός» ή κινούμενο «εκτός» του κρατικά συγκροτημένου συστήματος. Περιττό να πούμε πως δεν διαφέρει πάρα πολύ, ως προς όλα αυτά, η καστοριαδική αντίληψη της σχέσης θεσμισμένης (θεσμοί/αλλοτρίωση) και θεσμίζουσας κοινωνίας (μια αντίθεση θα μπορούσαμε να πούμε, νεκρού-ζωντανού),όπως και άλλες έννοιες της καστοριαδικής κοσμοαντίληψης. Άλλωστε, τόσο οι καστοριαδικές όσο και οι νεοντελεζιανές (NegriHart) ιδέες βρήκαν σε καιρούς Aγανακτισμένων μεγάλη απήχηση στη χώρα μας.

Αν αλλάξουμε όμως το ερμηνευτικό σχήμα-μοντέλο μέσα από το οποίο «διαβάζουμε» την κοινωνική πραγματικότητα, αλλάζει και το τελικό συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξουμε. Έτσι, υιοθετώντας μια διαλεκτική δυαδικότητα θετικού και αρνητικού μητρώου του συστήματος, μπορούμε να τοποθετήσουμε τους Αγανακτισμένους στη «ζώνη αδιαφορίας», όπως θα έλεγε ο G.Agamben, στο σημείο ασάφειας μεταξύ των δύο πόλων, σαν αντιφατικό μόρφωμα που μοιάζει να περικλείει εσωτερικά τόσο τη «συστημικότητα» όσο και την «αντισυστημικότητα».

Παρέκβαση στην έννοια του «μικροαστού»

Ακριβώς η παραπάνω περιγραφή μας θυμίζει, στα μαρξιστικά συμφραζόμενα, τον «μικροαστό». Άλλωστε, οι Αγανακτισμένοι χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μαρξιστές αναλυτές στη χώρα μας, «μικροαστικό» κίνημα. Τι είναι όμως ο μικροαστός;

Θρυλείται ότι μικροαστός καλείται «αντικειμενικά» αυτός που έχει μικρή ιδιοκτησία. Κάτι τέτοιο δεν αληθεύει. Εκτός αν ο χαρακτηρισμός των Αγανακτισμένων ως μικροαστών συνοδεύτηκε από αναλυτική καταγραφή των περιουσιακών τους στοιχείων (αλίμονο). Όχι λοιπόν, μικροαστικό αυτό το κίνημα χαρακτηρίζεται λόγω του έντονα συστημικού-«μικροαστικού» χαρακτήρα του. Επειδή δηλαδή εξ αρχής έφερε τη σφραγίδα της κυρίαρχη ιδεολογίας, με όλα τα χαρακτηριστικά (αντικομματικότητα, τέλος των ιδεολογιών κλπ) τα οποία αναφέρθηκαν. Ακριβώς ο μικροαστός δεν είναι βασικά, όπως έχει καθιερωθεί, αυτός που έχει μικρή ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά κάτι σαν ο μέσος όρος της κοινωνικής συνείδησης και πρακτικής, ο μέσος ανθρωπολογικός τύπος. Ο μικροαστός για τον μαρξισμό πατάει «σε δύο βάρκες», από τη μία στην ιδιωτική του ιδιοκτησία (πράγμα που τον φέρνει, υποτίθεται, από μόνο του ενάντια στην εργατική τάξη), από την άλλη επειδή σε καιρούς κρίσης οι μικροαστοί «προλεταριοποιούνται» απότομα, είναι δυνάμει σύμμαχα στρώματα της εργατικής τάξης. Ήδη σε αυτή τη κλασική διαπίστωση εκφράζεται η αντίφαση ως τέτοια.

Μικροαστός είναι αυτός που δεν ανήκει ούτε στην αστική, ούτε στην εργατική τάξη. Ωστόσο αποτελεί μέλος του κεφαλαιοκρατικού παραγωγικού συστήματος. Αυτό το ούτε-ούτε, αφήνει σαν «υπόλειμμα» την εικόνα ενός γενικού ανθρωπολογικού τύπου, ενός ανθρώπινου «εν γένει» που υπερβαίνει τόσο το αστικό όσο και το εργατικό πρόσημο. Το ούτε αστική, ούτε εργατική τάξη, μοιάζει παραδόξως με το και αστική-και εργατική τάξη. Το και-και, δίνει κάτι που πλεονάζει των δύο πόλων, και είναι η αφηρημένη τους ταυτότητα, το ανθρώπινο εν γένει. Το ούτε-ούτε, δείχνει κάτι που υπολείπεται και των δύο πόλων, και είναι η αφηρημένη ετερότητα που μοιάζει κάτι απολύτως «εκτός» του διπόλου. Και αυτό, ξανά, είναι ο «άνθρωπος εν γένει», «εκτός» ή «πέραν» των διακρίσεων αστός-εργάτης.

Με άλλα λόγια, ο «μικροαστός» και τα μεσαία στρώματα είναι η εσωτερική διαφορά αστικής-εργατικής τάξης. Είναι η ζώνη α-διαφορίας μεταξύ των δύο πόλων. Είναι η αντίφασή των πόλων «ως τέτοια», η θεμελιώδης ασάφεια μιας πραγματικότητας που δεν καταχωρείται ούτε στο ένα μητρώο, ούτε στο άλλο. Εξ’ου και η αντιφατικότητα τόσο του «μικροαστικού χαρακτήρα» (πατάει σε δύο βάρκες), αλλά και του κινήματος των Αγανακτισμένων. Για αυτό και στη περιγραφή του «μικροαστού» από εκείνους που χρησιμοποιούν τον όρο ως αιχμή της ανάλυσής τους, αναγνωρίζουμε κάποια χαρακτηριστικά «μέσου όρου» που απαντώνται, λίγο έως πολύ, σε «κάθε άνθρωπο» της σημερινής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.

Κάθε «αυθόρμητη» αντίδραση, τόσο του κάθε «μέσου πολίτη» όσο και ενός ολόκληρου κοινωνικού ρεύματος ή κινήματος, είναι ήδη διαμεσολαβημένη από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Όπως συμβαίνει και στη διαλεκτική, η «αμεσότητα», εδώ το «αυθόρμητο», είναι προιόν μιας συστημικής διαμεσολάβησης, την οποία οφείλει κανείς να την αναγνωρίσει, ξεδιπλώνοντας τον μίτο του, εν προκειμένω, πολιτικού «αυθόρμητου» μέχρι τις βαθμίδες πολιτικής συνειδητοποίησής του. Όσο βαθαίνει αυτή η διαδικασία, τόσο η θετικότητα του «αυθόρμητου» αποκαλύπτει τις μύχιες τάσεις και αντιτάσεις, την πολικοκοινωνική πολυσημία και, σε τελική ανάλυση, την αντιφατικότητα της ταξικής κοινωνικής οργάνωσης μέχρι τη διάζευξη επανάστασης-αντεπανάστασης, σε συνθήκες δομικής κεφαλαιοκρατικής κρίσης.

Το ομοίωμα

Η φόρμουλα «και Α, και μη Α», ή «ούτε Α ούτε μη-Α», είναι μια φόρμουλα που υπαινίσσεται κάτι που υπερβαίνει το νόημα της δυαδικότητας. Σε αυτή την αδυναμία καταχώρισης από την διαλεκτική/κρατική αναπαραστατική σκέψη, που λειτουργεί με όρους άσπρο-μαύρο, D+G και οι επίγονοι βλέπουν αυτό που πραγματικά βρίσκεται «εκτός» του κρατικού συστήματος. Ωστόσο, από διαλεκτική σκοπιά, μάλλον αυτό το και-και/ούτε-ούτε, και πιο αντιπροσωπευτικά η οπτική του και-και, είναι αυτό το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο βρίσκεται στη καρδιά του συστήματος. Ο μικροαστός (και τα «μεσαία στρώματα») για τον μαρξισμό δεν είναι αυτός που υπερβαίνει τη ταξική σχέση, επειδή δεν ανήκει ούτε στην αστική ούτε στην εργατική τάξη, αλλά είναι αυτός ο «κοινός παρονομαστής» των δύο τάξεων. Είναι αυτό που καμιά φορά λένε (ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη), πως τα μεσαία στρώματα είναι η «ραχοκοκαλιά» του συστήματος.

Ο Deleuze γράφει πως την πρόταση Α και μη Α, μπορεί να τη δει κανείς από δύο σκοπιές. Ως «ταυτότητα της ταυτότητας και της ετερότητας», στο εγελιανό (κατά τον Deleuze) μοτίβο, όπου ο σύνδεσμος «και» δείχνει την ταυτότητα των δύο όρων. H άλλη οπτική είναι να δει κανείς το σύνδεσμο «και» σαν κάτι που δηλώνει όχι τη ταυτότητα των όρων Α, μη Α, αλλά το χάσμα, την άβυσσο, την εσωτερική διαφορά τους. Αυτό το χάσμα και η άβυσσος μοιάζει με μια πύλη που ανοίγει μία «τρίτη» διάσταση, έξω από τη δυαδική πολικότητα. Αυτή η εσωτερική διαφορά, που είναι και ο ένας και ο άλλος πόλος, καταδεικνύει μια αντικρατική, σχιζοφρενική δομή που δεν εγκλείεται σε κρατικές, υπεραπλουστευτικές και αποκλειστικές διαζεύξεις, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Αυτή η «εσωτερική διαφορά» είναι το ομοίωμα. Το ομοίωμα το οποίο δεν είναι ούτε αλήθεια ούτε ψεύδος, δεν καταγράφεται ούτε στο θετικό μητρώο, σε σχέση με κάποιο πρότυπο, ούτε στο αρνητικό μητρώο, ως  άρνηση του προτύπου αυτού. Αναφέρεται εσωτερικά και αντιστοιχεί σε κάτι που βρίσκεται σε ένα «βάθος» απρόσιτο, χωρίς να «μοιάζει σε αυτό», υπαινισσόμενο «αόρατες» και αβυθομέτρητες διαστάσεις. Καταργεί την ίδια τη διάκριση πρωτότυπου-αντίγραφου, βρίσκεται πέρα από την αλήθεια και το ψεύδος.

Ωστόσο, μπορούμε να πούμε πως το ομοίωμα, μην όντας ούτε το θετικό ούτε το αρνητικό, μας δίνει σε καθαρή μορφή μια αναφορά στην απόλυτη ταυτότητα των δύο (ή στην απόλυτη ετερότητα των δύο, όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, που είναι η ίδια μια απόλυτη ταυτότητα για τον εαυτό της). Έτσι ο μικροαστός, αλλά και οι Αγανακτισμένοι, αποτελούν ομοίωμα του κεφαλαιοκρατικού συστημικού νοήματος, στην πιο καθαρή του ιστορική μορφή, αφού μας δείχνουν όχι τον αστικό ούτε τον εργατικό τρόπο σκέψης και δράσης, αλλά το οριακό σημείο τομής των δύο, το σημείο τεταμένης ισορροπίας και το ελάχιστο λειτουργικό «κύτταρο» της ζωής του κεφαλαιοκρατικούσώματος.

Οι Αγανακτισμένοι δηλαδή (και τα συγγενή τους κινήματα), ως ομοίωμα του Κεφαλαιοκρατικού Νοήματος, μας δείξανε σε καθαρή μορφή αυτό το Νόημα που συνέχει όλα τα λειτουργικά στοιχεία του συστήματος και διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του, τη συγκεκριμένη ιστορική Εποχή. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό τον ημι-πυρήνα νοήματος, όπως εξατομικεύεται σε κάθε έναν λιγότερο ή περισσότερο, «ιδεολόγημα», ιδεολογική πρακτική, και στη πρακτική-τελεστική του διάσταση, habitus (παραβλέπω εδώ τελείως την έννοια της ιδεολογίας από τη σκοπιά της αληθούς ή ψευδούς συνείδησης)

Έτσι εξηγούνται και διακηρύξεις του τύπου «είμαστε το 99%». Αυτό είναι αλήθεια. Το 99% του «πλήθους» των σημερινών κεφαλαιοκρατικών συστημάτων,  φέρει πλήρως τη κυρίαρχη ιδεολογία ή αλλιώς ο κάθε ένας από αυτό το 99% ενσαρκώνει το Κεφαλαιοκρατικό Νόημα, αποτελεί εξατομίκευση αυτού και μία από τις πολλές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες το ίδιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα αντικρίζει τον εαυτό του.

Συμβαίνει όμως το εξής παράδοξο. Το σύστημα δεν μπορεί να αναγνωρίζει το ομοίωμά του. Υπάρχει ασάφεια, το ομοίωμα είναι θεμελιακά ασαφές, ένα «αντιφατικό μόρφωμα» όπως ειπώθηκε, σχιζοφρενικό, στο μεταίχμιο αλήθειας και ψεύδους. Το κυρίαρχο νόημα του συστήματος εκπροσωπεί, σαν υπερβατική οντότητα (σαν να ήταν σε ένα μετα-συστημικό επίπεδο), το αστικό Κράτος. Το αστικό Κράτος διαφυλάσσει την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, χρησιμοποιώντας, σε οριακές περιπτώσεις, άγρια καταστολή. Το Κράτος δεν ανέχεται την αντιφατικότητα εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το πώς συνυπάρχουν αντικρουόμενες τάσεις ταυτόχρονα, και θέλει να εξασφαλίζει την υπαγωγή και την «ορθολογική», μη αντιφατική διάταξη των στοιχείων του.

Έτσι λοιπόν, το αστικό Κράτος κλήθηκε να «ταξινομήσει» το γεγονός των Αγανακτισμένων. Λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα του κινήματος, αυτό το γεγονός δεν μπορούσε εύκολα να καταχωρηθεί ούτε στο θετικό ούτε στο αρνητικό μητρώο του συστήματος. Αυτό έγινε φανερό από την αμήχανη στάση των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους και κυρίως των ΜΜΕ, απέναντι στους Αγανακτισμένους. Το αστικό κράτος παρακολουθούσε για καιρό τους αγανακτισμένους προσπαθώντας να αποσαφηνίσει το χαρακτήρα τους, να διαλύσει την ασάφειά τους, και να τους πολώσει είτε στο ένα ημισφαίριο, αυτό των συμβατών με το σύστημα γεγονότων, είτε στο άλλο, αυτό των «αντισυστημικών» γεγονότων-διαταραχών, ώστε να ξεμπερδεύει μαζί του.

