«Η Εκδίκηση του Πολιτισμού» – Μια συνέντευξη στη μνήμη του Stuart Hall (1932 – 2014).

Η εικονογράφηση ανήκει στο Gary Neill

Απογοητευμένος, αλλά όχι ηττημένος μιλάει στο Λόρι Τέιλορ για τα όρια του φιλελευθερισμού. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό New Humanist και πηγή μας είναι ο ιστότοπος http://rationalist.org.uk

Μετάφραση για τη Λέσχη: Γούσης Κώστας, Πελεκανίδης Θοδωρής

Έχω κάπως αργήσει να φτάσω στο σπίτι του Στιούαρτ Χωλ στο Βόρειο Λονδίνο. Ο κατά τα άλλα ικανός οδηγός που με μεταφέρει δυσκολεύεται με την ιδιαίτερη ονοματοδοσία των δρόμων που μας περιβάλλουν. «Πώς λεγόταν αυτός ο δρόμος που μόλις περάσαμε;», με ρωτάει. Γυρίζω και κοιτάζω μέσα από το σκονισμένο πίσω παράθυρο. Επιτέλους το βρήκαμε. «Αγαμέμνων», του λέω. «Και είμαστε εντάξει. Βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Είναι άλλος ένας μύθος». Η πόρτα μόλις που έχει κλείσει πίσω μου και ήδη βρίσκομαι να συζητάω με τον Στιούαρτ Χωλ για το δίκτυο των δρόμων της περιοχής όπου ζει, σχολιάζοντας τους ανίδεους τύπους που πρέπει να εξηγούν σχετικά με τον Αγαμέμνονα ή τον Οδυσσέα κάθε φορά που θέλουν να παραγγείλουν μια πίτσα ή τους κατοίκους της οδού Ajax που πρέπει να ευχαριστούν το γνωστό αφρίζον καθαριστικό μπάνιου για το ότι είναι γνωστός ο δρόμος τους, ή ακόμη τις δυστυχισμένες ψυχές της οδού Νάρκισσου, που συχνά διαπληκτίζονται με φίλους που θεωρούν ότι επέλεξαν να μείνουν εκεί εξαιτίας της υπερβολικής αυτοεκτίμησης. Τα ονόματα των οδών, συμφωνούμε, είναι θαυμάσια παραδείγματα ενός καλοπροαίρετου πατερναλισμού των τοπικών αρχών, μικρά κουίζ με σκοπό τη βελτίωση των κατώτερων τάξεων. Βλέπετε τη λογική. Εάν πρόκειται να περάσεις το μισό της ζωής σου σε ένα δρόμο που έχει πάρει το όνομα του από τον Αγαμέμνονα, δεν είναι πολύ πιθανό κάποια μέρα να βρεθείς στην τοπική βιβλιοθήκη ζητώντας τα έργα του Ομήρου;

Ο Στιούαρτ ήδη γελάει. Αυτό είναι ένα καλό νέο. Άκουσα τόσα πολλά για την ασθένεια του τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα στο δρόμο για το σπίτι του να έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι ίσως να είναι πλέον δύσκολο να αποσπάσω αυτό το υπέροχο απαλό παιχνιδιάρικο συγκρατημένο γέλιο – ένα σχεδόν συνωμοτικό γέλιο – με το οποίο περιβάλλει τους φίλους και τους πολυάριθμους θαυμαστές συναδέλφους που απέκτησε κατά τη διάρκεια της διαδρομής του από τη New Left Review στα τέλη του ’50, στο Κέντρο για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές στο Μπίρμινγκχαμ το ’60 και το ’70, και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο στο τελευταίο τρίτο του αιώνα.

Πάντοτε απολάμβανα αυτό το συγκρατημένο γέλιο. Πριν χρόνια στα ακαδημαϊκά συνέδρια, όταν ήταν είτε απασχολημένος δίνοντας ζωή κι ενέργεια στο καινούργιο αντικείμενο των πολιτισμικών σπουδών είτε προσέφευγε επίμονα στις ιδέες των μετα-δομιστών προκειμένου να επιτύχει νέες αναγνώσεις του Μαρξ, το γέλιο του μου επιβεβαίωνε ότι η παρέα μου του ήταν αρεστή, ακόμη κι αν δεν ήμουν ακριβώς ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο θα στρεφόταν όταν ήθελε να συζητήσει ορισμένα από τα καλύτερα σημεία της θεωρίας για την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων των μέσων επικοινωνίας ή της αντίληψης του Αλτουσέρ για την ηγεμονία.

