Κρίση Ηγεμονίας ή Κρίση Κυριαρχίας; Σκέψεις για όσα »ξεχνά» η σοσιαλδημοκρατία
Η »ηγεμονία» έχει γίνει η λέξη φετίχ της δυτικής Αριστεράς τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ, αλλά και πιο πριν, υπό την επίδραση της ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας, μέσα από την ρεφορμιστική επανερμηνεία του έργου του Γκράμσι.
Ο Γκράμσι μας δίνει για το Κράτος τη φόρμουλα »καταναγκασμός+συναίνεση», πολιτισμική και ιδεολογική-αξιακή ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό. Μιλά για «τη διπλή φύση του Μακιαβελικού Κενταύρου» τη »θηριώδη και την ανθρώπινη, της βίας και της συγκατάθεσης, της εξουσίας και της ηγεμονίας, της βιαιότητας και της πολιτισμένης συμπεριφοράς». Όπως σημειώνει ο Μ.Τρικούπης στο έργο του Πολιτική και Φιλοσοφία στον Γκράμσι, κάνοντας κριτική για τη σύγχυση δικτατορίας προλεταριάτου-ηγεμονίας στον Λουτσιάνο Γκρούπι και τον Πουλαντζά:
Αν όμως δυο έννοιες δεν είναι αντιθετικές αυτό δεν σημαίνει πως είναι και ταυτόσημες ή συνώνυμες. Μια τέτοια ερμηνεία φτωχαίνει τις απόψεις και του Λένιν και του Γκράμσι για το Κράτος. ‘Αλλωστε το τι εννοούσε ο Γκράμσι όταν μιλάει για ηγεμονία αναφερόμενος στο Λένιν μας το έχει εξηγήσει με τόση ακρίβεια ο ίδιος ο Γκράμσι ώστε να μη μένουν αμφιβολίες: «οικοδόμησε (ο Λένιν) τη θεωρία της ηγεμονίας σα συμπλήρωμα της θεωρίας του Κράτους-δύναμη» (49). Με άλλα λόγια ο Λένιν δεν είδε στο Κράτος μονάχα το στοιχείο της κυριαρχίας αλλά κι’εκείνο της ηγεμονίας, όχι μόνο τη βία και τογ καταναγκασμό αλλά και τη συναίνεση και τη διαπαιδαγώγηση, όχι μόνο την οικονομική κυριαρχία αλλά και την ιδεολογική και πνευματική ηγεμονία (εκδόσεις Εξάντας, σελ 66, κεφάλαιο 3).
Συνεπώς, η »σοσιαλδημοκρατία» ή »Ευρωπαική Αριστερά» που επικαλείται με φαφλατάδικο τρόπο τον Γκράμσι, έχοντας συσκοτίσει,με αρχιερέα τον Πουλαντζά, τη διάκριση ταξικής κυριαρχίας-ηγεμονίας και τη συμπληρωματικότητά τους, αποσιωπά το ζήτημα της κυριαρχίας και μιλά μόνο ηγεμονία. Δεν μιλά δηλαδή για τσάκισμα της αστικής κυριαρχίας, παρά μόνο για κλονισμό της αστικής ηγεμονίας. Ηγεμόνας είναι πάντα κάποιος φορέας εξουσίας με τη συναίνεση των από κάτω, Κυρίαρχος όμως είναι όταν βίαια μπορεί να επιβάλλει την εξουσία του. Μάλιστα, η δυνατότητα της ηγεμονίας υπάρχει επειδή υπάρχει αυτό που λέει ο Γκράμσι »κράτος δύναμη». Μολονότι καμιά φορά με τον όρο »ηγεμονία» συγχωνεύουμε τόσο τον καταναγκασμό όσο και τη συναίνεση, όπως φάνηκε και ιστορικά είναι αναγκαία να διαχωρίσουμε τις δύο όψεις.