Εν τούτοις η δράση των Αγανακτισμένων δεν προσφερόταν για καμία άμεση καταχώριση. Από τη μία, άκακοι και ειρηνιστές διαδηλωτές, εμποτισμένοι κυρίαρχα ιδεολογήματα. Από την άλλοι, μια πυρηνική βόμβα που κανείς δεν ήξερε αν θα εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες, ένας μαζικότατος όγκος πληττόμενων από την οικονομική κρίση, που προκαλούσε αρκετούς τριγμούς στην ομαλή εφαρμογή των Μνημονίων και της αντιλαϊκής πολιτικής της Ε.Ε κυρίως λόγω της αβεβαιότητας της εξέλιξής του (‘’ποια θα ήταν η αντίδραση των Αγανακτισμένων, με ακόμη σκληρότερα μέτρα; ποια θα ήταν η αντίδρασή τους αν κατάφεραν να πάρουν εργατική στροφή;’’ ίσως σκέφτονταν οι αστοί), κερδίζοντας ευρεία λαική νομιμοποίηση.

Στο νομικό σύστημα, όταν κάτι δεν μπορεί να καταχωρηθεί ευχερώς ως νόμιμο ή ως παράνομο, επεμβαίνουν οι «γενικές αρχές του δικαίου», όπως η αρχή της αναλογικότητας, και η «δίκαιη κρίση» του δικαστή. Φυσικά αυτές οι «αρχές» είναι αξιωματικές, δηλαδή μια μεταφυσική του δικαίου (ωστόσο πάντοτε τα αξιώματα αυτά έχουν ιστορικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε). Τότε φαίνεται σε καθαρή μορφή ο αξιωματικός και «κατασκευασμένος» χαρακτήρας της συνοχής του συστήματος.

Έτσι και στη προκειμένη περίπτωση, το αστικό Κράτος, μετά από μία μακρά διαδικασία αναγνώρισης, αφού δεν υπήρχε προηγούμενη «μνήμη», επενέβη τελικά, εν είδει θεοδικίας, αποσαφηνίζοντας το κίνημα των Αγανακτισμένων. Κλιμάκωσε τις απαγορεύσεις (βλ. περιστολή του «ζωτικού χώρου» των Αγανακτισμένων στη Πλατεία Συντάγματος) και τελικά κατέστειλε με βία το πλήθος, δείχνοντας ακριβώς τον ωμό, αξιωματικό, μεταφυσικό χαρακτήρα της κρατικής-αστικής κυριαρχίας.

Είναι η στιγμή που η θεωρία του Πουλαντζά για το Κράτος ως συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών καταρρέει. Είναι η στιγμή που το Κράτος προβάλλει, καθαρότερα από ποτέ, σαν όργανο, σαν πράγμα, σαν εργαλείο της άρχουσας τάξης.

Η επέμβαση του «κυρίαρχου» πάνω στην ασάφεια δεν είναι επέμβαση ενός προσώπου, με την έννοια του κυρίαρχου και της κατάστασης εξαίρεσης του Σμιθ. Επεμβαίνει το σύστημα μέσω των φορέων του, για να διατηρηθεί η συνοχή του συστήματος. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε, η επέμβαση αυτή έχει μεταφυσικό, αξιωματικό χαρακτήρα, είναι μια κρατική υπερισχύς που πλεονάζει έναντι των στοιχείων του συστήματος, σε ένα βαθμό που είναι αδύνατο να καταμετρηθεί. Ακριβώς αυτή η ξόφθαλμη, ωμή κρατική αυθαιρεσία, είναι η στιγμή που το Κράτος και συνολικά το σύστημα μπορεί θεμελιακά να αμφισβητηθεί. Ένα αξίωμα το δέχεται κανείς ή όχι. Η κρατική καταστολή εναντίον των Αγανακτισμένων, όπως και άλλες καταστάσεις τα τελευταία χρόνια, έδειξε πως η αστική εξουσία στηρίζεται σε μεταφυσικά, αυθαίρετα θεμέλια, και αυτό είναι το πρώτο βήμα της ανατροπής. Το κομμουνιστικό υποκείμενο οφείλει να παρακολουθήσει όλη αυτή τη διαδικασία, σκοπεύοντας ακριβώς στην αποκάλυψη αυτής της μεταφυσικής, αυθαίρετης θεμελίωσης του συστήματος». Η αποκάλυψη αυτή είναι αποκάλυψη του μηδενός, της αβύσσου, της ωμότητας. Ο βασιλιάς, κάτω από τα ρούχα του, είναι γυμνός. Όσο η κρατική βία, τις στιγμές αυτές, είναι στυγνή και ανομιμοποίητη σε βαθμό παράνοιας, άλλο τόσο το αίμα του τεράστιου όγκου των διαδηλωτών αυτές τις στιγμές παραείναι κόκκινο και παραείναι δημόσιο για να γίνουν όλα αυτά αντικείμενο αποτελεσματικής επικοινωνιακής διαχείρισης.

Για να καταλάβουμε την αποκαλυπτικότητα, μέσα στην α-διαφορία, της «μέσης τιμής», μπορούμε να σκεφτούμε, συμπληρωματικά, το «κέντρο» του πολιτικού φάσματος, που ανοίγεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Το «κέντρο» δεν είναι «πέραν» του πολιτικού συστήματος, επειδή δεν είναι «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά».

Αντιθέτως, το πολιτικό «κέντρο», πάνω στην οριζόντια διάταξη που θέτει το ίδιο το πολιτικό σύστημα, είναι ομοίωμα του πολιτικού συστήματος, με την έννοια της πλέον αντιπροσωπευτικής εικόνας του αστικού πολιτικού συστήματος . Ας σκεφτούμε σήμερα το πολιτικό «κέντρο». Δεν υπάρχουν πια «δυνάμεις του κέντρου». Η ασάφεια του κέντρου έχει διαλυθεί, κάθε πολιτική δύναμη έχει αποσαφηνιστεί και έχει ακροβολιστεί, στα «αριστερά» ή στα «δεξιά». Ή αλλιώς, αν σώνει και καλά εντοπίζαμε ένα «κέντρο», αυτό θα ήταν ήδη «δεξιά». Προοπτικά, είναι πολύ πιθανό να μην νοείται καν αριστερά και δεξιά, αφού θα ανακάμψει το ριζικό δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Το νόημα της κεφαλαιοκρατίας σήμερα είναι στο πυρήνα του η απόλυτη, άμετρη, αυθαίρετη ταξική καταπίεση, τα ακροδεξιά μαχαίρια, το μίσος κατά των κομμουνιστών, με τον αντίθετο πόλο, τους κομμουνιστές, τις δυνατότητες χειραφέτησης της ανθρωπότητας, την ανθρωπιά και τη κοινωνική αλληλεγγύη, να ποδοπατιούνται όλο και περισσότερο.

Το ίδιο φαίνεται και στον «κοινό νου». Είναι «μέση τιμή», και άρα πιστή εικόνα του κεφαλαιοκρατικού νοήματος. Για αυτό ο κοινός νους είναι μια «συγκεχυμένη κοσμοαντίληψη». Η περιγραφή της «κοινής γνώμης» από τον Χέγκελ, στη παράγραφο 317 της «Φιλοσοφίας του Δικαίου», είναι εκπληκτική. Η κοινή γνώμη έχει μέσα της την αλήθεια και το απύθμενο ψέμα, και οι περιγραφές του Χέγκελ είναι απολύτως σύστοιχες με την ιδέα του «ομοιώματος».

Μπορούμε, συμπερασματικά, να πούμε ότι υπήρξε μια στιγμή που το κίνημα των Αγανακτισμένων ξεπέρασε το «μικροαστικό» του χαρακτήρα. Ήταν η στιγμή που ο μαζικός όγκος διαδηλωτών συγκρούστηκε μαζικά με τη κρατική πολύτροπη καταστολή και τον αστικό Νόμο. Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν απλώς σύγκρουση «σώμα με σώμα», δεν θέλω να φετιχοποιήσω το στοιχείο αυτό. Ήταν και σύγκρουση πολιτικοιδεολογική, στο βαθμό που δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες και τα όρια των «Αγανακτισμένων». Στη σύγκρουση αυτή, ο εργαζόμενος λαός ηττήθηκε κατά κράτος. Σμπαραλιάστηκε από τη κρατικοπολιτική δύναμη της αστικής τάξης και όλους της τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.

Το κίνημα των Αγανακτισμένων, όπως και πολλά αντίστοιχα της τυπολογίας του «Πλήθους», έθεσαν πολλά προβλήματα προς επίλυση στην κομμουνιστική Αριστερά. Έδειξαν σε ποια κατάσταση βρίσκεται η συνείδηση του εργαζόμενου λαού, σε περιόδους επιταχυμένης «πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο Κεφάλαιο». Έθεσαν το ζήτημα του ποιά πρέπει να είναι η οργανωτική και γενικότερα πολιτική μορφή της κομμουνιστικής αριστεράς, ώστε να μπορεί να παρέμβει σε τέτοια κινήματα. Πώς θα μπορούσαν τα αντικαπιταλιστικά-κομμουνιστικά μορφώματα να αποκτήσουν την ικανότητα να είναι ευέλικτα, από-συναρμολογούμενα οργανωτικά όταν η περίσταση το επιτάσσει και χωρίς να χάνουν την πολιτική και νοηματική τους συνοχή, και παράλληλα να επανασυναρμολογούνται τις στιγμές που πρέπει να αντιμετωπίσουν, με σκληρούς όρους πολιτικοιδεολογικής ισχύος, τους φορείς και τα όργανα του κεφαλαιο-κρατικού συστήματος. Με ποιό τρόπο θα γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε ένα μετακαπιταλιστικό Ιδεώδες και στη πραγματική κοινωνική, ιστορική κίνηση. Με ποιά μέσα, πρακτικές και επιχειρήματα μπορεί μια πολιτική να ξεριζώσει τα αστικά αξιώματα τη στιγμή της αποκάλυψής τους, δηλαδή τη στιγμή της καθαρής γύμνιας τους.

Όταν δεν τίθενται αυτά τα ερωτήματα σήμερα, με επιτακτική απαίτηση την απάντησή τους, τότε ίσως πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Κάρλ Μάρξ: Το Κεφάλαιο, 3 τόμοι, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Kάρλ Μάρξ: Grundrisse, 3 τόμοι, εκδόσεις Στοχαστής

Κάρλ Μάρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση

Κάρλ Μάρξ: Γερμανική Ιδεολογία, 2 τόμοι, εκδόσεις Gutenberg

B.I.Λένιν: Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Β.Ι.Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Άπαντα, τόμος 29, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

B.I.Λένιν: Τι να Κάνουμε, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Α.Νέγκρι- Μ. Χαρντ: Η Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta

Niklas Luhmann: Law as a Social System, Οxford University Press,

Niklas Luhmann, Ecological communication, The University of Chicago Press

Giorgio Agamben: Βεβηλώσεις, εκδόσεις Άγρα

HellmutWillke: Eισαγωγή στη Συστημική Θεωρία, εκδόσεις Κριτική

Γκέοργκ Χέγκελ: Η Επιστήμη της Λογικής, εκδόσεις «Δωδώνη» (πρόκειται για τη λεγόμενη «Μικρή Λογική»

Γκέοργκ Χέγκελ: Η διδασκαλία περί της Ουσίας, από Επιστήμη της Λογικής [«Μεγάλη Λογική»]-Πρώτος Τόμος, Δεύτερο Βιβλίο, εκδόσεις Δωδώνη

Γκέοργκ Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη

Β.Α.Βαζιούλιν: Η Λογική της Ιστορίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

V.A.Vazioulin: Die Logic des Kapitals von Karl Marx

G.Deleuze-F.Guattari: Anti-Oedipus-capitalism and schizofrenia, University of Minnesota Press

G.Deleuze-F.Guattari: A thousand plateaus-capitalism and schizophrenia, University of Minnesota Press

G.Deleuze: The Logic of Sense, the Athlone Press

G.Deleuze: Difference and Repetion, the Athlone Press

Κορνήλιος Καστοριάδης: Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, εκδόσεις Κέδρος

Ζαν Μπωντριγιάρ: Η Καταναλωτική Κοινωνία, εκδόσεις Νησίδες

Φρέντρικ Τζέιμσον:Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του Ύστερου Καπιταλισμού, εκδόσεις Νεφέλη

 

 

31 Σχόλια to “Οι Αγανακτισμένοι: Κίνημα ανατροπής ή κίνημα-έμβλημα μιας ολόκληρης αστικής Εποχής;”

  1. πρόσδοση* ονόματος

    Το κείμενο δεν έχει αξιώσεις αναλυτικής-λεπτομερειακής κριτικής στις θεωρίες του »Πλήθους», ωστόσο θα ήθελα να συμβάλλει κάπως στην οριοθέτηση όσων οριοθετούνται από τις αφηγήσεις αυτές. Για να γίνει αυτό αποτελεσματικά, πιστεύω πως πρέπει να παραδεχτεί κανείς τη δύναμή τους στο να περιγράφουν, έστω με όχι κριτικό τρόπο, σύγχρονα κινηματικά φαινόμενα. Οι »Αγανακτισμένοι» μοιάζουν να ξεπηδούν από τις σελίδες των Negri-Hardt, με ό,τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτό.

  2. Αγανακτισμένος Says:

    Ωραία διεύρυνση ρε παιδιά με τον …Ονειρμό τον ξερόλα!!! Κρίμα, η προσπάθειά σας φαινόταν πιο σοβαρή αρχικά.

  3. Φίλε τι συνέβει με το ιστολόγιό σου; Δε πρόλαβα να παρακολουθήσω το τελευταίο καιρό.

    • @εκετετις

      Φίλε το έκλεισα, αδιάφορο το γιατί. Αν έχω τίποτα που θεωρώ σημαντικό θα το στέλνω στη λέσχη.