Του λέω ότι είμαι χαρούμενος που τον βλέπω καλά, προσθέτοντας ότι τόσοι πολλοί φίλοι ήταν ανήσυχοι για την κατάσταση της υγείας του. Εκ πρώτης όψεως, αναζητούσαν ένα ιατρικό ανακοινωθέν, αλλά η ένταση της αναζήτησης μαρτυρούσε σε μένα ότι αυτό που πραγματικά ρωτούσαν ήταν αν ο Στιούαρτ είχε ακόμη τη δύναμη, αν μπορούσαν να υπολογίζουν ακόμη σ’ αυτόν για να τους παρέχει εκείνο τον τύπο διεισδυτικής πολιτικής ανάλυσης που έκανε τόσους πολλούς από μας να αναγνωρίσουμε την πραγματική σημασία του Θατσερισμού και των Νέων Εργατικών.

Λόρι, είμαι εκπληκτικά καλά από πολλές απόψεις. Είχα νεφρική ανεπάρκεια, σε άσχημη κατάσταση. Χωρίς αιμοκάθαρση θα είχα σβήσει. Αυτή η κατάσταση επωαζόταν πολύ καιρό. Το πρόβλημα διαπιστώθηκε τη δεκαετία του ’80 και σταδιακά αναπτυσσόταν.

Και αυτό σήμαινε ότι τώρα ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να έχει το ίδιο επίπεδο πολιτικής συμμετοχής;

«Πηγαίνω για αιμοκάθαρση τρεις φορές τη βδομάδα. Περνάω όλη τη Δευτέρα διευθύνοντας ένα πρότζεκτ στο κέντρο τεχνών. Δεν έχω καθόλου χρόνο για κοινωνικές δραστηριότητες. Δεν πηγαίνω σε συνέδρια και ούτε σε μέρη που συναντάς πολλούς ανθρώπους.»

Έχεις σταματήσει να γράφεις για πολιτική;

«Μπορώ να συνεχίσω να κάνω ένα περιορισμένο αριθμό πραγμάτων. Όταν γράφεις για πολιτική όλοι σου λένε έλα να μιλήσεις. Αυτό δε μπορώ πλέον να το κάνω. Όχι μεγάλες ομιλίες. Πρόκειται το επόμενο διάστημα να κάνω τρεις μεγάλες διαλέξεις. Ξυπνάω στις 4 το πρωί και σκέφτομαι γι’ αυτές. Μπορώ να μιλάω ανεπίσημα, αλλά όταν πρόκειται για μεγάλη δημόσια συζήτηση, τότε ανεβαίνει η αδρεναλίνη μου. Χρησιμοποιεί όλο το υγρό του σώματος μου, και μόλις τελειώσει η διάλεξη καταλήγω άρρωστος. Πραγματικά άρρωστος.»

Ντρέπομαι λίγο με αυτή την περιγραφή της κατάστασής του. Και δεν είναι τόσο οι ιατρικές λεπτομέρειες που με ταράζουν όσο η σχετική ενοχή που νιώθω για το λόγο ότι υπέθαλψα την – διαδεδομένη μεταξύ προηγούμενων φίλων και συναδέλφων – ιδέα ότι ο πραγματικός λόγος για τη σχετική πολιτική σιωπή του Στιούαρτ δεν είναι τόσο η αρρώστια όσο η απογοήτευση. Γι’ αυτό το λόγο μου είχαν πει ότι αφιερώνει πλέον τόσο χρόνο στο ευλογημένο κέντρο εικαστικών τεχνών. Λειτουργεί ως ένα είδος άλλοθι. Αποφάσισα να προσεγγίσω το ζήτημα με πλάγιο τρόπο. Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να εμπλακεί τόσο πολύ με τις εικαστικές τέχνες;