Η διαγραφή της (ταξικής) κυριαρχίας από το λεξιλόγιο των ρεφορμιστών και η υποκατάστασή της από την (πολιτική) ηγεμονία, αποσιωπά τη »βίαιη» πλευρά της ταξικής πάλης προς όφελος της ειρηνικής και πολιτισμένης. Αυτό σημαίνει πως οι όποιες αλλαγές »ηγεμονίας», οι όποιοι ηγεμονικοί πολιτικοί συνασπισμοί τους οποίους ευαγγελίζεται η σοσιαλδημοκρατία, δεν βάζουν ρητά ζήτημα κυριαρχίας, συνεπώς δεν εκφράζουν παρά τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή ηγεμόνευσης του λαού στο πλαίσιο μιας ακλόνητης και άθικτης καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Βεβαίως από την ομάδα αυτών των »αναγνωστών» του Γκράμσι διαχωρίζουμε όποιους αντιλαμβάνονται, πέρα από την ηγεμονική, και την κυριαρχική στιγμή της ταξικής εξουσίας.
Ο Πουλαντζάς, προσπαθώντας να ενσωματώσει τη κριτική του Φουκώ, μας λέει ότι το Κράτος (βλ. στον Φουκώ, η εξουσία) δεν είναι πράγμα αλλά σχέση, συσχετισμός δυνάμεων, το ερώτημα ποιός έχει το Κράτος (την Εξουσία) τη μυστικοποιεί ως ένα Πράγμα, αφού μόνο ένα πράγμα κατέχεται. Ωστόσο αξίζει να ρωτήσει κανείς, μέσα στο συσχετισμό δυνάμεων, έχει κάποιος το πάνω χέρι και την τελική απόφαση; Δεν λέμε πως αρνείται κάτι τέτοιο ο Πουλαντζάς, όμως αυτό το »πάνω χέρι» δεν το »παγιώνει» σε μια κυριαρχική, μη ποσοτικά-σχεσιακά κυμαινόμενη στιγμή (η στιγμή της επαναστατικής, βίαιης ίδρυσης αλλά και της ανατροπής της κυριαρχίας, ανατροπή του συνόλου των σχέσεων εξουσίας ενός αστικού συστήματος ακριβώς ως συνόλου). Εμείς θα πούμε λοιπόν, ότι η κοινωνική εξουσία είναι σχέση-συσχετισμός δυνάμεων, όμως το πάνω χέρι σε τελική ανάλυση το έχει ο κυρίαρχος. Αυτός που έχει το πάνω χέρι, έχει την κυριαρχία. Μια τέτοια διατύπωση μας βάζει το ζήτημα της κατοχής, της λεγόμενης »εργαλειακής αντίληψης» του κράτους και της εξουσίας.
Ανακύπτει σε σχέση με τα παραπάνω, ένα ζήτημα αναφορικά με τη συνάφεια της »κυριαρχίας» στη κοινωνική ζωή και της »κυριαρχίας» ως νομικής κατηγορίας. Ο Φουκώ υποβάθμισε το ζήτημα του »νομικοπολιτικού εποικοδομήματος», θέλοντας να φωτίσει άλλες αρθρώσεις εξουσίας (πειθαρχία-βιοεξουσία). Ωστόσο, το κράτος παραμένει φρουρός της κυρίαρχης τάξης. Η κυριαρχία της άρχουσας τάξης (καπιταλιστές) στο επίπεδο της ζωής, αποκρυσταλλώνεται στην »κυριαρχία» του αστικού κράτους. Αν δεχτούμε πως όπου υπάρχει κυριαρχία μιας τάξης πάνω σε άλλη/άλλες υπάρχει και κράτος, τότε η κυριαρχία του Κράτους και η κυριαρχία της άρχουσας τάξης συνδέονται οργανικά. Ωστόσο το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό ως προς τις πολλές πλευρές του, για αυτό εδώ θα περιοριστούμε να εννοούμε την »κυριαρχία» με τρόπο εξωνομικό και σε αφαίρεση από τις νεωτερικές συνδηλώσεις του (μολονότι θεωρούμε οτι η νεωτερικότητα είναι αποκαλυπτική ως προς αυτό), εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά τη συνδέουμε με το Νόμο.