      • Ονειρμέ έχει να κάνει με την τελευταία διένεξη που είχες;

      • Καλά έκανες αφού ήθελες να το κλείσεις. Νομίζω ότι -αν δε βαριέσαι- θα ήταν πολύ βοηθητικό να υπάρχει κάπου εκείνο το αρχείο. Θυμάμαι αρκετές φορές τον εαυτό μου να επιστρέφω σε άρθρα σου. Ξέρεις άλλο το να ξεκινάμε από το μηδέν κι άλλο το να πιάνουμε το νήμα από εκεί που το άφησε κάποιος άλλος. Να εκμεταλλευτούμε λίγο και την υπεραξία 🙂 . Οπότε θα σου πρότεινα είτε να το αφήσεις ανοιχτό, είτε να φτιάξεις εδώ μια ενότητα με τα παλιά ποστς.

  4. @ Ονειρμός
    Σεβαστή απόφαση, αλλά τι θα γίνει με τα κείμενα που είχες γράψει; Γιατί, αν επιτρέπεται, δεν το αφήνεις ανοιχτό α λα RD?

    • @all

      Όποιος θέλει μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου σε mail έχω κρατήσει κάποια κείμενα που μπορώ να τα στείλω. Δεν αποθήκευσα ολόκληρο το blog, οπότε κράτησα κάποια κείμενα που θεώρησα πιο σημαντικά. Ευχαριστώ

      • Δεν ξέρω αν το είδες, αλλά άφησα το mail μου σε σχόλιο στο Κιναίσθησις. Όποτε μπορέσεις στείλε τίποτα

  5. @ονειρμος που θα μπορουσα να βρω το email σου?παρακολουθουσα καιρο το blog και θα ηθελα να ανατρεξω σε καποια κειμενα που κατα καιρους δημοσιευσες… ευχαριστω

  6. Η αλήθεια είναι ότι το Κίνημα Αγανακτισμένων ξεκινάει από την αποτυχία της Σοβιετικής ένωσης, που απέτυχε γιατί βασίστηκε στη δικτατορία του προλεταριάτου και και στη δήθεν Δημοκρατία του ενός κόμματος χωρίς διαλεκτική, βασισμένη σε μία τάξη ανθρώπων, ενώ η Αληθινή Δημοκρατία βασίζεται σε όλες τις τάξεις. Και από την αποτυχία της Κεφαλαιοκρατικής Δημοκρατίας που βασίστηκε στους πλούσιους και στην διεθνή τοκογλυφία τους. Θέλει την αληθινή Ιδανική Δημοκρατία, όλων των πολιτών, με ελευθερία, ένωση όλων, και δικαιοσύνη του Θεού, ισότητας και αγάπης όλων και ελέγχου του πλούτου ώστε να πηγαίνει σε καλούς μισθούς και συντάξεις όλων. Γενικά αλληλοβοήθεια όλων. Ιδανική Δημοκρατία, λοιπόν !

  7. @Νίκος Αργυρόπουλος

    Απλά με αυτό που λες, ξεχνάς ότι μπορεί η αταξική κοινωνία να βασίζεται σε όλους, αλλά από σήμερα και μέχρι τότε δεν πρόκειται να αγωνιστούν όλα τα κοινωνικά στρώματα για αυτό, παρά τα πιο καταπιεσμένα, και κατά τη γνώμη μου, η εργατική τάξη πρώτη και κύρια.
    Με άλλα λόγια, αν περιμένουμε όλους να χτίσουν την ΄΄Ιδανική Δημοκρατία», φανταζόμαστε ότι σε αυτό το χτίσιμο δεν πρόκειται να αντιδράσει κανείς. Και όμως, το καθεστώς χρησιμοποιεί ασύλληπτη βία για ήσσονος σημασίας απειλές προς αυτό.
    Η κοινωνία χωρίζεται, δυστυχώς, σε τελική ανάλυση στα δύο, και το άλμα προς την αταξική κοινωνία σημαίνει την υπέρβαση ή την αναίρεση αυτού του Δύο. Όλα τα άλλα μπορούμε να τα ευχόμαστε με ρομαντισμό και καλές προθέσεις (και πράγματι τα κάνουμε τέτοια όνειρα). Αλλά σήμερα υπάρχει μια τάξη που ασκεί βία πάνω στην άλλη.

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Τελικώς δεν καθορίσαμε τί είναι η εργατική τάξη! Αν ο μικροαστός είναι ο ανθρωπολογικός τύπος του καπιταλισμού, ποιός είναι λοιπόν ο εργάτης; Ο μικροαστός που ανένηψε και κατέστη κομμουνιστής;
      Στην πραγματικότητα, ουδείς διαφωνεί ότι η κοινωνία χωρίζεται στα δύο, ειδικά σήμερα: το ερώτημα είναι τί πρεσβεύει ἡ κάθε πλευρά. Ὁ Καστοριάδης κατήγγειλε την ετερονομία των επαναστατικών ιδεωδών που επιδιώκουν την επιστροφή σε μία καταγωγική τάξη. Αλλά και σύ, Ονειρμέ, ο αντι-καστοριαδικός, δεν επέκρινες σε κείμενο του κατηργημένου σου ιστολογίου την τακτική του να οραματιζόμαστε το επαναστατικό μέλλον βάσει εξιδανικεύσεων του παρελθόντος; Ή μήπως δεν προσιδιάζει το κομμουνιστικό ιδεώδες σε εξιδανικευμένες πρωτόγονες κοινότητες, ή το σοβιετικό μοντέλο στον ασιατικό τρόπο παραγωγής (Ο Στάλιν που το συνειδητοποίησε απαγόρευσε την αναφορά στην ανατολική δεσποτεία ήδη από τό 1930);
      Τα σημερινά κινήματα «αντιφάσκουν», διότι προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι νέο (π.χ. να στοχαστούν μία κοινωνία αλληλοβοήθειας και ταυτόχρονα ατομικής ιδιοκτησίας – ακόμη και των μέσων παραγωγής [φαίνεται αδιανόητο, έ;]), περιοριζομένα και από την καθεστηκυία καπιταλιστική τάξη (order και class) και από τα, εν ευρεία εννοία, παλαιοκομμουνιστικά προτάγματα.
      Σύ ο ίδιος αποπειράσαι να ισορροπήσης ανάμεσα στα δύο: ενώ διακηρύττεις διαπρυσίως την λενινιστική πίστη σου στην αναγκαιότητα (sic) μιάς στιβαρής, πολιτικής εργατικής-κομμουνιστικής οργάνωσης, μετά μιλάς για συναρμολόγηση και απο-συναρμολόγηση και για Ένωση των Κομμουνιστών (σέ τί διαφερεί πράγματι -όντας σημασιολογικώς και συντακτικώς ίδια- από την Ένωση των Εγωϊστών του Max Stirner;). Εκτός κι άν την υποστηρίζεις ως μέσο για να έλθουν οι μάζες στον ίσιο δρόμο, οπότε θα σού απαντήσει ο Baudrillard: «Τί παράλογο να ισχυρίζεται κανείς ότι οι άνθρωποι είναι «ἀλλοι» και να προσπαθεί να τούς πείσει ότι ο πιο διακαής τους πόθος είναι να ξαναγίνουν «ο εαυτός τους»» (ή κάπως έτσι, παραθέτω από μνήμης εκ του «Καθρέφτη της Παραγωγής»).
      Ονειρμέ, διακρίνεσαι από μικροαστικές αντιφάσεις: αυτό δεν είναι ούτε εκπληκτικό ούτε όμως και μεμπτό.
      Τούτες τις μέρες όλοι είμαστε μικροαστοί.

  8. @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

    Μιλάς αρκετά αόριστα για να σου απαντήσω. Δεν ζητάω ένα λενινιστικό Κόμμα μεταφερμένο μηχανικά στο σήμερα όπως ήταν τότε. Η »πίστη» μου είναι όμως πως χρειάζεται τα πρωτοπόρα κομμάτια να έχουμε μια πολιτική οργάνωση, όπως επίσης και ότι η ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται »αυθόρμητα», γιατί αυθόρμητα αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτό δεν σημαίνει πως το έχω ληγμένο όσον αφορά τις διαδικασίες και τον τρόπο λειτουργίας που πρέπει να έχει το Κόμμα. Πιστεύω όμως ότι είναι αναγκαία η οργανωτική στιβαρότητα και ισχύς. Αυτό με οριοθετεί από το »πλήθος» και την χειραφετητική αυτοσυνειδητοποίηση χωρίς παρέμβαση πολιτικού φορέα.
    Δεν βλέπω καμιά αντίφαση σε όλα αυτά.
    Το θέμα οργάνωσης και διαδικασιών δεν βλέπω να απασχολεί κανέναν σοβαρά, δυστυχώς. Ίσως γιατί πολλοί το αντιμετωπίζουν σαν »διοικητικό» μέτρο, ενώ η »ουσία» δεν είναι το »διοικητικό», αλλά το »πολιτικό».
    Δεύτερο θέμα, αναπόφευκτη είναι η εξιδανίκευση και μονοσήμαντα ποτέ δεν την έχω επικρίνει. Το θέμα είναι τί εξιδανικεύουμε και με ποιόν τρόπο, πράγμα αυτονόητο. Αυτό που λες για ασιατικό τρόπο παραγωγής το έχω γράψει και έχω εξηγήσει το γιατί στο κείμενο »μορφές που προηγούνται της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα χαρακτήριζα έτσι την ΕΣΣΔ. Σε μια άλλη ανάρτηση έλεγα πως το μέλλον αρνείται το παρόν, και το άλλο που αρνείται το παρόν είναι το παρελθόν, οπότε το μέλλον αναγκαστικά »μιμείται» το παρελθόν.
    Η »αντίφαση» που μου καταλογίζεις είναι η ίδια που υπάρχει στον Μάρξ όταν μιλά για ποίηση του μέλλοντος αλλά ταυτόχρονα μιλά για την »προτυποποίηση» επαναστάσεων του παρελθόντος. Παραδοσιακά, κάθε μπάντα έδινε έμφαση στη μία και την άλλη πλευρά.
    Αλλά πολύ απλά, η απλή εξιδανίκευση είναι λάθος, όπως και το κόψιμο κάθε δεσμού με το παρελθόν (έτσι είναι αδύνατο να οραματιστεί κανείς το μέλλον).

    Πιστεύεις ότι το Ένωση »Εγωιστών» είναι το ίδιο με το Ένωση »Κομμουνιστών»; Θα σου απαντήσω εγώ: όχι. Οπότε τα του Stirner και τα Εγώ=Εγώ σε αποφασιοκράτες Γαλλοτραφείς.

    Για τον μικροαστό: εξηγώ τί εννοώ στο κείμενο. Κάτι ακόμα: δεν συμφωνούν όλοι ότι η κοινωνία χωρίζεται στα δύο (θες να σου πω μερικές δεκάδες πασίγνωστους τύπους που το αμφισβητούν;)

    Το επιχείρημα δεν είναι πως ο εργάτης ΔΕΝ μετέχει του ανθρωπολογικού τύπου του καπιταλισμού, όλοι μετέχουν λίγο ως πολύ, για αυτό όλοι είμαστε λίγο ως πολύ »μικροαστοί». Αλλά για να »μαρκάρουμε» τον εργάτη μας ενδιαφέρουν τα παραγωγικά »άκρα», όπως και για να μαρκάρουμε τον »μεσαίο χώρο» στην κλίμακα της κοινωνικής παραγωγής.

    • »πως χρειάζεται τα πρωτοπόρα κομμάτια να έχουμε μια πολιτική οργάνωση, όπως επίσης και ότι η ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται ”αυθόρμητα”****

      τα πρωτοπόρα κομμάτια να έχουνε*

  9. @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

    Για Καστοριάδη και Μπωντριγιάρ, ελπίζω οι αναγνώστες να κατάλαβαν ότι τους έχω βάλει στη βιβλιογραφία, γιατί με τα συγκεκριμένα βιβλία τους περιγράφουν πολύ καλά το »πνεύμα» της εποχής και των Αγανακτισμένων.
    Αυτό που δεν έχω καταλάβει, ο Καστοριάδης κατακρίνει καθόλου την ετερονομία της άντλησης προτύπων και εξιδανικεύσεων από την αρχαία Αθήνα;;;

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Κρατώ ότι δεν το έχεις λήξει για το οργανωτικό ζήτημα, και θεωρώ έντιμη την στάση σου.

      Γιατί δεν αποσαφηνίζουμε λίγο τις λέξεις; Προσωπικά, μού αρέσει ιδιαιτέρως η ιδέα ενός (απο)συναρμολογούμενου μορφώματος, αλλά κάτι τέτοιο σίγουρα δεν ταιριάζει σε έναν οργανωμένο, στιβαρό, ισχυρό πολιτικό φορέα, όπως τουλάχιστον γίνεται σήμερα αντιληπτός. Ο τελευταίος (το «Κόμμα») είναι μία δομή που προσιδιάζει μορφολογικά στο Κράτος, και εν πάση περιπτώσει τοποθετείται πάντα έναντι του Κράτους. Συ μάλιστα ισχυρίζεσαι ότι τέτοια οργάνωση πρέπει να έχουν τα πρωτοπόρα κομμάτια (όχι λοιπόν και οι σύμμαχοι;). Οπότε τί υποστηρίζεις; Κάποιοι πρωτοπόροι οργανώνονται όπως οι σύγχρονοι εκμεταλλευτές, και εμφυσούν αντι-κυρίαρχη ιδεολογία στους σημερινούς καταπιεζομένους. Και οι οποίοι πρωτοπόροι είναι η εργατική τάξη, που όμως κι αυτή είναι λίγο μικροαστική, αλλά επισημαίνεται από τα παραγωγικά άκρα (;;;;;;;;;;;;;: ποιά θέση καταλαμβάνουν στην παραγωγή, ποιά ειδοποιά χαρακτηριστικά έχουν;).

      Η διάκριση αυθορμησίας και οργανωτικότητας έχει καταστεί πια κενή νοήματος: ό,τι είναι αυθόρμητο είναι απόρροια της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ ό,τι οργανώνεται δεν είναι; Ο παραλογισμός είναι οφθαλμοφανής.