«Όταν βγήκα στη σύνταξη ήθελα να κάνω κάτι νέο. Δε μου άρεσε η ιδέα να είμαι ακαδημαϊκός χωρίς να ανήκω πλέον σε κάποιο ίδρυμα. Πάντοτε εργαζόμουν στα πλαίσια κάποιων θεσμών και συλλογικοτήτων. Χωρίς την έννοια της ομάδας νιώθω κάπως στα χαμένα. Η ιδέα του να συνεχίσω τη μελέτη μόνο μου στο γραφείο μου δε μου άρεσε καθόλου. Ήμουν πρόεδρος σε δυο οργανισμούς που διαλέγονταν με την πολιτιστική ποικιλομορφία στις τέχνες, ο ένας στις εικαστικές τέχνες και ο δεύτερος στη φωτογραφία, και κάπως τους έφερα μαζί και ζήτησα επιχορήγηση, γιατί σκεφτόμουν ότι έπρεπε να υπάρχει ένα κέντρο όπου πολλά απ’ αυτά τα έργα να εκτίθενται. Αυτή είναι μια σύντομη απάντηση. Μια μεγαλύτερη θα ανέτρεχε στη δεκαετία του ’80, καθώς από τότε έγραφα για τα ερωτήματα της πολιτισμικής ταυτότητας και πολύ δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα έγινε στις εικαστικές τέχνες από κοινότητες μειονοτήτων.»

Άρα, κάνουν λάθος όσοι βλέπουν σε αυτή τη στροφή μια ένδειξη κάποιου είδους πολιτικής απογοήτευσης;

«Δεν κάνουν τελείως λάθος. Δεν έχω εγκαταλείψει την πολιτική. Έχω ακόμη έντονο ενδιαφέρον για τα πολιτικά ζητήματα. Αλλά ναι, είμαι βαθιά πολιτικά απογοητευμένος. Δεν τίθεται ερώτημα γι’ αυτό. Κανένα ερώτημα. Ναι, έγραψα πολλά για το Θατσερισμό. Και ναι, είδα τους Νέους Εργατικούς να έρχονται. Και δε μου άρεσε. Ο ερχομός τους έφερε όσα ήξερα ότι θα φέρει. Αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό τώρα. Τι μπορώ να κάνω;

Πολύ απελπισμένη δεν ακούγεται αυτή η προσέγγιση; Αυτός δεν ήταν που πάντοτε επέμενε στη σημασία του να αναλύουμε το παρόν. Τον θυμάμαι να αναφέρεται στα λόγια του αγαπημένου του θεωρητικού Αντόνιο Γκράμσι σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα σε μια συλλογή κειμένων το 1989 εν ονόματι Out of Apathy: «Ο Γκράμσι είπε, “Γύρνα βίαια το πρόσωπό σου προς τα πράγματα όπως αυτά υπάρχουν σήμερα.” Όχι όπως θα ήθελες να είναι, όχι όπως νόμιζες ότι είναι πριν από δέκα χρόνια, όχι όπως λέγεται ότι είναι σε ιερά κείμενα, αλλά όπως πραγματικά είναι: το αντιφατικό, δύσβατο έδαφος της παρούσας συγκυρίας.»

Μου απάντησε προσφεύγοντας επίσης στο Γκράμσι. «Είμαι με την απαισιοδοξία της νόησης και την αισιοδοξία της βούλησης. Σκέφτομαι ότι πρέπει να αναλύει κανείς τα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά του και να προσπαθεί να τα κατανοεί ως αυτά που όντως είναι και όχι όπως θα τα ήθελε να είναι. Κι έπειτα να προσπαθεί να διακρίνει ποιες δυνατότητες υπάρχουν για αλλαγή και να εργάζεται γι’ αυτή. Ναι, αυτή είναι η στρατηγική μου.»

Επεδίωκε αυτή τη στρατηγική; Του υπενθύμισα πόσο σημαντική επίδραση είχε η ανάλυση του θατσερισμού (είναι ευρέως διαδομένο ότι αυτός ο –ισμός είναι δική του επινόηση) για πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους. Ενώ άλλοι ερμήνευαν την υπεροχή της σαν μια ιδιόμορφη πολιτική παρένθεση χωρίς ευρύτερη διαχρονική σημασία, αυτός διέκρινε τη βαθιά μεταβολή που λάμβανε χώρα. Έβλεπε ότι το brand name του θατσερισμού θα προσελκύσει τους παραδοσιακούς προερχόμενους από την εργατική τάξη ψηφοφόρους των Εργατικών, με την ίδια ματιά που είχε διακρίνει νωρίτερα ότι η ταξική δράση, πολυαγαπημένη αναφορά της παλιάς μαρξιστικής αριστεράς, θα εξασθενούσε μπροστά στα νέα καταναλωτικά πρότυπα και τις υπερβολές του lifestyle. Πού ήταν τώρα η νέα ανάλυση;