Η εξουσία λοιπόν, είναι σχέση, διασκορπισμός δυνάμεων και συσχετισμός τους, σχέση-σχέσεων, δράσεις επί δράσεων που κατανέμουν το δυνατό και το αδύνατο. Όμως το δομικό όριο αυτής της κατανομής εξουσίας, το καθορίζει αυτός που έχει την κυριαρχία, ο κυρίαρχος., ή, καλύτερα, η κυριαρχία είναι ακριβώς αυτό το όριο. Με άλλα λόγια, το παιχνίδι μεταβάλλεται μέσα από το συσχετισμό δυνάμεων, όμως το παιχνίδι παραμένει, μέσα σε όλες τις μεταβολές, το ίδιο, αν δεν καταλυθεί η Κυριαρχία του Κυρίαρχου του παιχνιδιού.
Αυτή η κυριαρχία είναι για το μαρξισμό η κυριαρχία της άρχουσας τάξης που κατέχει και κατά συνέπεια ελέγχει τους βιοτικούς όρους ύπαρξης των υποτελών (βασικά μέσα παραγωγής). Η διάσταση της κυριαρχίας είναι η διάσταση της δικτατορίας της άρχουσας τάξης, του καταναγκασμού της πάνω στους υποτελείς. Με εμπεδωμένη αυτή την κυριαρχία-καταναγκασμό, η άρχουσα τάξη αναπτύσσει την ηγεμονία της (έχουμε δηλαδή τις δύο όψεις, την βίαιη κυριάρχηση και την κατασκευή συναίνεσης-ηγεμόνευση).
Υπακούμε στο Νόμο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί πιστεύουμε στην κανονιστική ηθική του αλλά και τη λογική του, συναινούμε στο αξιακό και λογικό του περιεχόμενο. Αυτός ο λόγος εμπίπτει στην ηγεμονία της άρχουσας τάξης την οποία ωφελεί ο Νόμος. Ο δεύτερος λόγος που υπακούμε στο Νόμο, είναι ο φόβος της τιμωρίας, η απειλή του καταναγκασμού, πράγμα που το διέκρινε με εξαιρετική διαύγεια ο Hobbes, και αυτός ο λόγος εμπίπτει στην κυριαρχία. Εδώ επιθυμούμε το Νόμο, όχι γιατί συμφωνούμε με το αξιακό περιεχόμενο, όχι γιατί μας πείθει, αλλά επειδή φοβόμαστε την ποινή, την καταστολή, σε τελική ανάλυση, φοβόμαστε το θάνατο και εμμένουμε στη ζωή.
Υπακούμε δηλαδή στο περιεχόμενο του Νόμου, ηγεμονευόμενοι πολιτισμικά/αξιακά από την άρχουσα τάξη, και στην καθαρή μορφή του Νόμου (ανεξαρτήτως περιεχομένου), κυριαρχούμενοι-καταναγκαζόμενοι από την άρχουσα τάξη, από φόβο μπροστά στο Κράτος-δύναμη. Αυτά τα ζητήματα έγιναν αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης νεότερων φιλοσόφων, ψυχαναλυτών και άλλων (ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς, και θα λέγαμε πως στην όλη κουβέντα έχει παίξει κομβικό ρόλο η διαλεκτική αφέντη-δούλου της εγελιανής Φαινομενολογίας του Πνεύματος, όπως αναγνώστηκε στη Γαλλία, και η νιτσεική γενεαλογική μέθοδος, εκτός της ψυχανάλυσης του Φρόυντ.).
Θα διακρίνουμε, σχηματικά, τον πυρήνα της ταξικής εξουσίας, που είναι η καθαρή μορφή του Νόμου της, η γυμνή βία της κυριαρχίας, από την περιφέρεια της ταξικής εξουσίας, την αξιακή-πολιτισμική ηγεμονία που κατασκευάζει την συναίνεση των υπηκόων.
Η ρεφορμιστική-σοσιαλδημοκρατική και δόλια ανάγνωση του Γκράμσι (δόλια όταν μας καλεί να επιλέγουμε ή τον Γκράμσι ή τον Λένιν, ή την Ηγεμονία ή την Κυριαρχία/»δικτατορία του προλεταριάτο»), μένει στην περιφέρεια και στριφογυρίζει γύρω από το »κέντρο» της ταξικής κυριαρχίας, το οποίο ποτέ δεν θίγει, ποτέ δεν αποκαλύπτει, αφού δεν διατίθεται ποτέ να το απειλήσει. Αυτό στην Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι ο πασοκισμός, η ειδικά ελληνική εκδοχή της »αριστεράς» που πρεσβεύει η σοσιαλδημοκρατία, μάλιστα με »μαρξιστικό» χαρακτήρα.