      Στο θέμα της χρήσης του παρελθόντος, ο φανατικός αντικαστοριαδισμός σου οδηγεί στην κακοπροαίρετη ειρωνεία με την οποία κλείνεις, διότι ο δυστυχής ο Κορνήλιος έλεγε ότι η Αρχαία Αθήνα δεν είναι ούτε πρότυπο, ούτε μοντέλο προς μίμηση, αλλά γονιμοποιό σπέρμα, κέντρισμα, έμπνευση και πηγή ιδεών. Το υπενόησα στο προηγούμενο σχόλιο, το λέγω καθαρά σε αυτό: πράγματι, είναι αναπόφευκτο να εμπνευστοὐμε από το παρελθόν. Το ζήτημα είναι -και εν προκειμένω συμφωνούμε- τί και πώς χρησιμοποιείται. Η θέση μου είναι τούτη: ίσως χρειάζεται να ξεφύγουμε από τα κομμουνιστικά ιδεώδη, να σκέφτουμε κι άλλες εκδοχές του μελλοντικού κόσμου. Η εμμονή σε αντιλήψεις «κατάργηση ατομικής ιδιοκτησίας-κεντρικός σχεδιασμός-κολλεκτίβα», όχι επειδή έχουν αποδειχθεί στην πράξη ανθεκτικές ή επιθυμητές, αλλά επειδή με αυτές έχει συνδεθεί μετά τον Μάρξ ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός, είναι ευκρινές δείγμα ετερόνομου σκέπτεσθαι, ειδικά δε όταν περιβάλλονται τον μανδύα της αντικειμενικότητας και της πανανθρώπινης εφαρμοσιμότητας.

      Επιμένω ότι η ιδέα της συναρμολόγησης και της ευελιξίας είναι ίδιον του στιρνερικού στοχασμού. Ένα απόσπασμα χωρίς περαιτέρω σχόλια: «Άν μία ένωση έχει κρυσταλλωθεί σε κοινωνία, έχει πάψει να είναι συνασπισμός· διότι ο συνασπισμός είναι ένα ασταμάτητο ενώνεσθαι· έχει γίνει τελεσίδικη ένωση, έχει φτάσει σε μία ακινητοποίηση, έχει σε κάτι παγιωμένο [Σημ. δική μου.ίσως θα ταίριαζε: «σε κάτι κατεστημένο»]· είναι – νεκρή ως ένωση, είναι το κουφάρι της ένωσης ή του συνασπισμού, είναι – κοινωνία, κοινότητα. Εύγλωττο παράδειγμα τέτοιου είδους μάς δίνει το κόμμα» (Max Stirner, Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του, Θύρθεν, σελ. 322).

      Όσο για την διαίρεση της κοινωνίας στα δύο, δεν νομίζω ότι δικαιώνεσαι: μάλλον συγχύζεσαι από το περιεχόμενο του εκάστοτε υιοθετουμένου διπόλου (εργάτες-αστοί, κυβέρνηση-λαός, υπεύθυνοι/σκεπτόμενοι πολίτες-μη υπεύθυνοι/σκεπτόμενοι πολίτες, κτλ). Κανείς δεν υποστηρίζει μία καθ’ όλα ενιαία κοινωνία.

      Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατενόησα την σχέση του Stirner και του Fichte (φαντάζομαι αυτόν υπονοείς δια της εξισώσεως Εγώ=Εγώ) με τους γαλλοτραφείς αποφασιοκράτες (;;;;;).

      • »Στο θέμα της χρήσης του παρελθόντος, ο φανατικός αντικαστοριαδισμός σου οδηγεί στην κακοπροαίρετη ειρωνεία με την οποία κλείνεις, διότι ο δυστυχής ο Κορνήλιος έλεγε ότι η Αρχαία Αθήνα δεν είναι ούτε πρότυπο, ούτε μοντέλο προς μίμηση, αλλά γονιμοποιό σπέρμα, κέντρισμα, έμπνευση και πηγή ιδεών».

        Τότε κάλλιστα μπορώ να πω ότι για μένα η ΕΣΣΔ κ.α είναι γονιμοποιό σπέρμα, κέντρισμα, έμπνευση και πηγή ιδεών. Και αυτό έχει μια δόση »ετερονομίας» (άλλωστε ο Κ.Κ παραδέχεται πως δεν νοείται »απόλυτη» αυτονομία-ο θεσμός θα υπάρχει μας λέει). Εσύ το έθεσες μανιχαιστικά εξ αρχής. Ποτέ δεν εξιδανίκευσα περισσότερο την ΕΣΣΔ από ό,τι ο Καστοριάδης την αρχαία Αθήνα (μάλλον το αντίθετο).

        Επειδή ξεκίνησες ανακαλύπτοντας λοιπόν μια τέτοια »αντίφαση» στη σχέση μου με το παρελθόν, δεν θυμάμαι είναι αλήθεια από ποιό παλιό κείμενο, μάλλον το επιχείρημα περί »ετερόνομης» σχέσης με το παρελθόν δεν μας αφορά εδώ πέρα.

        Εξακολουθείς να μη καταλαβαίνεις τη διαφορά μιας ένωσης Εγωιστών με μια ένωση ή μια πολιτική οργάνωση Κομμουνιστών. Η »ενότητα της πολλαπλότητας» διαφέρει, γιατί ο κομμουνιστής εξ ορισμού έχει μια κοινή δράση με άλλους (κομμουνιστές) ενώ ο εγωιστής όχι. Ακόμα και στο επίπεδο του »ονόματος», οι δύο »ενώσεις» ούτε συντίθενται ούτε αποσυντίθενται με τον ίδιο τρόπο (ξέχωρα πως δεν υπάρχει »ιδανικό» του »εγωισμού» που να συσπειρώνει, εκτός αν εννοούμε τον αστικό φιλοτομαρισμό που συσπειρώνει μέσω του ανταγωνισμού).

        »Η διάκριση αυθορμησίας και οργανωτικότητας έχει καταστεί πια κενή νοήματος: ό,τι είναι αυθόρμητο είναι απόρροια της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ ό,τι οργανώνεται δεν είναι; Ο παραλογισμός είναι οφθαλμοφανής».

        Για να δούμε τί έγραψα εγώ:

        »…η ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται ”αυθόρμητα”, γιατί αυθόρμητα αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία»

        Ό,τι είναι αυθόρμητο δεν είναι »απόρροια» της κυρίαρχης ιδεολογίας, όμως αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία. Δεν είναι σχέση αιτίου-αποτελέσματος, όπως επίσης η κυρίαρχη ιδεολογία έχει δεσπόζουσες και υποτελείς τάσεις-ισορροπία δυνάμεων επισφραζισμένη από ταξική κυριαρχία (αν δεν ίσχυε αυτό, οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση θα προσέκρουε απλά σε έναν »τοίχο» κυρίαρχης ιδεολογίας). Η πολιτική παρέμβαση έρχεται και »ερεθίζει» τις λανθάνουσες τάσεις χειραφέτησης. Όμως κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί το ίδιο το »αυθόρμητο κίνημα» να αυτοχειραφετηθεί (από που προκύπτει εσωτερικά αυτή η κίνηση αυθυπέρβασης; πρέπει να συντρέχουν εξωτερικοί παρόντες-μπορεί να συνδράμουν ιστορικές συνθήκες-όμως τότε εναπόκειται στη τύχη-κάποιοι πρέπει να διαμορφώσουν συνθήκες ανάπτυξης του »αυθόρμητου» σε επίπεδο συνείδησης και πρακτικής).

        Κάθε αυθόρμητο έχει την »κρατικίστικη» τάση στο εσωτερικό του, και κάθε Κράτος έχει την »αποκεντρωτική» τάση στο εσωτερικό του (αποκλίσεις, γραμμές φυγής, λόγω του χάσματος λειτουργικών ρόλων-πραγματικών ανθρώπων). Κάθε ιεραρχικό σύστημα έχει δίκτυα και κάθε δίκτυο έχει τάσεις ιεραρχικοποίησης, σκληρού καταμερισμού εργασίας, κ.ο.κ.

        Έτσι και σε ένα Κόμμα συμβαίνει το ίδιο. Πάνω στην αντιπαράθεση με το Κράτος, τείνει όλο και περισσότερο να ενσωματωθεί τη λειτουργία του.

        Το δίλημμα μοιάζει σαν εκείνο το κλασικό, η αταξική κοινωνία δεν θα έχει βία, άρα να χρησιμοποιήσω βία ενάντια στη βία του Κράτους, ή η χρήση βίας με ενσωματώνει σε μια λογική καταστολής; Κάποιος έχει πει ότι η διαφορά των πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών και των επαναστατών-τρομοκρατών είναι ότι οι δεύτεροι είναι ερασιτέχνες.

        Γιατί όμως χρειάζεται πολιτική οργάνωση; Για λόγους ενιαίας στρατηγικής και τακτικής, για λόγους ισχύος (ισχυρός είναι ο αντίπαλος), για λόγους ευρύτερου συντονισμού, για λόγους αγωνιστικής διάρκειας, για λόγους πλατειάς απεύθυνσης.

        Αν μπορούν τα χαρακτηριστικά αυτά να κατακτηθούν με κάποιο πρωτότυπο τρόπο και με βέλος την αταξική κοινωνία, καλώς να τον ορίσουμε.

        Δεν είμαι »αντι-καστοριαδικός» από εμπάθεια, αλλά για συγκεκριμένους λόγους. Διαβάζοντας Καστοριάδη, σε αποτρέπει από το να διαβάσεις Μάρξ. Ενώ ο Ντελέζ τουλάχιστον, όσο και να διαφωνεί με το πολιτικό σκέλος του μαρξισμού (από θέσεις αρχής), έγραφε βιβλίο για το »μεγαλείο του Μάρξ». Γενικά δεν βρίσκω ένα λόγο γιατί κάποιος να επιμείνει στον πρώτο έναντι του δεύτερου (και έχουν σημαντικές ομοιότητες, η συνολοταυτιστική σκέψη έναντι του μάγματος, το Κράτος και η δεντροειδής δομή έναντι του ριζώματος/ανόργανου σώματος). Επίσης οι δεύτεροι κάτι αποπειράθηκαν να πουν με την »πολεμική μηχανή» από άποψη οργάνωσης (παραμένοντας στα πλαίσια των προταγμάτων του γαλλικού Μάη).

        Για τις απόψεις του Καστοριάδη για τις κρίσεις που δήθεν τελικά κατάφερε να τις αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός σε πείσμα του Μάρξ, παραπέμπω στην ΦΘΚ (εγκλωβισμένος στο φαντασιακό της εποχής του και αυτός).

        Για ιδιοκτησία-κεντρικό σχεδιασμό-κολλεκτίβα, είμαι πρόθυμος να ακούσω και εγώ τα προτάγματα της νέας εποχής. Αρκεί να θίγουν την μισθωτή εργασία, το πώς θα χτυπηθεί η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, κ.ο.κ. Δηλαδή πώς 500.000 Αγανακτισμένοι θα πείθονταν να απεργήσουν και να εγκαταλείψουν τη πλάνη ότι »σκέφτονται ελεύθερα». Για το »κεντρικό σχεδιασμό» έχω πει τη γνώμη μου.

  10. Επίσης οι δεύτεροι κάτι αποπειράθηκαν να πουν με την ”πολεμική μηχανή”*

    Οι δεύτεροι=Ντελέζ-Γκουατάρι.

    Για το διχασμό της κοινωνίας. Όχι, υπάρχουν πολλοί αστοί (και μη;) κοινωνιολόγοι που βλέπουν ομάδες συμφερόντων ή πολλές ταυτότητες ή »πλήθη». Το πλήθος έχει μια άλλη κοινωνική οντολογία που δεν χωρίζει το Ένα στο Δύο. Αντίθετα το πλήθος ή οι νομάδες είναι εξωτερικοί του Κράτους. Εγώ μιλάω για διχασμό όπως τον εννοεί η διαλεκτική. Το κυβέρνηση-λαός δεν είναι κάτι τέτοιο, αλλά τέλοσπάντων, δεν μας ενδιαφέρει απλώς το δίπολο αλλά και η ποιότητά του (βλ. »ψευδοδίπολα»).

    Η δική μου αίσθηση είαι ότι χρειάζεται πολιτική συνοχή και για λόγους άμυνας και για λόγους αντεπίθεσης. Και αυτή είναι η αναφορά και η δέσμευσή μου στον λενινισμό. Ο οποίος όμως έδειχνε το δρόμο σε 77% αναλφάβητους. Σήμερα οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Όπως και είναι άλλη η σχέση της εργατικής τάξης και των »σύμμαχων στρωμάτων» με τη βία. Ένας λενινισμός που η μειοψηφία δημοσιεύει δια αντιπροσώπου τη θέση της στο επίσημο έντυπο, είναι ό,τι καλύτερο έχω διαθέσιμο αυτή τη στιγμή. Από εκεί και πέρα μένουν πολλά ζητήματα.

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Ο καθείς μπορεί να πει κάλλιστα ό,τι θέλει, μόνο που ο Καστοριάδης το είπε πρώτος, εξ αρχής και φρόντισε να καταγραφεί (Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μάς σήμερα, Ύψιλον, Αθήνα, 1999, σελ. 11).

      Για να καταλάβω την σκέψη σου: η εργατική τάξη οργανώνεται σε Κόμμα και συσπειρώνει γύρω της κάθε κοινωνική ομάδα που δεν ανήκει στην εκμεταλλεύτρια τάξη. Οι κοινωνικές ομάδες, αλλά κάποιες φορές και η εργατική τάξη, προχωρούν σε αυθόρμητα κινήματα που εν τέλει αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Το Κόμμα όμως με κάποιον τρόπο γνωρίζει επακριβώς τον τρόπο οργάνωσης των εκμεταλλευτών, δύναται δε να διακρίνει την κυρίαρχη ιδεολογία σε τάσεις δεσπόζουσες και υποτελείς, αλλά, παρά την οργάνωση και την γνώση της, δεν επιτίθεται στο σύστημα, αλλά «έρχεται και ”ερεθίζει” τις λανθάνουσες τάσεις χειραφέτησης», οι οποίες τελικώς δεν είναι κάν δυνατόν να υπάρχουν διότι δεν προκύπτει κίνηση αυθυπέρβασης και αυτοχειραφέτησης στον αυθορμητισμό. Διότι βεβαίως μόνον τυχαίως μπορεί να αυτοχειραφετηθεί το αυθόρμητο κίνημα, αξιοποιώντας παράγοντες εξωτερικούς ως προς το ίδιο, αλλά διασφαλίζεται η χειραφέτηση, άν αυτή αποτελέσει έργο του Κόμματος, το οποίο είναι προφανώς παράγοντας εσωτερικός καίτοι ο ίδιος ο Λένιν στο «Τί να κάνουμε» βροντοφώναζε την θέση του Κάουτσκυ ότι η ταξική συνείδηση στο προλεταριάτο έρχεται έξωθεν.