«Νομίζω ότι για πρώτη φορά νιώθω σα δεινόσαυρος. Όχι σε σχέση με τα συγκεκριμένα πράγματα ή προγράμματα στα οποία πιστεύω. Τα σημεία αναφοράς που οργάνωναν τον πολιτικό μου κόσμο και τις πολιτικές μου ελπίδες δε βρίσκονται πλέον τριγύρω. Οι Νέοι Εργατικοί είναι σα να έσβησαν την ίδια την ιδέα του «κοινωνικού» και του «δημοσίου». Το ιστορικό εγχείρημα των Νέων Εργατικών ήταν ακριβώς να τελειώνουν με την αντίληψη του κοινωνικού όπως εσείς κι εγώ την κατανοούμε.

Μιλούσε για τον τρόπο όπου τα άτομα μετατράπηκαν σε κονιορτοποιημένους καταναλωτές;

«Ναι, και οι προσπάθειες όλων μας των σχέσεων μιμούνται αυτή τη συνθήκη. Αλλά αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι η πληθώρα των αναφορών των Νέων Εργατικών στο χτίσιμο της κοινότητας. Αγόρασαν τη γλώσσα και την εκκένωσαν. Με ρωτάς για την προοδευτική πολιτική. Η προοδευτική πολιτική είναι κάθε μέρα στο στόμα τους. Η κοινότητα είναι κάθε μέρα στο στόμα τους. Η μεταρρύθμιση απορροφήθηκε απ’ αυτούς και χρησιμοποιήθηκε εκ νέου με ένα κάπως διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτή η επαναξιολόγηση όλων των κρίσιμων όρων, αυτή η γλωσσική μετατόπιση των Νέων Εργατικών, που δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα σε όποιον κρατάει μια κριτική στάση. Ποιους όρους μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να μιλήσεις για τις διαφωνίες σου;»

Κι αυτή η διαπίστωση φαίνεται κάπως απελπισμένη. Πού πήγαν εκείνες οι περιοχές αντίστασης, για τις οποίες είχε γράψει τόσο έντονα στο παρελθόν, εκείνοι οι τόποι όπου συγκροτούνταν η αντιπολίτευση στις πολιτικές πρακτικές ή στα μηνύματα του «κοινού νου» που πουλούσαν στη λιανική τα μέσα ενημέρωσης. (Τον θυμάμαι κάποτε να λέει ότι όσο πιο εμφανής τόσο πιο ιδεολογική ήταν μια δήλωση).

«Κοίτα, φυσικά και υπάρχουν περιοχές αντίστασης, αλλά δε βλέπω να συναρθρώνονται σε ένα πολιτικό πρόγραμμα, σε μια φιλοσοφία, έστω μια δήλωση. Δε βλέπω κάποιον που πιστεύει ότι θα γίνει προσπάθεια να αρθρωθεί μια τέτοια δήλωση. Ας πάρουμε το νομοσχέδιο για την εκπαίδευση. Υπήρχε κάποτε ένα ιστορικό πρόγραμμα, να μορφωθούν καλά όλα τα παιδιά. Ακόμη και ο αιματοβαμμένος Άνταμ Σμιθ πίστευε σ’ αυτό. Δε μπορούσες να έχεις μια κοινωνία της αγοράς χωρίς  να υπάρχει πρόσβαση επί ίσοις όροις σε μια αξιοπρεπή εκπαίδευση. Αυτό το ιστορικό πρόγραμμα δεν υπάρχει πλέον. Τώρα, θα εμπιστευόμαστε στο κεφάλαιο να διδάξει τα παιδιά μας. Τώρα θα έχουμε μια εκπαιδευτική αγορά, με πολλές επιλογές ώστε τα άτομα να μεγιστοποιούν τις ευκαιρίες τους. Αλλά οι άνθρωποι δε θέλουν να διαλέγουν το σχολείο και το νοσοκομείο. Θέλουν το καλύτερο νοσοκομείο και το καλύτερο σχολείο για όλους. Ο Τσαρλς Κλαρκ λέει ότι οι άνθρωποι δε νοιάζονται ποιος θα τους τα παρέχει τέτοια πράγματα. Εγώ νοιάζομαι. Δε νομίζω ότι οποιοσδήποτε πρέπει να βγάζει κέρδος από την υγεία. Αστείες παλιές σοσιαλιστικές ιδέες όπως αυτή. Ένα από τα τεράστια επιτεύγματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας ήταν ότι από-εμπορευματοποίησε την υγεία. Είπε ότι η υγεία είναι κοινό αγαθό και γι’ αυτό έπρεπε να τεθεί έξω από τη σύνδεση με το κέρδος. Δε μπορεί να παραδίδεις έτσι απλά στην αγορά ιδιωτικοποιώντας όλο το Εθνικό Σύστημα Υγείας κι έπειτα να μου λες ότι αυτό είναι ακριβώς αυτό που θα ήθελε ο Μπέβεριτζ. Αυτή η γραμμή είναι που με οδηγεί εντελώς στην παράνοια.»