Το μοντέλο του G.Arrighi στη Γεωμετρία του Ιμπεριαλισμού, όπου ανακατασκευάζεται η θεωρία του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό, μας βοηθά να διακρίνουμε την όψη της κυριαρχίας και την όψη της ηγεμονίας στις διεθνείς σχέσεις. Έτσι έχουμε, τον ιμπεριαλισμό ως επέκταση της κρατικής κυριαρχίας με κατάκτηση εδαφών ή/και επέκταση της σφαίρας κυριαρχίας εκτός συνόρων (προτεκτοράτα), και τον ιμπεριαλισμό ως επέκταση της κρατικής ηγεμονίας, με πολιτισμική-αξιακή ηγεμόνευση πληθυσμών. Ας πούμε, σφαίρα κυριαρχίας-επιβολής, σφαίρα ηγεμονίας-επιρροής. Έτσι ο Arrighi ξεδιαλύνει λίγο το τοπίο με τη σύγχυση του όρου »ιμπεριαλισμός». Πιο συγκεκριμένα, αναλύει το έθνος-κράτος στο κράτος-κυριαρχία και στο έθνος-ηγεμονία. Η επέκταση της κυριαρχίας αφορά το κράτος, ενώ η επέκταση της αξιακής ηγεμονίας αφορά το έθνος. Έτσι ο ιμπεριαλισμός είναι δύο είδη επέκτασης, που έρχονται σε διάφορους ιστορικούς συνδυασμούς, με σταθερό πάντα το γεγονός ότι, όπως και στην εγχώρια πολιτική, μια εξάπλωση της ηγεμονίας προϋποθέτει μια σταθερή κυριαρχία.
Στα παραπάνω, αυτό που παραμένει ασαφές είναι η σχέση κρατικής κυριαρχίας με τη κυριαρχία/ηγεμονία της άρχουσας τάξης στο επίπεδο της ζωής. Η πρώτη κυριαρχία έχει νομική μορφή, η δεύτερη όχι. Θα λέγαμε, πολύ συνοπτικά, ότι θεμέλιο της πρώτης κυριαρχίας, της καθαρής ισχύος του κρατικού κυριαρχικού Νόμου, είναι η κατίσχυση της άρχουσας τάξης στο επίπεδο της ζωής, πριν και έξω από τη νομική κυριαρχία. Αφήνουμε όμως ανοιχτό το συγκεκριμένο ζήτημα και την περιγραφή των συγκεκριμένων σχέσεων, αφού εμπίπτει στον ευρύτερο κύκλο των ενδιαφερόντων μας.
Τώρα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τη κρίση ταξικής ηγεμονίας από τη κρίση ταξικής κυριαρχίας. Η συσκότιση της διαφοράς αυτή είναι κλασική ρεφορμιστική στρατηγική, αλλά και κλασικό λάθος μη ρεφορμιστών.
Θα δώσουμε λοιπόν κάποιες »φόρμουλες», επεξηγώντας τες με σύντομο τρόπο.
0] Ταξική ισχύς=ταξική κυριαρχία+ταξική ηγεμονία
1α] Κρίση ταξικής ηγεμονίας=αφηρημένη (παθητική) άρνηση/απαξίωση των ηγεμονικών αξιών της άρχουσας τάξης στην κανονιστική και την υλική διάστασή τους (απαξίωση ηγεμονικών μηχανισμών, όπως πχ. τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα κ.λ.π). Κρίση ηγεμονίας σημαίνει μηδενισμός των αξιών, αξιακό κενό, καταστροφή της συναίνεσης.
Η παρακμή του δικομματισμού, η απαξίωση του πολιτικού σκηνικού (με μορφές όπως η μεγάλη αποχή κλπ) και των πολιτισμικών προτύπων κλπ, είναι κρίση ηγεμονίας και όχι κρίση κυριαρχίας. Κρίση δηλαδή της συναίνεσης. Αυτό σημαίνει πως όλο και περισσότερο η υπακοή στην άρχουσα τάξη οφείλεται στο φόβο και τον καταναγκασμό, στη καθαρή μορφή των προσταγμάτων της (και όχι στο κανονιστικό-αξιακό περιεχόμενο των προσταγμάτων της). Υπακούμε, δηλαδή, επειδή φοβόμαστε την υπέρτερη ισχύ του ταξικού Προστάγματος, και όχι επειδή συναινούμε στο περιεχόμενό του. Υπακούμε στο Νόμο επειδή είναι Νόμος (ταυτολογικά) με την απειλή του καταναγκασμού, και όχι επειδή ασπαζόμαστε το περιεχόμενό του.