      Πιο συγκεκριμένα τώρα:

      1. Δεν καθορίζεις τί σημαίνει εργατική και τί αστική τάξη.
      2. Το Κόμμα αποτελεί εσωτερική οργάνωση του προλεταριάτου; Ο Λένιν θεωρούσε το προλεταριάτο ικανό να δομήση μόνο σωματεία για άμεσα συνδικαλιστικά οφέλη. Άρα το Κόμμα είναι κάτι το εξωτερικό ως προς το προλεταριάτο. Εν τούτοις, καταφέρεσαι εναντίον του αυθορμητισμού, διότι δεν επιτυγχάνει κάτι παρά μόνον τη συνδρομεί εξωτερικών παραγόντων. Ωραία, λοιπόν, Κόμμα και αυθορμητισμός μαζί είναι μία καλή συνταγή… Άσκοπες ταυτολογούσες διακρίσεις.
      3. Αλλά και το ίδιο το Κόμμα πώς συντίθεται; Υπάρχει ανέκαθεν; Είναι η Ιδέα που κάποιος κάποτε την υλοποιεί; Άν όχι, τότε κάποια άτομα μίας ορισμένης κοινωνίας το συγκροτούν, οπότε έχει ακριβώς την ίδια προέλευση με την Ένωση των Εγωϊστών, καθώς ο Στίρνερ λέγει ότι «πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι η απομόνωση ή η μοναχικότητα, αλλά η κοινωνία», η πραγματική κοινωνία με τους θεσμούς της κλπ. Αυτό και προς αποφυγήν σύνδεσης του Στίρνερ με φιλελεύθερες, ατομικιστικές «φυσικές καταστάσεις». Ο «εγωϊσμός» του Μοναδικού είναι η αυτονόμηση του κοινωνικού υποκειμένου από ό,τι το ετεροκαθορίζει – ακόμη και την ίδια την κοινωνία ως κυριαρχική ιδέα. Ένωση σημαίνει ότι κάθε μέλος της δικαιούται να αποχωρήσει ελεύθερα από αυτήν, σημαίνει συνδιαμόρφωση και όχι μειοψηφικές/πλειοψηφικές τυραννίες. Άν δεν εννοείς αυτό, μην χρησιμοποιείς πληθυντικούς, είναι άχρηστοι και δίχως νόημα.
      4. Ακόμη, το Κόμμα δεν έχει και μία αυθόρμητη φάση, έστω κατά την γένεσή του; Πώς καθορίζονται οι στόχοι του; Δι’ επιφοιτήσεως; Κι ύστερα, πώς παγιώνεται; Πώς αποκτά γνώση του εκμεταλλευτή; Μήπως τα στελέχη του ανήκουν στους εκμεταλλευτές; Και πιο μακροπρόθεσμα, άν υπό την καθοδήγηση του Κόμματος, γίνη η επανάσταση, δεν υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας μίας νέας τυραννίας, με την ιδεολογική μάλιστα κάλυψη ότι «είμαστε η συνείδηση της εργατικής τάξης»;
      5. Εν κατακλείδι, σήμερα που δεν είμαστε 77% αγράμματοι, μήπως να αφήσουμε τους αντιφασίστες αρχηγούς και την μάζα των ηρωϊκών προλεταρίων που τους ακολουθεί, και να πάμε σε κάτι άλλο; (Σίγουρα όχι τον «ήπιο» δημοκρατικό συγκεντρωτισμό που θεωρείς ό,τι καλύτερο έχεις προς το παρόν διαθέσιμο).

      Όσον αφορά τα λοιπά θέματα:

      1. Υφίστανται δίκτυα οριζόντια, όπως υφίστανται δίκτυα ιεραρχικά. Δεν αντιλαμβάνομαι κάποια «τάση» προς το ένα ή το άλλο.
      2. Το κλασσικό παράδειγμα περί βίας έχει ούτως ή άλλως σαθρό έναυσμα, διότι δεν φαίνεται πιθανή η ύπαρξη μίας κοινωνίας χωρίς βία ή εξουσία: το ζήτημα είναι ποιός τις ασκεί και έναντι ποιού.
      3. Προσπερνώ το εγκωμιαζόμενο μεγαλείο του Μαρξ, και λέγω ότι ο Καστοριάδης αναφερόταν στις κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού. Η σημερινή κρίση για κάποιους είναι δομική, οπότε είναι κάτι το ποιοτικά διάφορο. Από την επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης, θα κριθεί η καστοριαδική οπτική. Συνεπώς, είναι βεβιασμένο να την κρίνουμε τώρα.
      4. Ήδη το εσωτερικό-εξωτερικό είναι ένα δίπολο. Δεν κρίνω σκόπιμο να αναλύσω τις αντιφάσεις των μετανεωτερικών. Θα μείνω σε ένα δίδαγμα κοινής πείρας: όταν εναντιώνεσαι σε κάτι, αμέσως προκύπτει η δυάδα (σύ-ο ενάντιος). Οπότε, επαναστατική θεωρία χωρίς Δύο δεν νοείται (και εδώ νομίζω πως συμφωνούμε).

      Αλλά δεν μού απάντησες, ποιοί είναι οι γαλλοτραφείς αποφασιοκράτες;

      • @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

        Για τη πρώτη παράγραφο, επδ έχουμε ένα πρόβλημα συνεννόησης :

        »Το Κόμμα όμως με κάποιον τρόπο γνωρίζει επακριβώς τον τρόπο οργάνωσης των εκμεταλλευτών, δύναται δε να διακρίνει την κυρίαρχη ιδεολογία σε τάσεις δεσπόζουσες και υποτελείς»

        Όχι, το Κόμμα δεν γνωρίζει ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ, και δεν διακρίνει με βεβαιότητα τις τάσεις. Δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας. Υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες στοχευμένης και οριοθετημένης από την κυρίαρχη ιδεολογία πολιτικής παρέμβασης. Για να αντισταθείς απέναντι την κυρίαρχη ιδεολογία απαιτούνται »σύνορα». Για να μην αφομοιωθείς στο νόημα του αντιπάλου πρέπει να έχεις ο ίδιος μια νοηματική κλειστότητα (»αυτονομία»).

        »’…αλλά, παρά την οργάνωση και την γνώση της, δεν επιτίθεται στο σύστημα, αλλά «έρχεται και ”ερεθίζει” τις λανθάνουσες τάσεις χειραφέτησης». Δεν καταλαβαίνω το »της» εδώ, αν εννοείς το Κόμμα, βεβαίως το Κόμμα δεν μπορεί να τα κάνει μόνο του, πρέπει να φωτίσει τη δυνατότητα των εργαζομένων να χειραφετηθούν, και να τους στηρίξει οργανωμένα σε αυτό.

        »οι οποίες τελικώς δεν είναι κάν δυνατόν να υπάρχουν διότι δεν προκύπτει κίνηση αυθυπέρβασης και αυτοχειραφέτησης στον αυθορμητισμό».

        Και σε αυτό κάτι διαφορετικό έγραψα. Οι τάσεις χειραφέτησης υπάρχουν σε κάθε ταξικό αγώνα, ωστόσο η »αυθυπέρβαση» δεν σημαίνει απλά αυτό, σημαίνει ότι το αυθόρμητο μπορεί να αυτοαναιρεθεί ως αυθόρμητο από μόνο του (χωρίς δηλαδή πολιτική παρέμβαση που δεν αρχίζει και τελειώνει από το ίδιο). »Κίνηση» υπέρβασης υπάρχει όσο και »κίνηση χειραφέτησης», αλλά αυτο-υπέρβαση και αυτο-χειραφέτηση δεν βλέπω χωρίς την πολιτική παρέμβαση για την οποία μίλησα (βλ. και τα περί »συνόρων»).

        »Διότι βεβαίως μόνον τυχαίως μπορεί να αυτοχειραφετηθεί το αυθόρμητο κίνημα, αξιοποιώντας παράγοντες εξωτερικούς ως προς το ίδιο, αλλά διασφαλίζεται η χειραφέτηση, άν αυτή αποτελέσει έργο του Κόμματος, το οποίο είναι προφανώς παράγοντας εσωτερικός καίτοι ο ίδιος ο Λένιν στο «Τί να κάνουμε» βροντοφώναζε την θέση του Κάουτσκυ ότι η ταξική συνείδηση στο προλεταριάτο έρχεται έξωθεν».

        Όπως είπα, η »πολιτική παρέμβαση» δεν μπορεί να είναι εναρμονισμένη με το τί πιστεύει ήδη το »αυθόρμητο κίνημα» (με τη μέση στάθμη της »συνείδησής» του), άρα έχει έναν εξωτερικό χαρακτήρα. Με trial and error διαδικασίες πρέπει να συντονιστεί το κίνημα με την πολιτική οργάνωση. Τίποτα δεν εγγυάται πως έχεις τη »σωστή γραμμή», θες να εγγυηθείς ότι εξασφαλίζεις προϋποθέσεις για αυτήν (οργανωτικές δυνάμεις, επιμορφωτικές διαδικασίες κόντρα στα ΜΜΕ κλπ). Έτσι ενέταξα το Κόμμα στις »εξωτερικές συνθήκες» η οποίες μπαίνουν ώστε να αναπτυχθεί μια ταξική πρακτική και συνείδηση, με τη διαφορά πως όταν αυτές οι συνθήκες είναι πολιτική παρέμβαση, δεν αφήνεται το ζήτημα στη τυχαία μεταβολή/διακύμανση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών (τυχαία στο βαθμό που δεν επιδρά κάποιος οργανωμένα και με ισχύ ώστε να κερδηθούν καλύτεροι όροι μάχης).

        Για τα σημεία:

        1. Ωραία, ας πούμε ότι στη κλίμακα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (έχω δλδ μισθωτή εργασία), που είναι κλίμακα των βαθμών ελέγχου της παραγωγής, υπάρχει »σε τελική ανάλυση» μια πόλωση στα δύο λόγω της »απόστασης των διαφορών» στις θέσεις στον καταμερισμό εργασίας. Υπάρχουν ορισμένα κριτήρια (νομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας, τα του Λένιν κλπ), που μπορούν να αποκρυσταλλώνουν και να επικυρώνουν αυτή την ιεραρχία στους βαθμούς ελέγχου της παραγωγής. Όμως οι ορισμοί δεν συλλαμβάνουν τη δυναμική της διαμόρφωσης σε άνω, κάτω, και μεσαίο »πάτωμα», επομένως η τελική αποκρυστάλλωση είναι και ζήτημα του εκάστοτε ιστορικού »κοινωνικού σχηματισμού» και της διάρθρωσής του. Τί τομείς είναι ανεπτυγμένοι σε μια χώρα κ.ο.κ. Θεωρώ πως το οικονομικό υποσύστημα είναι το κυρίαρχο (»επιβάλλει την αναπτυξιακή του λογική στο κοινωνικό σύστημα). Και πάλι όμως βάσει του παραπάνω κριτηρίου, και οι αστοί πολιτικοί κυβερνήτες, ελέγχοντας τον κρατικό μηχανισμό, βρίσκονται καταστατικά ψηλά στον έλεγχο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Μίλησα όμως για την κυριαρχία του οικονομικού υποσυστήματος.

        ‘’…όλες οι ως τότε τάσεις για τη διαμόρφωση τάξεων σχετίζονται ακόμα αποκλειστικά με την παραγωγή. Χώριζαν τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην παραγωγή σε διευθυντές και εκτελεστές ή ακόμα σε παραγωγούς μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας’’ σελ 204.

        Από Ένγκελς, »Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους»

        Παραπάνω φαίνεται ένα κριτήριο που συχνά λησμονιέται, η »κλίμακα» της παραγωγής (χωροχρονική εμβέλεια). Άλλο πχ αυτός που βγάζει πενταετές πλάνο, άλλο ο εργάτης που βγάζει το ημερήσιο. Όπως και άλλο τα αποτελέσματα της παραγωγή σου να καθορίζουν μια ολόκληρη επικράτεια και άλλο μια μικρή περιοχή.

        Αυτά χοντρικά. Για το ζήτημα αυτό απαιτείται μια ολόκληρη αντίληψη για το κοινωνικό σύστημα. Δεν ήταν ο σκοπός μου να αναφερθώ σε τέτοια ζητήματα στο κείμενο. Να επισήμανω απλά πως και ο Καστοριάδης μιλά για »τάξεις» και μάλιστα με τη μαρξική έννοια στην ΦΘΚ και αλλού, αλλά δεν έχω καταλάβει πώς τις ορίζει. Και άλλοι έχουν μιλήσει και μιλούν, και επίσης δεν έχω βρει απαντήσεις.

        2. Δεν καταφέρομαι εναντίον του αυθορμητισμού, αλλά επισημαίνω κάποια όρια του αυθόρμητου κινήματος. Θα σου πω την καλύτερη ταυτολογία όλων: »το αυθόρμητο κίνημα αυθόρμητα παύει να είναι αυθόρμητο». Περιμένω να μου πεις και εσύ πώς φαντάζεσαι ότι λειτουργεί κάτι τέτοιο.

        3. Για το αν μιλάμε για »Ιδέα» που ενσαρκώνεται, γράφω κάποια πράγματα και στο κείμενο. Αν είσαι πάντοτε κατά της πλειοψηφίας-μειοψηφίας και πάντα υπέρ της συνδιαμόρφωσης, μας χωρίζει χάσμα. Στα »χοντρά» ζητήματα δεν επιτυγχάνεται ομοφωνία, και δεν έχουμε βρει καλύτερο τρόπο από το να επικρατεί η άποψη των πολλών (έστω των συντριπτικά πολλών). Η επιβολή της ομοφωνίας παντού και πάντα καταπνίγει την άποψη των μειοψηφιών. Εξήγησα τη διάφορα του σημαίνοντος »Κομμουνιστές» από το »Εγωιστές», δεν έχω να πω κάτι άλλο για αυτό.