Κατάλαβα ότι η κάπως ειρωνική νύξη μου ότι τα κύρια πολιτικά ένστικτα του Στιούαρτ είχαν αμβλυνθεί εξαιτίας των πολλών ωρών που σύχναζε σε κέντρα εικαστικών τεχνών, είχε ήδη απορριφθεί. Όμως γιατί κανένας άλλος δεν γνώριζε για τον μεγάλο του θυμό; Οι χρονικοί περιορισμοί που οφείλονταν στην ασθένειά του και οι ανησυχίες του για τις δημόσιες ομιλίες δεν θα έπρεπε να τον αποτρέπουν από το να εκφράζει τις απόψεις του. Μήπως κρατιόταν πίσω από την ίδια την δική του ανάλυση σχετικά με το πώς τα ΜΜΕ κατασκεύαζαν την συναίνεση εξαιρώντας από τον λόγο τους συγκεκριμένα ερωτήματα;

«Ναι, αυτά τα στηρίγματα της συναίνεσης με δυσκολεύουν. Ακούω τις διάφορες αερολογίες του σήμερα και περιμένω κάποιον να πει “ξέρεις, ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν ψήφισαν τους Εργατικούς είναι διότι δεν ταυτίζονται καθόλου με το πρόγραμμά τους”. Κανείς δεν το λέει αυτό. Βρίσκεται έξω από τα όρια του τι θεωρείται πολιτική συζήτηση. Η πολιτική συζήτηση σήμερα έχει να κάνει με τεχνικές άρθρωσης λόγου. Ο Κάμερον λέει ότι αυτό που οι Νέοι Εργατικοί θέλουν να κάνουν είναι μια χαρά, υπάρχουν όμως προβλήματα στην άρθρωση του λόγου τους. Όλο αυτό είναι κομμάτι της υποκρισίας του ότι δεν υπάρχουν βαθιές ιδεολογικές διαφορές, όταν στην πραγματικότητα αυτές οι ιδεολογικές διαφορές απλώς περιμένουν να εκφραστούν. Αλλά σχεδόν κανείς δεν το κάνει. Ξέρεις, ο άνθρωπος που φτάνει πιο κοντά στο να δώσει μια μη συναινετική εικόνα – κι αυτό είναι εκπληκτικό για μένα – είναι ο Ρόι Χάτερσλεϊ.» Χαμογελάει με την έκπληξή μου. «Ναι, συμφωνώ περισσότερο μαζί του παρά με οποιονδήποτε άλλο από τους ανταποκριτές που μου λένε για τον πολιτικό κόσμο με έναν στενό τρόπο. Υπάρχουν τεράστια πολιτικά θέματα εκεί έξω, που δεν μπαίνουν στην κουβέντα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για μένα να κάνω τηλεοπτική καριέρα στην βάση μίας ή δύο παρεμβάσεων. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχει μια τέτοια οργανωμένη κουβέντα σε εξέλιξη.»

«Θα πρέπει να διασκέδασες με τις προσπάθειες του Τζορτζ Γκάλογουεϊ να χρησιμοποιήσει το Big Brother για παρέμβαση.» «Α ναι. Ήταν εντελώς λανθασμένη η αντίληψή του ότι επρόκειτο για ένα αυθεντικό δημοφιλές γεγονός και ότι θα μπορούσε κάποιος να μπει εκεί και να περάσει ένα μήνυμα προς τα έξω με έναν μη μεταμορφωμένο τρόπο. Και η ίδια η μορφή τον νίκησε.» Ο Στιούαρτ κουνάει το κεφάλι του με δυσπιστία για την τόση αφέλεια.