Τί σηματοδότησαν οι Αγανακτισμένοι;
Κρίση ηγεμονίας, όχι κρίση κυριαρχίας. Οι Αγανακτισμένοι ζητούσαν ένα άλλο ηγεμονικό-αξιακό πρόταγμα, μεταρρυθμίσεις κλπ. Δεν θίχτηκε η κυριαρχία, που είναι άλλο τάξεως ζήτημα. Οι πλατείες ήταν η αποκορύφωση της κρίσης ηγεμονίας, και έδειξαν τα όριά της. Η κυριαρχία αγγίζεται στο αποκορύφωμα μιας κρίσης ηγεμονίας, τελικά όμως κατισχύει εύκολα (καταστολή Αγανακτισμένων).
Ήταν όμως κρίση ταξικής ηγεμονίας; Θα επιστρέψουμε σε αυτό.
1β] Αντιηγεμονία=αξιο-ποίηση της αφηρημένης παθητικής άρνησης (συγκεκριμένη/προσδιορισμένη ενεργητική άρνηση της ηγεμονίας, άρνηση της άρνησης της ηγεμονίας, οικοδόμηση νέων αξιών αντιπαραθετικών προς τις κυρίαρχες). Η αντι-ηγεμονία ενσαρκώνεται σε ένα οργανωτικό σώμα με αξιώσεις ηγεμονίας.
2α] Κρίση ταξικής κυριαρχίας=αφηρημένη άρνηση της κυριαρχίας, κλονισμός της κυριαρχικής δύναμης, καμία τάξη δεν έχει το πάνω χέρι στο συσχετισμό δυνάμεων->διάσπαση του ενιαίου της ταξικής κυριαρχίας, σε τελική ανάλυση δυαδική εξουσία (μεταβατική κατάσταση, αβεβαιότητα και μάχη τύπου »ποιός-ποιόν», για την εμπέδωση νέας κυριαρχίας). Κρίση κρατικής κυριαρχίας=απεξάρθρωση κυριαρχίας σε πολλά κέντρα εξουσίας (αποσυγκέντρωση, διάσπαση του κρατικού μονοπωλίου της βίας). Μέσα από τη λογική σύναψης συμμαχιών, τελικά δύο κέντρα εξουσίας που παλεύουν για την κατάκτηση της κυριαρχίας (παθητική άρνηση της κυριαρχίας).
Εδώ διακρίνουμε την ταξική κυριαρχία από τη κρατική κυριαρχία γενικά, έχοντας στο μυαλό μας πχ το παράδειγμα της Ουκρανίας-διάσπαση της κρατικής κυριαρχίας και του κρατικού μονοπωλίου της βίας, ως αποτέλεσμα όχι βασικά ταξικής αλλά κατά βάση ενδοαστικής σύγκρουσης, με ενεργό υποστήριξη μερίδων του ουκρανικού πληθυσμού, ηγεμονευόμενων από διαφορετικές μερίδες της ντόπιας και ξένης κεφαλαιοκρατίας.
Ανάλογη διάκριση μπορούμε να κάνουμε ανάμεσα στη κρίση ταξικής ηγεμονίας και στη κρίση κρατικής ηγεμονίας.