        4. Δεν ξέρω τί εννοείς εδώ »εκμετάλλευση», αλλά ναι, υπάρχουν οι κίνδυνοι, είπα παραπάνω ότι δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας ούτε η ιστορία βαίνει στον αυτόματο στον κομμουνισμό, άπαξ και αναλάβει να είναι πολιτικός μπροστάρης ένα Κόμμα. Επιλέγεται για τους λόγους που είπα σε προηγούμενο σχόλιο.

        5. Ρωτάς, εγώ απάντησα.

  11. Part 2

    Λοιπά θέματα:

    1) Εδώ κάνεις λάθος και το δείχνει τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική. Τα οριζόντια δίκτυα εμφανίζουν τάσεις »ιεραρχικοποίησης», για αυτό εισάγονται αντί-μετρα. Ένα οριζόντιο δίκτυο τείνει σε πιο ιεραρχικό όταν πχ »πυκνώνουν» οι »κόμβοι» του, όταν αυξάνονται οι συμμετέχοντες και απαιτείται λειτουργικός καταμερισμός εργασίας για διευθέτηση της πολυπλοκότητας κλπ. Αντιστρόφως, ένα σκληρά ιεραρχικό δίκτυο (που δεν είναι δηλαδή δίκτυο, αλλά »σύστημα» stricto sensu), εμφανίζει τάσεις αποκέντρωσης πάλι για λειτουργικούς ρόλους (μεταξύ άλλων από αυτή τη σκοπιά μπορεί να προσεγγιστεί στην ΕΣΣΔ το πέρασμα από τον κεντρικό σχεδιασμό σε »αποκέντρωση» των παραγωγικών διαδικασιών). Ξέρουμε από την εμπειρία ότι και ένα »οριζόντιο δίκτυο» τείνει να εμφανίσει ιεραρχίες, αποκλεισμούς, απαγορεύσεις-ταυτότητα (αναφέρομαι σε σχέση με τους »Αγανακτισμένους» πάνω σε αυτά, στο κείμενο. Βλ. απαγόρευση των κομμάτων, κλπ). Τα απλά »οριζόντια» ή τα απλά »ιεραρχικά» είναι λογική άσπρο-μαύρο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είπες ότι δεν πρέπει να αντιδιαστέλλεται σκληρά το »αυθόρμητο» με το »οργανωμένο-συνειδητό».

    2) Αυτό προϋποθέτει έναν τόσο διασταλτικό ορισμό της »εξουσίας» όσο και αυτός του Φουκώ. Το οποίο θέλει άλλη κουβέντα. Επίσης υπάρχει διαφορά των εξουσιών στο μικροεπίπεδο ως δράσεων πάνω σε άλλες δράσεις ή των εξουσιών σε κυβερνητικό-μακροεπίπεδο με την »υπερκωδίκωση» και τον έλεγχο που επιτελεί το Κράτος. Όταν συγκρούεσαι με το δεύτερο είδος (χωρίς να παύει να υπάρχει το πρώτο), τότε και η βία και η »εξουσία» που ασκείς εσύ δεν είναι το ένα και το αυτό (για αυτό μιλάω για κάποια χαρακτηριστικά που δίνει η πολιτική οργάνωση). Μιλάμε πιά για συγκρούσεις μεγαλύτερης κλίμακας, για άλλο συσχετισμό δυνάμεων κλπ. Όπως είπα άλλη κουβέντα και ας μην ανοίξει γιατί και εγώ δεν έχω το χρόνο.

    3) Αυτό είναι πραγματική διαφωνία και μάλλον ο Καστοριάδης έχει μια παραπάνω σχέση με τον Κέυνς γενικότερα (οπότε υπάρχουν διαφωνίες και σε άλλες θέσεις). Άλλο η δομική, άλλο η κυκλική, και άλλο η »τελειωτική» κρίση πάντως, όταν λες το πρώτο δεν λες το τρίτο αναγκαστικά. Η δομική κρίση όπως την βάζει πχ ο Wallerstein.

    4) Εδώ είναι όλο του ζουμί. Ο Καστοριάδης θα διαφωνούσε σε μια »πάλη αντιθέτων». Τα προτάγματα αυτά (όπως και των άλλων που ανέφερα), δεν θέλουν να εξελιχθεί το πράγμα σε »δίπολο», καθώς εγκλωβίζεσαι έτσι σε μια διαλεκτική του »Κράτους». Οπότε προτείνουν μια »φυγή» από αυτή την αναγκαστική »διαλεκτική». Γιατί πχ λένε ότι η εργατική τάξη έτσι γίνεται η νέα καταπιεστική τάξη κλπ κλπ. Η απελευθέρωση της φαντασίας, της επιθυμίας κλπ, έχει το νόημα του να ξεφύγει κανείς από τη συνολοταυτιστική σκέψη την οποία »επιβάλλει», μεταξύ άλλων, και η διαλεκτική (και το διαλεκτικό δίπολο). Άρα αναζητάται όχι το εξωτερικό του εσωτερικού αλλά το απολύτως εξωτερικό από την ίδια την κίνηση εσωτερίκευσης του εξωτερικού. Τα ίδια όσον αφορά το »πλήθος» (η διανοητική εργασία είναι »γενική διάνοια», ξεφεύγει όχι μόνο από το »κεφάλαιο» αλλά και από τη »μισθωτή σχέση» ως χρονική πειθαρχία, νόμο αξίας κλπ), και τις »επιθυμητικές μηχανές», και την »αυτονομία» κλπ. Το ταξικό δίπολο από άλλους πολλούς θεωρείται »ουσιοκρατία» (Laclau-Mouffe με την έννοια της ηγεμονίας στις αντισυστημικές δυνάμεις-ομάδες), και πάει λέγοντας. Εγώ δεν υποστηρίζω πως το »έξω του έξω» φέρνει την ανατροπή όντας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, για αυτό και μιλώ »παραδοσιακά» για δύο τάξεις και για την υποτελή που πρέπει να κερδίσει την κυρίαρχη σε έναν αγώνα (ταξική πάλη). Αυτό οριοθετεί όσα λέω από απόψεις που δέχονται (ασαφώς) πως υπάρχει κάτι σαν ταξική πάλη, αλλά δεν είναι η όξυνση αυτής της διαλεκτικής που χειραφετεί.

    Και το τελευταίο αυτό θα αρκούσε για να περιγράψει όλες τις διαφωνίες μας.

    Για Γάλλους αποφασιοκράτες, απλά σχολίασα ότι ο Στίρνερ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς »μετανεωτερικούς» όπως τους είπες, όσον αφορά και τον »Μοναδικό» συγκεκριμένα. Ούτε αυτό χρειάζεται περαιτέρω κουβέντα.

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Συγγνώμη, άν στα «χοντρά» ζητήματα δεν υπάρχει ομοφωνία, σημαίνει ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά!!! Διότι η Ένωση έχει ακριβώς την έννοια του συμφωνείν τουλάχιστον στα θεμελιώδη. Θα έλεγα λοιπόν ότι η ομοφωνία αποτελεί ένα είδος προϋπόθεσης της Ένωσης. Αλλά, εάν συμφωνήσουμε στα «χοντρά», τα «ψιλά» που θα πρέπει να αποφασιστούν θα υπόκεινται στα πρώτα όπως τα μέσα στον σκοπό, οπότε και πάλι δεν θα ισχύει μία χονδροειδής μειοψηφία-πλειοψηφία.

      Για την διαφορά Ένωσης Κομμουνιστών-Εγωϊστών δεν εξήγησες απολύτως τίποτε: αναφέρεις ότι «ο κομμουνιστής εξ ορισμού έχει μια κοινή δράση με άλλους (κομμουνιστές) ενώ ο εγωιστής όχι». Μά, η ένωση νοείται μόνον ως κοινή δράση, το ζήτημα είναι άν οι ενωμένοι διατηρούν την ελευθερία τους εντός αυτής, καθώς και την ελευθερία της αποχώρησης. Άλλωστε, αυτό το «εξ ορισμού» είναι ιδιαιτέρως ύποπτο: ποιός ορίζει και τί ακριβώς ορίζει. Δεδομένου ότι σού απέδειξα στοιχειωδώς την ομοιότητα σύνθεσης των δύο Ενώσεων, αλλά και τον μη φιλελευθερισμό του Στίρνερ, θα ανέμενε κανείς μία καλύτερη ανταπόκριση και όχι υπεκφυγές.

      Είναι λανθασμένη η αντίληψη περί εξωτερικότητας της πολιτικής παρέμβασης. Και καταθέτω την προσωπική μου άποψη: σήμερα που τουλάχιστον στην Ελλάδα, είμαστε η συντριπτική πλειοψηφία εγγράμματοι με ένα μέχρι πρότινος καλό βιοτικό επίπεδο, η άποψη ότι είμαστε αμέτοχοι της κουλτούρας ή της πολιτικής, και άρα χρειαζόμαστε φωστήρες να μάς καθοδηγήσουν, είναι εξ ολοκλήρου λανθασμένη. Οι Αγανακτισμένοι αποτελούν ένα κίνημα-σταθμό, ακριβώς διότι ήραν στην πολιτική πράξη την διαφορά παθητικών μαζών-ενεργητικής πρωτοπορίας. Ο αποκλεισμός των κατεστημένων πολιτικών σχηματισμών και η αμεσοδημοκρατική πρακτική επέτρεψε την οικοδόμηση των προϋποθέσεων μίας μελλοντικής Ένωσης. Ο καθένας προσέρχεται ως ίσος με τον άλλον, συζητούν και συνδιαμορφώνουν. Αυτό που έλειπε στους Αγανακτισμένους ήταν η βούληση να Ενωθούν, παραμένοντας έτσι στο πλαίσιο της διαμαρτυρίας. Η αστική βία τούς διέλυσε. Συνεπώς, κάθε ιδεολογία που αντιμετωπίζει τους πολίτες σαν μικρά παιδιά είναι καταδικαστέα. Κι ακόμη πιο καταδικαστέα, είναι κάθε αντίληψη που θέλει, σώνει και ντε, να πείσει τον λαό να ακολουθήσει το χ μοντέλο, επειδή είναι αντικειμενικά και επιστημονικά ορθό (=ο αριστερός τεχνοκρατισμός), αντί να ενθαρρύνει τους πολίτες να πειραματιστούν και πάλι, να κατέβουν και πάλι στις πλατείες, αξιοποιώντας τα διδάγματα της πρώτης φοράς.

      Κατά τα άλλα:

      1. Ο Καστοριάδης μιλά για πάλη αντιθέτων: αυτονομία-ετερονομία. Τα λοιπά μέσα-έξω είναι θεωρητικώς ενδιαφέροντα, πρακτικώς δε χωρίς ιδιαίτερη σημασία, οπότε δεν τα σχολιάζω.
      2. Απλώς προσπάθησα να πω ότι, όπως το οριζόντιο δύναται να γίνει κάθετο, έτσι και το κάθετο δύναται να καταστεί οριζόντιο. Δηλαδή, άν υπάρχουν τάσεις ιεραρχικοποίησης, υπάρχουν και τάσεις αποκέντρωσης, οπότε μάλλον συμφωνούμε.

  12. @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

    Δηλαδή θες να μου πεις, ότι με την προσθήκη της λέξης »ένωση», οι »ατομικότητες» των »εγωιστών» και των »κομμουνιστών» είναι το ίδιο, γιατί πρόκειται για την ίδια ένωση. Όχι. Είναι σαν να έχεις μια ένωση »εγωλογικών μονάδων» και μια ένωση »συμπληρωματικοτήτων». Γιατί οι κομμουνιστές (και μιλώ για όλη την παράδοση, από τους »ουτοπικούς», την ίδια ώρα που νοούνται κατά μόνας, παραπέμπουν σε »κολλεκτιβικές» ζωές, δράσεις, παρεμβάσεις, κλπ, εκ της κοσμοθεωρίας αλλά και του απλού τους »τίτλου». Το »εξ ορισμού» ποιός το ορίζει; Πιστεύεις ότι διαλέγουμε το νόημα των λέξεων αυθαίρετα; Ένα λεξικό αρκεί.
    Δεν υπεκφεύγω, έχω απαντήσει. Δεν είναι όλες οι »ενώσεις» το ίδιο, επειδή είναι ενώσεις. Έχω πρόβλημα με τους »εγωιστές», όταν αυτό αναγορεύεται σε κύριο προσδιορισμό τους. Τουλάχιστον ο μαρξισμός εκκινεί από το συμφέρον αλλά δεν μένει στους ατομικούς »εγωισμούς». Μια τέτοια ένωση διαλύεται όχι από την αστική βία, αλλά από την κοντόφθαλμη ενόηση των στόχων από την ατομικιστική σκοπιά. Και δεν καταλαβαίνω πώς ο Στίρνερ ή ο Προυντόν (άλλο παράδειγμα) »μετράνε’ ώστε να αναφερόμαστε ακόμη μαζί τους, έναντι άλλων και άλλων.
    Μια χαρά εξήγησα λοιπόν τη διαφορά κομμουνιστών-εγωιστών (πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις, με εντελώς αντίθετα ιστορικά φορτία, και μια »ένωση» δεν ισοπεδώνει τις διαμετρικά αντίθετες έννοιες). Αυτά και πολύ το κουβεντιάσαμε το συγκεκριμένο.

    Για Αγανακτισμένους: αυτό που έλειπε από τους Αγανακτισμένους λες ήταν η βούληση να ενωθούν; Εγώ το αντίθετο έβλεπα, μια θέληση άνευ όρων ενοποίησης που προσέκρουσε σαν σε βράχο σε πολιτικοιδεολογικές διαφορές αγεφύρωτες.
    Κάθε ιδεολογία που αντιμετωπίζει τις πολιτικές οργανώσεις σαν »κακό» είναι παιδική πολιτικά αντίληψη. Πόσους έχεις ακούσει να μην »γουστάρουν ταμπέλες» επειδή…έτσι; Εγώ δεν είμαι τίποτα, κλπ κλπ. Δυστυχώς όλοι καναλιζάρονται μέσα στο κοινωνικό πεδίο σε διακριτά πολιτικοιδεολογικά ρεύματα. Δυστυχώς η »αυτονομία» αυτή είναι απόρριμμα της κεφαλαιοκρατικής μηχανής και όχι »καθαρή». Η αυτονομία και ο νοηματικός (αυτο)καθορισμός προυποθέτει, το είπα, σύνορα. Στοιχειώδες, αυτοκαθορισμός διά του ετεροκαθορισμού και το αντίστροφο. Όπως είπα και ο Καστοριάδης δέχεται πως δεν υπάρχει »απόλυτη» αυτονομία.
    Όταν λοιπόν δεν έχεις ιδέα ποιά είναι τα »σύνορα», τα έστω μεταβλητά σύνορα, δεν είσαι καθόλου »αυτόνομος», το αντίθετο, είσαι κλεισμένος στις υποκειμενοποιήσεις των κυρίαρχων discourses. Στο κείμενο έχω παραδείγματα τέτοιων »ταυτοτήτων» και »συνόρων».