Ήμουν έτοιμος να απομακρυνθώ από την θέση απογοήτευσης που διατηρούσα μέχρι τώρα, αλλά θυμήθηκα την βιβλιοκριτική του Stephen Howe για το νέο βιβλίο του Πέρι Άντερσον, σύμφωνα με την οποία ο Άντερσον δεν φαίνεται να βρίσκεται πλέον σε συνομιλία με τον Μαρξ. Ένιωθε και ο Στιούαρτ ότι ο Μαρξ δεν αποτελούσε πλέον ένα προεξέχον σημείο αναφοράς;

«Είμαι ακόμα μαρξιστής σε σχέση με το τι λέει ο Μαρξ για το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο εξακολουθεί να είναι μια φοβερά επαναστατική δύναμη. Έχει μεταμορφώσει τις ζωές μας. Τώρα βλέπουμε μια ακόμα παγκοσμιοποίηση, η οποία δημιουργεί έναν κόσμο – αγορά για το κεφάλαιο. Πρόκειται για την περίπου έβδομη προσπάθεια. Είχαμε όλα τα ήδη των παγκοσμιοποιήσεων: ιμπεριαλισμό, αποικιοκρατία, Ψυχρό Πόλεμο, αμερικανική ηγεμονία. Τώρα ο Μπλαιρ φιλοδοξεί ότι οι καπιταλιστές θα παρέχουν υγειονομική περίθαλψη για τα εγγόνια μου και ότι η Barclays ή η Tesco θα πρέπει να λειτουργούν το σχολείο μου. Είναι μια εκπληκτική φιλοδοξία. Συμβαίνει μόνο όταν το κεφάλαιο γίνεται μια τόσο μεγάλη παγκόσμια δύναμη.»

Όμως δεν υπάρχει μια ακόμα τεράστια παγκόσμια δύναμη, στην οποία είχε δοθεί ελάχιστη προσοχή από ένθερμους ριζοσπαστικούς τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90; Η άνοδος της φονταμενταλιστικής θρησκείας; Ήταν αυτό κάτι που το είχε προβλέψει;

«Δεν θα έλεγα ότι το είχα προβλέψει, αλλά ας πούμε ότι είμαι λιγότερο έκπληκτος από ότι άλλοι άνθρωποι για το θέμα αυτό. Βλέπεις, νομίζω ότι ο φιλελευθερισμός είναι ανόητος στο ζήτημα του πολιτισμού και αυτό φυσικά περιλαμβάνει και το θέμα της θρησκείας. Νομίζω ότι ο πολιτισμός περίμενε να πάρει την εκδίκησή του από την εκκοσμίκευσή, τον ορθολογισμό και τον μοντερνισμό. Ακόμα και στον κατακερματισμένο μοντέρνο εκκοσμικευμένο κόσμο υπάρχουν κάποιες έννοιες που είναι απαραίτητες προκειμένου να έχουμε μια συνεκτική ζωή για μας και να διεξάγουμε τον διάλογο σχετικά με την διαφορά μας με τους άλλους.»

Αυτό μου φαινόταν σαν μια εξαιρετική αντήχηση του ισχυρισμού του Τζον Γκρέι (στο τελευταίο τεύχος του New Humanist) ότι η εκκοσμίκευση και ο φιλελεύθερος ουμανισμός περιείχαν μέσα τους τις ίδιες αντιλήψεις για αυτό-βελτίωση και πρόοδο προς έναν καλύτερο κόσμο που βρίσκεται και στην καρδιά της θρησκείας. Υπό αυτή την έννοια η άνοδος του φονταμενταλισμού θα μπορούσε απλώς να θεωρηθεί ως μια επιστροφή των καταπιεσμένων.

Ο Στιούαρτ δεν φάνηκε να πτοείται καθόλου από τις προσπάθειές μου να τον συσχετίσω με τον μοιρολατρικό Γκρέι.