Επιστρέφοντας στους Αγανακτισμένους, θα λέγαμε πως δεν αποτέλεσαν κρίση ταξικής ηγεμονίας, αλλά κρίση κρατικής/νομικοπολιτικής ηγεμονίας, Μολονότι υπήρχαν λίγα τέτοια χαρακτηριστικά, βασικά δεν κλονίστηκαν οι κυρίαρχες αξίες του κεφαλαιοκρατικού Λόγου, όπως το κέρδος, η δυτική δημοκρατία κ.α. Η κρίση-αποσταθεροποίηση αυτή αποκαταστάθηκε με την ταυτόχρονη εκλογική άνοδο ΣΥΡΙΖΑ-Χ.Α με βασικό χαρακτηριστικό της τη διάθεση άρνησης της πολιτικής-κρατικής ηγεμονίας του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, την απαξίωσή του. Η λογική της ανάθεσης είναι ακριβώς μια λογική άφεσης στην ηγεμονία κάποιου φορέα με παθητική συναίνεση. Αν οι Αγανακτισμένοι είχαν διαγνωσθεί ως κρίση νομικοπολιτικής ηγεμονίας, θα ήταν σαφή τόσο τα όρια όσο και οι κύριοι στόχοι, μέσα στη ροή των γεγονότων, των ριζοσπαστικών πολιτικών φορέων. Η φυσική, προγνώσιμη κατάληξη των Αγανακτισμένων ήταν η αναζήτηση νέων πολιτικών ηγεμόνων εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αυτό δεν σημαίνει ούτε αρνητική ούτε θετική αξιολόγηση, όσο περιγραφή.
-Λογικά ανακατασκευασμένη, η πορεία προς την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, από τη σκοπιά των κρίσεων-απεξαρθρώσεων του συστήματος είναι η ακόλουθη:
[κεφαλαιοκρατική/οικονομική κρίση->κρίση νομικοπολιτικής ηγεμονίας->κρίση ταξικής ηγεμονίας-κρίση ταξικής κυριαρχίας]
Οι κρίκοι αυτής της αλυσίδας δεν εμφανίζονται σε αυτή τη σειρά ιστορικά, οι κρίκοι αλληλοεπικαλύπτονται.
Κάθε κρίση συνοδεύεται από μια αντίδραση του καθεστώτος, από μια προσπάθεια ανάκαμψής του. Η ένταση της καταστολής είναι δείκτης της αποδόμησης της αξιακής του ηγεμονίας. Μια συγκεκριμένη εξέταση αυτής της αποδόμησης ως προς το περιεχόμενο (και όχι ως προς τη μορφή) μας δείχνει το είδος της ηγεμονίας που αποδομείται (κρατικοπολιτική, ταξική). Όποιος απλά καταστέλλεται δεν είναι επαναστάτης, ούτε κάθε εξέγερση ανοίγει το δρόμο προς την επαναστατική κατάσταση.
Χαρακτηριστικά της επαναστατικής κατάσταση είναι η κρίση ταξικής ηγεμονίας και η κρίση ταξικής κυριαρχίας. Η επαναστατική κατάσταση μπορεί να φέρει την ανάδυση μιας νέας ταξικής κυριαρχίας.
-Νέα ταξική κυριαρχία (συγκεκριμένη άρνηση της κυριαρχίας, πρωταρχική συσσώρευση κυριαρχικής δύναμης)
-Νέα ταξικής ηγεμονία (αξιο-ποίηση της ταξικής κυριαρχίας).
Νέα κυριαρχία και νέα ηγεμονία, που δεν έχουν όμως το χαρακτήρα ανατροπής της παλιάς άρχουσας τάξης και νίκη της νέας (πχ αστική->εργατική κυριαρχία), έχουμε στην περίπτωση νέας »ομοιοταξικής» κυριαρχίας και νέας »ομοιοταξικής» ηγεμονίας, όπως συμβαίνει σε μια ενδοκαπιταλιστική πολεμική σύγκρουση που καταλήγει στην ίδρυση νέου αστικού κράτους-προτεκτοράτου (το καθεστώς υποτέλειας είναι ορατό και ρητά εκφρασμένο στους θεσμούς του νέου κράτους) ή κατάλυση του ενός κράτους και αφομοίωση των δυνάμεών του στη νικήτρια αστική κυριαρχία. Για αυτό το λόγο, επαναλαμβάνουμε και εδώ αυτό που είπαμε προηγουμένως: δεν πρέπει να συγχέουμε κάθε »εξέγερση» με »επανάσταση», όπως και κάθε εξέγερση που προωθεί κεφαλαιο-κρατικούς σχεδιασμούς με κάθε εξέγερση που προωθεί την ταξική πάλη.
Tου Ονειρμού από το http://bestimmung.blogspot.gr/2014/04/blog-post_21.html
Σχολιάστε