    Η μη επίγνωση όλων αυτών συνιστά πραγματική άγνοια. Η άγνοια δεν είναι απελευθερωτική, αφού εν αγνοία σου άγεσαι και φέρεσαι από αντικειμενικές τάσεις που εμφανίζονται πολλές φορές ως πεπρωμένο, δεισιδαιμονία, ή »φροντίδα» των αστών μπαμπάδων (ζητάω από τη Βουλή μεταρρυθμίσεις ενώ θέλει να καεί, περιμένω »οι άλλοι» να »αλλάξουν» το Σύνταγμα της Ελλάδας κλπ).
    Η πολιτική οργάνωση για την οποία μιλάω, αν σέβεσαι τον εαυτό της, οφείλει να καταστήσει διαφανείς αυτές τις παραμέτρους. Δεν μιλάμε για »επιστήμη» ούτε για τεχνοκρατική αντίληψη ως προς αυτό.
    Δυστυχώς, ο σύγχρονος άνθρωπος του αστικού κόσμου, ζητάει ότι ακριβώς τον θέλουν να ζητάει μόνο οι συνταγματικοί χάρτες (αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αναθεωρήσεις, »καλύτερος έλεγχος της φοροδιαφυγής», »εφαρμογή των Νόμων» επί των άπληστων τραπεζιτών, κλπ). Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι που κάποιοι τους θέλουν »έτοιμο» επαναστατικό υποκείμενο χαρτογραφούνται μια χαρά μέσα στο αστικό κανονιστικό πλέγμα.

    Για το πρώτο πράγμα που είπες: όταν μιλάω για »χοντρά» δεν εννοώ μόνο ζητήματα αρχών αλλά και »καυτά» πολιτικά ζητήματα. Η δική μου εμπειρία μου έχει δείξει πως δεν είναι όλα όσα ανακύπτουν και πρέπει να ληφθεί απόφαση για αυτά, »συνθέσιμα» (ενώ ξεκινάς από αυτό). Πολύ απλά, το »θέση-αντίθεση-σύνθεση» στις διαδικασίες απόφασης, όταν ακούγεται από αντι-εγελιανούς ως αρχή, ενώ δεν το έχει πει καν ο Χέγκελ, είναι απίστευτος…ιδεαλισμός. Κάθε αντιδικία και απόκλιση δηλαδή έχει ορίζοντα τη συναίνεση και τείνει προς αυτήν. Στην καλύτερη Χάμπερμας, στη χειρότερη προκαθορισμένη από τα πριν αρμονία των »μονάδων», δηλαδή θεολογία.
    Και βέβαια θεωρώ όλα αυτά τα επιχειρήματα αλλεπάλληλες ταυτολογίες, σαν αυτές που μου καταλόγισες. Δεν ξέρω αν διακρίνομαι από μικροαστικές αντιφάσεις, αλλά τουλάχιστον δεν διακρίνουμε από πανταχού παρούσες μικροαστικές »συνθέσεις» (δηλαδή »ουδετεροποιήσεις» και ευνουχισμούς των αντίθετων απόψεων, στο όνομα μιας απόλυτης ομοφωνίας που κρύβει κάτω από το χαλί πραγματικές κοινωνικοπολιτικές εντάσεις).

    Κατά τα άλλα:

    1. Ούτε η σχέση θεσμίζουσας-θεσμισμένης κοινωνίας ούτε η σχέση αυτονομίας-ετερονομίας μπορεί να είναι σχέση »πάλης αντιθέτων» οπως το συζητήσαμε εδώ, γιατί αυτό θα ενέπιπτε κατά Καστοριάδη στην »συνολοταυτιστική» σκέψη (στη διαλεκτική της εκδοχή, ταυτότητα της ταυτότητας και της ετερότητας, ενότητα και πάλη των αντιθέτων κλπ). Πρακτικώς όλα αυτά έχουν τεράστια σημασία, όπως είπα είναι η πηγή όλων των διαφωνιών μας χωρίς υπερβολή, και πρέπει να το ξεκαθαρίσεις πως ο Καστοριάδης και άλλοι δεν μιλούν για »πάλη αντιθέτων» όπως την θέσαμε εδώ. Η ριζική ετερότητα που θέλουν να διασώσουν οι Καστοριάδης, Ντ/Γκ και άλλοι, δεν είναι για αυτούς το »αντίθετο» της ταυτότητας που συγκρούεται μαζί της, στερεώνοντας έτσι την επιβολή της.
    2. Αν συμφωνείς με αυτό, πρέπει να μου εξηγήσεις πώς ένα δίκτυο που έχει τάσεις ιεραρχικοποίησης, πώς θα τις φρενάρει και επίσης πώς δεν θα είναι ευάλωτο, όντως »παρθένο και αθώο» δίκτυο, στην επιβολή ιδεολογιών και πρακτικών ιεραρχικοποίησης από το αστικό καθεστώς (έχει να κάνει με τα σύνορα που είπαμε, και την πολιτική οργάνωση)

    Επίσης, πώς θα στραφεί ένα τέτοιο »πλήθους» στους χώρους εργασίας, εκεί που η επιβολή είναι πολύ σκληρή; Ξόφθαλμη »παράλειψη» των Αγανακτισμένων (στις αρχές μάλιστα, δεν θέλανε να ακούνε για τέτοια »άσχετα» με την πλατεία ζητήματα).

  13. @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

    Για Στίρνερ απλά παραπέμπω στη »Γερμανική Ιδεολογία», αυτό το θεμελιώδες έργο του μαρξισμού. Γενικά, πιστεύω παραβλέπεις πολλές πλευρές των »Αγακτισμένων». Τον χωρισμό σε άνω και κάτω πλατεία στο Σύνταγμα πώς τον εξηγείς; Διαπεράστηκαν οι »Αγανακτισμένοι» από κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και ειδικότερα ταξική πάλη, ή έμειναν απρόσβλητοι; Πώς θα προχωρούσε αυτή η διαδικασία αντιπαραθέσεων; Ή δεν υπάρχουν αυτές οι συγκρούσεις παρά μόνο το ζεύγος αυτονομία-ετερονομία, oπότε εκεί που οι Αγανακτισμένοι πήγαιναν αυτόνομα ετερονομήθηκαν; To ότι καταδίκαζαν γενικά (μόνο προς το τέλος άρχισε να αλλάζει αυτό) »τη βία από όπου και αν προέρχεται», είναι οκ; Είναι άσχετη η διάλυσή τους (από το αστικό Κράτος, ναι), με τα ιδεολογικοπολιτικά τους χαρακτηριστικά; Πώς θα τα χαρακτήριζες όλα αυτά; Είναι αντιπροσωπευτική όλων αυτών η θέση σου ότι το πρόβλημα ήταν η έλλειψη »βούλησης για ένωση»;

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Σέβομαι την άρνηση σου να συζητήσεις περαιτέρω τα του Στίρνερ, άλλωστε η συζήτηση τείνει εν προκειμένω να μεταβληθεί σε διάλογο κωφών. Απλώς επειδή θέτεις τα ερωτήματα, σού απαντώ:
      1. εξαρτάται ποιός έχει γράψει το λεξικό,
      2. όπως μετράνε ο Μαρξ και ο Λένιν, έτσι μετράνε και ο Στίρνερ με τον Προυντόν.

      «Δυστυχώς όλοι καναλιζάρονται μέσα στο κοινωνικό πεδίο σε διακριτά πολιτικοιδεολογικά ρεύματα»: Μήπως ΣΥ καναλιζάρεις θεωρητικώς τους ανθρώπους σε ρεύματα, αποδίδοντάς τους ταυτότητες που ούτε έχουν ούτε και διανοήθηκαν ποτέ ότι θα μπορούσαν να έχουν;

      Δεν κατέστην ίσως σαφής. Είπα ότι οι συγκροτούντες μίαν Ένωση πρέπει να ομοφωνήσουν στο πρόταγμά της· διαφορετικά ή δεν θα συγκροτηθεί η Ένωση, ή -χειρότερα- θα συμπηχθεί μία ετερόνομη δομή. Από εκεί και πέρα, οι τεχνικές λεπτομέρειες ενός σχεδίου ή το συγκεκριμένο πρόγραμμα για φλέγοντα ζητήματα, αυτονοήτως επιλύεται βάσει της σύνθεσης. Διαφορετικά, οι επιλογές είναι δύο: ή ο διαφωνών θα πρέπει να υποταχθεί στην πλειοψηφούσα αντίληψη (όμως αυτό θα εσήμαινε μίαν εισβολή της ετερονομίας και την απόκρυψη των πραγματικών εντάσεων), ή την αποχώρηση της μειοψηφίας από την Ένωση (που είναι και το εντιμώτερο, όμως μακροπρόθεσμα οδηγεί στην ετερονομία λόγῳ της στέρησης της δημιουργικότητας των αποχωρησάντων). Τελικώς, άν οι μερικώτερες αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν ομόφωνα βάσει ενός προτάγματος που ομόφωνα υιοθετήθηκε, σημαίνει ότι το πρόταγμα κάπου πάσχει, οπότε η μόνη σοβαρή λύση είναι να επανασυζητηθεί το πρόταγμα, οι «θεμελιώδεις αρχές». Και για να μην παρανοηθώ στο ζήτημα της σύνθεσης, δεν εννοώ μία μονοσήμαντη «συρραφή»· μπορεί να σημαίνει την επικράτηση της μίας άποψης μέσῳ της επιχειρηματολογίας.

      Άν η πάλη αντιθέτων εισάγεται βάσει της εγελομαρξικής διαλεκτικής, πράγματι ο Καστοριάδης θα διαφωνούσε. Νοούμενη όμως όπως το έθεσα εξ αρχής (με μία σμιτιανή, άν θέλεις, συνυποδήλωση), εκφράζει ακριβώς την καστοριαδική διάκριση (συνολοταυτιστικής) διαφοράς και ετερότητας. Η πολιτική πάλη των αντιθέτων είναι η εκδίπλωση της ετερότητάς τους. Εν τούτοις, εν πάση περιπτώσει, κανένας θεσμός δεν εκφεύγει πλήρως της συνολοταυτιστικής διάστασης (εν προκειμένω του λέγειν).
      Γράφεις: «Η αυτονομία και ο νοηματικός (αυτο)καθορισμός προυποθέτει, το είπα, σύνορα. Στοιχειώδες, αυτοκαθορισμός διά του ετεροκαθορισμού και το αντίστροφο». Ό,τι ο Καστοριάδης καταγγέλει εσύ τού το αποδίδεις!!! Η όλη υπόθεση της διάκρισης διαφοράς-ετερότητας είναι ότι τα διαφορετικά μπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τα ριζικώς έτερα (ΦΘΚ, σελ. 284 εξ.)!!! Εσύ όμως ανάγεις τον αυτοκαθορισμό στον ετεροκαθορισμό, και τούμπαλιν, θεωρώντας το μάλιστα «στοιχειώδες»!!! Η αναφορά στα «σύνορα» κορυφώνει την συνολιστική σου αντίληψη.
      Όσο για την «καθαρότητα» και «απολυτότητα» της αυτονομίας που δεν μπορεί να επιτευχθεί, τί ακριβώς εννοείς;

      Δεν σού κατηγόρησα την οργανωτικότητα. Και η αυτόνομη θέσμιση, οργάνωση είναι. Άν συνοψίζαμε αδρά την διάκριση αυτονομίας-ετερονομίας σε μία φράση, θα ήταν : «Κάνω και πιστεύω το χ, όχι επειδή το λέγει το Κόμμα/ο Θεός/η Επιστήμη, κτλ, αλλά επειδή εγώ ο ίδιος, δέσμιος ίσως του παρόντος, το επικροτώ· και είμαι έτοιμος να το αμφισβητήσω, είμαι έτοιμος να μην το περιβάλω με καμμία ιδιότητα που θα το καταστήσει δυνάμει αιώνιο και στατικό».

      Προφανώς και διαπεράστηκαν οι Αγανακτισμένοι από τις κοινωνικές συγκρούσεις: η συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκε σε μεσαία στρώματα υπαλλήλων, εμπόρων, φοιτητών, ελευθέρων επαγγελματιών, ήταν λοιπόν αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό καθόρισε και τα αιτήματά τους: τα μεσαία στρώματα επιθυμούν να επιστρέψουν σε ό,τι είχαν στο άμεσο παρελθόν και το έχασαν (που πολύ απλά περιγράφεται στο σχόλιο του Νίκου Αργυρόπουλου). Η αποφυγή παρέμβασης στους χώρους εργασίας και ιδίως στα εργοστάσια, καταδεικνύει ακριβώς ότι δεν προσέγγιζαν την ταυτότητα του βιομηχανικού προλεταρίου. Και, τους αντιμετωπίζω ως σημαντικό σταθμό για την πορεία προς την ριζοσπαστική αυτονομία: δεν τους θεωρώ ούτε ηθικά καλούς (όπως ο καθείς αντιλαμβάνεται το καλό), ούτε και φιλεργατιστές.
      Και αυτό που είπα είναι ότι έλειπε η βούληση να Ενωθούν, δηλαδή, παρά την ύπαρξη κάποιων υλικών προϋποθέσεων, δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν μία Ένωση στηριγμένη στο πρόταγμα της αυτονομίας. Πουθενά δεν λέγω ότι οι Αγανακτισμένοι υπήρξαν το αποκορύφωμα της αυτονομίας. Η ειρηνική τους διάθεση δεν σχετίζεται άμεσα με την έλλειψη βουλήσεως. Αντιθέτως, ο ειρηνισμός θα μπορούσε να φανερώνει μία κατ’ αρχήν σώφρονα τακτική: γνωρίζουν την ισχύ του αντιπάλου, οπότε αποσκοπώντας σε μεγαλύτερη απεύθυνση κάνουν λίγο τουμπεκί… Η έλλειψη βουλήσεως φαίνεται όταν τελικώς διολισθαίνουν προς την βία, αλλά αυτή είναι σπασμωδική, αμυντική, χωρίς επαρκή μέσα, κοινώς απαρασκεύαστη. Οπότε το αστικό Κράτος τούς καταχωρεί πλέον ως δυνάμει απειλή και, ως ισχυρότερο, εύκολα τους εξουδετερώνει.
      Ο χωρισμός σε άνω και κάτω πλατεία δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία: δεικνύει σαφέστατα τις διακυμάνσεις των μεσαίων στρωμάτων (εθνικισμός + άμεση δημοκρατία), που όμως εν καιρώ κρίσης δεν δύνανται εύκολα να ταυτοποιηθούν ως δεξιά-αριστερά. Άλλωστε, το «δεξιό ρεύμα» προϋπήρχε της κάτω πλατείας, στον χώρο του Συντάγματος· μόνον εν συνεχεία συσσωματώθηκαν στην αντίληψη του κόσμου, για να επανεφευρεθούν οι διαφορές τους λίγο αργότερα. Ωστόσο θεωρώ ότι ούτε αυτή ούτε και κάποια άλλη διαφοροποίηση ήταν τόσο σημαντική και αγεφύρωτη, όπως παρατηρείς. Ο Αγανακτισμένος είναι από μόνος του μία νέα πολιτική ταυτότητα.