«Ναι, νομίζω ότι υπάρχει κάτι να ειπωθεί σε σχέση με την αντίληψη ότι οι φιλελεύθεροι ουμανιστές απέκτησαν μια θρησκευτική κάστα, ότι δημιούργησαν μια μεσσιανική ελπίδα, η οποία όμως βρισκόταν σε υλικό πλαίσιο και όχι στον ουρανό. Αλλά εγώ θα δώσω μια διαφορετική εξήγηση. Ο φιλελεύθερος ουμανισμός απέτυχε γιατί απευθύνθηκε μόνο στο ένα τρίτο, το ένα όγδοο, το ένα δέκατο του κόσμου. Δεν είχε αντίληψη της διαφορετικότητας, καμία αντίληψη ότι όταν το υπόλοιπο μέρος του κόσμου θα γινόταν κομμάτι της ιστορίας θα έκανε οτιδήποτε άλλο πέρα από το να σκεφτεί τον εαυτό του μέσω των ίδιων πραγμάτων με τον ίδιο τρόπο. Απέτυχε να κατανοήσει άλλους πολιτισμούς. Πρέπει να γνωρίζεις πόσο διαφορετικός είσαι από τον άλλον προτού κατασκευάσεις μια ταυτότητα για τον εαυτό σου.»

Επομένως δεν θα ήθελε να συμπαραταχθεί με συγγραφείς όμως ο Stephen Eric Bronner, οι οποίοι βλέπουν στην σημερινή εξάπλωση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και στους νέους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου και του συνέρχεσαι μια ευκαιρία να επισκεφτούμε και να «διεκδικήσουμε» ξανά τον Διαφωτισμό.

«Είμαι αναμφίβολα παιδί του Διαφωτισμού. Ξέρω τι έκανε ο Διαφωτισμός για να μας απελευθερώσει από την δεισιδαιμονία, από την θρησκεία. Ξέρω τι έκανε θεμελιώνοντας τον νόμο ως μια φαντασίωση, αλλά μια απαραίτητη φαντασίωση με πραγματικές επιπτώσεις στο να αποτρέπει τους ανθρώπους από το να φάνε ο ένας τον άλλον. Όλα αυτά τα πράγματα είναι εκπληκτικές πρόοδοι. Όμως στο βάθος του Διαφωτισμού υπάρχει η αποτυχία να πραγματευτεί την φυλή. Φυσικά δεν λέει αυτό που λεγόταν στην προηγούμενη περίοδο σχετικά με ανθρώπους εντελώς διαφορετικών ειδών, που είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι, σχετικά με δούλους που ανήκουν σε μια άλλη δημιουργία. Έκανε τον καθένα κομμάτι μιας ενιαίας δημιουργίας. Αλλά αυτό το έπραξε μόνο μέσω εξελικτικών διαφοροποιήσεων, μέσω διαφοροποιήσεων μεταξύ των παιδιών του πολιτισμού και αυτών που είναι όντως ορθολογικά. Και αυτή η διαφοροποίηση δεν χάθηκε ποτέ. Όμως ενδιαφέρομαι για το πώς να εξελίξουμε τώρα τον Διαφωτισμό και θα έλεγα ότι μια από τις μεγάλες τραγωδίες του Ισλάμ είναι το ότι δεν είχε τον δικό του Διαφωτισμό και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ένα συνεκτικό σημείο στο οποίο να μπορεί να σπάσει την κρούστα και να ξεκινήσει να προσδιορίζει το τι είναι το να είναι κανείς Μουσουλμάνος στον μοντέρνο κόσμο.»

Ο Στιούαρτ Χωλ πάντοτε είχε μια γαλβανιστική επιρροή πάνω στα διάφορα κοινά του. Αφού κάποιος τον διαβάσει ή τον ακούσει δεν νιώθει απλά εγγύτερα στο να κατανοήσει τον κόσμο, αλλά επίσης πολύ περισσότερο διατεθειμένος να αφοσιωθεί σε μια προσπάθεια να τον αλλάξει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος θέλει να προωθήσει κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές δράσεις. «Δεν μπορώ να σκεφτώ δημιουργικά ως ένας άνθρωπος της πολιτικής», είχε πει σε μια συνέντευξη στο “Μαρξισμός Σήμερα” το 1998. «Είμαι διανοούμενος και μπορώ να πολεμήσω σε μια μάχη σε αυτό το επίπεδο.»

Ένας πιο θεωρητικός λόγος γιατί ο Χωλ δε δένει το λάβαρό του με συγκεκριμένες δράσεις είναι η διαρκής συνειδητοποίησή του ότι η ανθρώπινη δράση επηρεάζεται από τις καταστάσεις. Με τα λόγια του Μαρξ «οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία αλλά όχι με τις προϋποθέσεις που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει». Αυτό δεν είναι, επιμένει, μια απαισιόδοξη οπτική.

«Δεν πιστεύω σε έναν μονόπλευρο τονισμό του επιπέδου της ελευθερίας της ιστορικής κίνησης που είναι διαθέσιμη σε εμάς. Η δράση πρέπει πρώτα να υποταχθεί στην λογική του τι είναι εκεί, στο έδαφος που πρέπει να επιχειρήσει. Η πιο αυθεντική δήλωση πρέπει να γίνει σε μια γλώσσα που θα κουβαλάει τα ίχνη του πώς οι άλλοι έχουν μιλήσει.»

Δεν είχα σκοπό να μιλήσω στον Στιούαρτ για τις πολιτισμικές σπουδές. Όμως κατάλαβα ότι οι εκκλήσεις του για μια ορθή αναγνώριση του εδάφους πάνω στο οποίο επιχειρούμε ήταν ένας τρόπος να αναφερθεί στην δουλειά της ξεκαθάρισης αυτού του εδάφους, στην ριζοσπαστική διανοητική πρακτική, την οποία ήλπιζε ότι μπορούσαν να διεξάγουν οι πολιτισμικές σπουδές. Ενδιαφερόταν ακόμα για αυτή την εκδοχή του ζητήματος;

«Ναι, θέλω να συνεχίσω να σκέφτομαι σχετικά με τις πολιτισμικές σπουδές. Όχι όμως ως πεδίο. Ποτέ μου δεν το υπερασπίστηκα ως πεδίο. Νομίζω ότι ως πεδίο περιέχει πολλά σκουπίδια.»

Επομένως ίσως τον βρω και πάλι να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση αποκωδικοποιώντας το κείμενο και αναλύοντας την έλλειψη της επικοινωνίας μεταξύ του παρουσιαστή και του κοινού;

«Μιλάω (απευθύνομαι) στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση όλη την ώρα. Λέω “αυτό δεν είναι αλήθεια” και “ψεύδεσαι” και “αυτό δεν μπορεί να είναι έτσι”. Συνεχίζω έναν τρέχοντα διάλογο και ασκώ κριτική στους ανθρώπους που γράφουν στις εφημερίδες και στα περιοδικά που διαβάζω. Έχω αυτή την διαμάχη στο κεφάλι μου. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι γιατί κανένας δεν αρθρώνει μια φιλοσοφική θέση για το τι μπορούν να κάνουν οι μοντέρνες κοινωνίες σαν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Πώς θα φαινόταν η πιθανότητα να κυβερνά το δημόσιο πάνω στο ιδιωτικό αντί το ιδιωτικό να κυβερνά τα πάντα; Μερικές κοινωνίες το κάνουν αυτό διαφορετικά από την δική μας. Η Σουηδία είναι ένα αυθεντικό παράδειγμα. Αλλά βρίσκεται υπό πίεση. Δεν θα αντέξει πολύ. Εάν δεν προστατευθεί, η παγκοσμιοποίηση θα την οδηγήσει προς τις αγορές, προς την ατομικότητα, την επιχειρηματικότητα, τον ανταγωνισμό.»

Μέχρι αυτό το σημείο ήμουν πολύ συγκεντρωμένος στην κουβέντα για να παρατηρήσω πόσο είχε κουραστεί ο Στιούαρτ. Όμως τώρα, καθώς διέκοψε για να ξεπεράσει έναν ξέσπασμα βήχα, καταλαβαίνω ότι υπήρξα εγωιστής. Καθώς μου δόθηκε η ευκαιρία που τόσο άλλοι θα είχαν απολαύσει, ήμουν συγκαταβατικός. Ψάχνω έναν ευγενικό τρόπο για ένα αισιόδοξο κλείσιμο. «Λοιπόν, υπάρχει έδαφος για ελπίδα;»

«Νομίζω ότι τα πράγματα έχουν κολλήσει. Δεν είμαι τόσο απογοητευμένος, ώστε να πιστεύω ότι η ιστορία έχει τελειώσει. Αλλά σκέφτομαι ότι αυτό που ο Γκράμσι θα ονόμαζε ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων βρίσκεται πραγματικά ενάντια στην ελπίδα.»

Σχολιάστε