      • Όχι στην ιδανική κοινωνία, αλλά κατά τη διάρκεια σύγκρουσης με τον αντίπαλο σήμερα, υποστηρίζω πως είναι αναγκαία μια ορισμένη νοηματική κλειστότητα για να μπορεί να λάβει χώρα ο αυτοπροσδιορισμός διά του ετεροπροσδιορισμού σε σχέση με το αντίπαλο, κυρίαρχο καθεστώς.
        Αυτό είναι προφανώς η δική μου άποψη για το σήμερα και όχι του Καστοριάδη.
        Δεν θεωρώ ότι δίνει ο Καστοριάδης πραγματική απάντηση περί της »αυτονομίας» της αυτοθέσμισης, δες σελ 165-169. Πάντα θα έχουμε θεσμούς, πάντα θα έχουμε αδιαφάνεια, το πρόβλημα δεν είναι η σχέση αλλά η ξένωση μέσα στη σχέση, λέει. Εντελώς διαλεκτικά, κάθε αυτοκαθορισμός προυποθέτει τη σχέση με ένα έτερο (ετεροπροσδιορισμός). Αφού ο Καστοριάδης λέει πως θα υπάρχει Η ΣΧΕΣΗ, δεν βλέπω πως υπερβαίνει τη διαλεκτική σε αυτό, ακόμα και αν έχουμε να κάνουμε όχι με μια διαλεκτική της »έλλειψης» (την οποία κατακρίνει, και εδώ αναφέρεται μάλλον στον Λακάν έμμεσα), αλλά με μια διαλεκτική του ορίου, με την »πράξη» να αποτελεί το »κάτι παραπάνω» (εξ ου και η έννοια του επαναστατικού προτάγματος). Δεν ανάγω τον αυτοπροσδιορισμό στον ετεροπροσδιορισμό, συνθήκη ύπαρξης του αυτοπροσδιορισμού είναι κάτι »εξωτερικό» ως προς αυτό (μια διαφορά που »επανεισέρχεται» διαρκώς). Αυτό είναι ο θεσμός, το κοινωνικοιστορικό, το ασυνείδητο, κλπ κλπ κλπ. Μια άπειρη διαδικασία μάθησης, μια διαδικασία διάνυσης των διαφορών, δηλαδή η Ιδέα του Χέγκελ, αυτό είναι. Αν σκεφτείς ποτέ κάποιον αυτοκαθορισμό χωρίς σύνορα και προσδιορισμό σε σχέση με κάτι έτερο (αυτό που σε ενόχλησε), στείλε μου.

        Η ενασχόλησή του με συστήματα, πληροφορική κλπ τον κάνει βέβαια να γνωρίζει το »αναποφάνσιμο», και σωστό δίνει αυτά τα credits στη πρακτική. Απλά στο όνομα της έμφασης στο »υπόλειμμα» που δεν ολοποιείται, δεν τον νοιάζει να σκεφτεί πιο σοβαρά το »πέρασμα» από το σήμερα στο αύριο. Όχι εν είδει »συνταγών για τις κουζίνες του μέλλοντος», αλλά εξηγώντας μας πχ ποιά η σχέση της εργατικής τάξης με την αστική τάξη και με τους φαντασιακά απελευθερωμένους κλπ. Κάτι για την πολιτική στρατηγική δηλαδή, κάτι που δεν θα απέληγε απλά στο δοξάζω τους Αγανακτισμένους, όπως κατά τη γνώμη μου κάνεις, υποβαθμίζοντας τις κριτικές πλευρές.
        Το να υπάρχει ένα »υπόλειμμα» το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί στην ταυτότητα των όρων, το επιτρέπει η διαλεκτική, και αυτό είναι το λεγόμενο »αρνητικό». Για την ερμηνεία του αρνητικού ως απουσία της παρουσίας, δες πχ του Roy Bhaskar το βιβλίο για τη διαλεκτική.
        Ο Καστοριάδης είναι απίστευτος χασάπης του Χέγκελ στην ΦΘΚ, απίστευτος όμως (!), και αυτό το αποδεικνύει ΟΛΗ η σύγχρονη βιβλιογραφία για τον Χέγκελ, την οποία εσείς οι φανατικά καστοριαδικοί που τον φετιχοποιείται (πώς είμαι εγώ αντικαστοριαδικός) παραβλέπετε.

        Από τη στιγμή που πστεύεις ότι ΕΓΩ καναλιζάρω τους ανθρώπους σε πραγματικά ιδεολοπολιτική ρεύματα, λες και δεν έχουν ταυτότητες, λες και δεν θα δήλωναν φιλελεύθεροι, αναρχικοί, βασιλόφρονες, κομμουνιστές, δημοκράτες, αριστεροπροοδευτικοί, κλπ, λες και αν κάποιοι δεν δήλωναν, το σύνολο των απόψεών τους δεν θα τους τοποθετούσε κάπου στο πολιτικό φάσμα, εκτός από το ότι η δική μου εμπειρία (σχεδόν κάθε μέρα στις προσυνελεύσεις, ειδικά μια συγκεκριμένη περίοδο, στις συνελεύσεις στις 9 αρκετές φορές, στις πορείες κλπ), το εντελώς αντίθετο δείχνει. Από την πρώτη ατάκα μπορούσες να προγνώσεις σχεδόν ποιά θα ήταν η ανάλυσή τους και η πρότασή τους. Μολονότι εντελώς αντιφατικά τα περισσότερο, το πεδίο του λόγου τον οποίο μιλούσε ο καθένας ήταν πολιτικοιδεολογικά σαφές.

        Και με τη »σύνθεση» παντού και πάντα διαφωνώ τελείως, όταν τίθενται ταξικά και σοβαρά κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά αλλά και κομβικά τακτικά ζητήματα, είναι ωμός ιδεαλισμός να νομίζεις ότι θα συνθέτεις πάντα (ισχύουν όσα είπα προηγουμένως εδώ για προκαθορισμένες αρμονίες, θεολογία κ.ο.κ), στην άλλη κοινωνία ίσως συμβαίνει αυτό, όχι σήμερα. Η »διαίρεση» της πλατείας και οι αντιφατικές αποφάσεις των συνελεύσεων (πολύ αντιφατικές) υπήρξαν πολύ χαρακτηριστικές, τελείωσα και με αυτό. Οι Αρχαίοι Αθηναίοι δεν ξέρω πόσο συνέθεταν και πόσο όχι, εγώ κάτι ψηφοφορίες θυμάμαι.

        Η πολιτική ταυτότητα του Αγανακτισμένοι εκφράστηκε εκλογικά, και αυτό ήταν. Όπως γράφω όμως, τέτοιες κινήσεις »πλήθους» θα τα δούμε μπροστά μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι δεν είναι το επαναστατικό υποκείμενο (είπα γιατί δεν είναι). Αυτό σημαίνει πως ο απόλυτος αφορισμός και το σνομπάρισμα είναι πολιτικά λάθος. Αποδείχτηκε και από τη μεταστροφή της στάσης πολιτικών χώρων. Από την άλλη όπως το προσεγγίζεις εσύ δεν βλέπω τί νόημα έχει το ό,τιδήποτε λέει κανείς ή κάνει πέρα από αυτό που »αυθόρμητα», δηλαδή στα τυχαία ξεσπάσματα, θα συμβαίνει.

        Τελευταίο, για Μάρξ-Λένιν, Στίρνερ-Προυντόν, το »μεγάλο έργο» του Προυντόν, »Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας», έχει 309394840203939 λάθη, πέρα από το Μάρξ που του κάνει κριτική στην »αθλιότητα της φιλοσοφίας», από τα πρώτα βιβλία του που είχα την τύχη να διαβάσω, αρκεί να ρίξει κανείς μια μάτια στο τί γράφει τελοσπάντων. Παίρνει τον Χέγκελ και τον κάνει πιο ιδεαλιστή από ότι είναι (κι όμως!), με »υλιστικές» πινελιές, εντελώς μεγαλομανής, αυτά που γράφει για την οικονομία είναι παιδαριώδη. Δεν αναιρώ την ιστορική του αξία, αλλά το ότι »μετρά» σήμερα. Δεν μετρούν όλοι το ίδιο και θα συμφωνούσε ο Κορνήλιος μαζί μου, ο οποίος γενικά τους έκραζε σχεδόν όλους τους άλλους »φιλοσόφους», ειδικά εκείνους της εποχής του. Για τον Στίρνερ πάλι στη κριτική του Μάρξ παρέπεμψα, αν πιστεύεις ότι μετρούν το ίδιο θεωρητικά αλλά και στον ιστορικό της αντίκτυπο, πάω πάσο.Το ίδιο ισχύει και για τον Λένιν που έβαλε το (μεγάλο) λιθαράκι του να βγουν από τις λάσπες εκατομμύρια άνθρωποι.

        Αυτά που λες, αφού όπως λες έχουμε διάλογο κωφών, ας λήξει εδώ. Από αυτή την πάλη αντιθέτων βγαίνω λιγότερο μικροαστός. bb

  14. @Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος

    Έχω ορθογραφικά λόγω βιασύνης αλλά βγαίνει νόημα. Αυτά, για τα υπόλοιπα παραπέμπω στο κείμενο.

    • Συνειδητοποιημένος Αγανακτισμένος Says:

      Δεν σχολίασες καθόλου όσα είπα περί της Ενώσεως και του τρόπου λήψης των αποφάσεων, που είναι και τα πιο σημαντικά, μετατρέποντας την συζήτηση σε άκρως ακαδημαϊκή. Αυτό που έχει νόημα δεν είναι η τάδε ή η δείνα βιβλιογραφία, είναι οι απαντήσεις που προσανατολίζονται στην επίλυση των πρακτικών ζητημάτων.

      «το πεδίο του λόγου τον οποίο μιλούσε ο καθένας ήταν πολιτικοιδεολογικά σαφές»: Σαφές σε ποιόν και με ποιά κριτήρια;

      Πολλά μπορούν να ειπωθούν για την μαρξική κριτική στον Προυντόν. Εγώ απλώς θα αναφέρω την νεκρολογία που έγραψε ο Μαρξ για τον Προυντόν που μόλις είχε αποβιώσει (Μαρξ, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, σελ. 175-183, εκδ. Αναγνωστίδη), όπου βασικό χαρακτηριστικό του έργου του θεωρεί τον «αδέξιο και δυσάρεστο σχολαστικισμό του αυτοδίδακτου που παρασταίνει τον πολυμαθή, τον άλλοτε εργάτη που έχασε την περηφάνεια να γνωρίζει τον εαυτό του ανεξάρτητο και πρωτότυπο στοχαστή». Παρακάτω τον αποκαλεί «νεόπλουτο της επιστήμης» και πολλά ακόμη. Βεβαίως, ο Προυντόν είχε την ατυχία να είναι γιός χωρικών, πράγματι αυτοδίδακτος, μορφούμενος δια της ανάγνωσης των έργων που τύπωνε, διότι εργαζόταν ως τυπογράφος. Φυσικά ο Μαρξ, που είχε την οικονομική δυνατότητα να περιφέρεται από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, τρεφόμενος από την περιουσία του πατέρα του, του Ένγκελς, και του θείου του Benjamin Philips (του οποίου τα παιδιά, πρώτοι εξάδελφοι του Μαρξ, ίδρυσαν την Philips Electronics), σνομπάριζε τον «αυτοδημιούργητο» Προυντόν. Επίσης, κατηγορεί τον Προυντόν ότι «εξάπτεται εν ψυχρώ»: ο ίδιος ο Μαρξ γράφει τις παραπάνω κακοήθειες το 1865, 20 χρόνια (!!!) μετά την έκδοση του βιβλίου του Προυντόν (1847), που, επαναλαμβάνω, μόλις είχε πεθάνει!!! Ο Μαρξ καταλόγιζει ακόμη στον Προυντόν «αισθήματα μικρομπακάλη, που τον σπρώχνουν να χτυπάει μ’ έναν άπρεπο και σκαιό τρόπο»: κατά πόσον ο Μαρξ περιεγράφε τον Προυντόν ή τον εαυτό του με αυτό το σχόλιο, το δείχνουν τα προαναφερθέντα. Αυτά τα ολίγα για το ήθος του ανδρός. Κι εμείς, μετά από 150 έτη, συνεχίζουμε να εκθειάζουμε και να μελετούμε το έργο του Μαρξ, χωρίς να εντυπωσιαζόμαστε που ύστερα από τόση μαρξιστική μελέτη και επανάσταση, ο καπιταλισμός «κλυδωνίζεται», μά δεν βυθίζεται!!! Και ο Προυντόν χάνεται, ως ψιχίο της ιστορίας του αναρχισμού, χωρίς να επανεξετάζεται ούτε κατ’ ελάχιστον η σκέψη του, γνωστή στους περισσοτέρους μόνο μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέπτη της μαρξικής κριτικής!

Αφήστε απάντηση στον/στην Ονειρμός Ακύρωση απάντησης