Οι πρώτες, παγκόσμιες «Νύχτες Πρεμιέρας». Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ για τη σχέση του με τον κινηματογράφο

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του Ζαν Πωλ Σαρτρ «οι Λέξεις», ίσως το καλύτερο που εξέδωσε συγγραφικά. Περιγράφει την προσωπική σχέση που απέκτησε από τα παιδικά του χρόνια με τη νέα τέχνη που γεννιόταν μαζί με το νέο αιώνα, τον κινηματογράφο. Το αναρτούμε με αφορμή τις  «Νύχτες Πρεμιέρας» που αυτή την περίοδο διεξάγονται στην Αθήνα. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα μια σύγκριση εποχών, αλλά πάντα οι ιστορίες αυτές έχουν ωραίες εικόνες και συχνά μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το πάρτυ έναρξης στη στοά του Άτικα.

Οι πρώτες, παγκόσμιες «Νύχτες Πρεμιέρας». Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ για τη σχέση του με τον κινηματογράφο.

… Οι αστοί του περασμένου αιώνα δεν ξέχασαν ποτέ την πρώτη τους βραδιά στο θέατρο, και οι συγγραφείς τους ανέλαβαν να διηγηθούν τις περιστάσεις. Όταν σηκώθηκε η αυλαία, τα παιδιά νόμισαν ότι βρίσκονταν στη βασιλική αυλή. Τα χρυσάφια και οι πορφύρες, τα φώτα, τα φτιασίδια, ο στόμφος και τα τεχνάσματα προσέδιδαν ιερότητα ακόμη και στο έγκλημα· πάνω στη σκηνή είδαν να ανασταίνεται η αριστοκρατία που είχαν δολοφονήσει οι παππούδες τους. Στα διαλείμματα, τα αμφιθεατρικά θεωρεία τους προσέφεραν την εικόνα της κοινωνίας · οι εξώστες τους αποκάλυψαν τους ακάλυπτους ώμους και τους εν ζωή αριστοκράτες. Επέστρεψαν στα σπίτια τους κατάπληκτοι, χαλαρωμένοι, ύπουλα προετοιμασμένοι για λαμπρά πεπρωμένα, να γίνουν Jules Favre, Jules Ferry, Jyles Grevy. Προκαλώ τους συγχρόνους μου να μου αναφέρουν την ημερομηνία της πρώτης τους συνάντησης με τον κινηματογράφο. Μπαίναμε στα τυφλά σε έναν αιώνα δίχως παραδόσεις, που επρόκειτο τνα διαχωριστεί από τους άλλους με τους κακούς του τρόπους, και η νέα τέχνη, προμήνυε τη βαρβαρότητά μας. Γεννημένος σε μια σπηλιά ληστών, καταχωρισμένος από τη διοίκηση στις πανηγυριώτικες διασκεδάσεις, είχε λαϊκούς τρόπους που σκανδάλιζαν τους σοβαρούς ανθρώπους ·  ήταν η διασκέδαση των γυναικών και των παιδιών· η μητέρα μου κι εγώ λατρεύαμε τον κινηματογράφο αλλά δεν τον σκεφτόμαστε καθόλου και δεν μιλούσαμε ποτέ για αυτόν :μιλάει κανείς για το ψωμί όταν δεν του λείπει; Όταν αντιληφθήκαμε την ύπαρξή του, είχε γίνει ήδη από καιρό η πρωταρχική ανάγκη μας.

Τις μέρες που έβρεχε, η Αν-Μαρί με ρωτούσε τι ήθελα να κάνω· ταλαντευόμασταν ανάμεσα στο τσίρκο, το θέατρο του Chatelet, το Ηλεκτρικό Σπίτι και το Μουσείο Grevin· την τελευταία στιγμή, με προμελετημένη αδιαφορία, αποφασίζαμε να πάμε σε μια αίθουσα προβολής. Όταν ανοίγαμε την πόρτα του διαμερίσματος, ο παππούς εμφανίζονταν στην πόρτα του γραφείου  του και ρωτούσε: «Που πάτε, παιδιά μου;»-«Στον κινηματογράφο», απαντούσε η μητέρα μου. Ο παππούς συνοφρυωνόταν, και εκείνη αμέσως  προσέθετε : «Στον κινηματογράφο Πάνθεον, είναι εδώ δίπλα, μόνο την οδό Σουφλό θα διασχίσουμε». Μας άφηνε να φύγουμε ανασηκώνοντας τους ώμους του · την επόμενη Πέμπτη θα έλεγε στον κύριο Σιμοννό: «Λοιπόν Σιμοννό, εσείς που είστε ένας σοβαρός άνθρωπος, αυτά τα καταλαβαίνετε; Η κόρη μου πηγαίνει το γιό της στον κινηματογράφο!», και ο κύριος Σιμοννό θα έλεγε με φωνή συμφιλιωτική: «Δεν πήγα ποτέ αλλά γ γυναίκα μου πηγαίνει μερικές φορές».

Το θέαμα είχε αρχίσει. Ακλουθούσαμε την ταξιθέτρια περπατώντας · ένιωθα λαθραίος · πάνω από τα κεφάλια μας, μια λευκή δέσμη φωτός διέσχιζε την αίθουσα · βλέπαμε να χορεύουν σκόνες, καπνοί · ένα πιάνο χλιμίντριζε, στον τοίχο έφεγγαν βιολετί διακόπτες, ένα απολυμαντικό που μύριζε σα βερνίκι μου έκαιγε το λαιμό. Η μυρωδιά και οι καρποί αυτής της στοιχειωμένης νύχτας ανακατεύονταν μέσα μου: έτρωγα τις λάμπες ασφαλείας, με κυρίευε η όξινη γεύση τους. Έτριβα την πλάτη μου σε γόνατα, καθόμουν σε ένα κάθισμα που έτριζε, η μητέρα μου έβαζε μια διπλωμένη κουβέρτα κάτω από τον πισινό μου για να σηκώσει πιο ψηλά · επιτέλους έβλεπα την οθόνη, ανακάλυπτα μια φθορίζουσα κιμωλία, τοπία που τρεμόπαιζαν και διαγραμμίζονταν από νεροποντές · έβρεχε πάντα, ακόμα και όταν είχε λιακάδα, ακόμη και μέσα στα διαμερίσματα · μερικές φορές ένας φλεγόμενος μετεωρίτης διέσχιζε το σαλόνι μιας βαρόνης, δίχως εκείνη να δείχνει πως εκπλήσσεται. Μου άρεσε αυτή η βροχή, αυτή η αδιάλειπτη ανησυχία που παίδευε τον τοίχο. Ο πιανίστας άρχισε να παίζει την εισαγωγή από το Το σπήλαιο του Φενγκάλ[1] και όλος κόσμος καταλάβαινε ότι επρόκειτο να εμφανιστεί ο κακοποιός : η βαρόνη είχε τρελαθεί από τον φόβο. Όμως το ωραίο καρβουνιασμένο της πρόσωπο παραχωρούσε τη θέση του σε μια μωβ επιγραφή: «Τέλος του πρώτου μέρους». Αιφνίδια αποτοξίνωση, το φως. Που βρισκόμουν; Σε κάποιο σχολείο; Μήπως σε κάποια δημόσια υπηρεσία; Ούτε το παραμικρό στολίδι: σειρές από πτυσσόμενα καθίσματα που άφηναν να φαίνονται, από κάτω τους, οι σούστες, τοίχοι πασαλειμμένοι με ώχρα, ένα πάτωμα στρωμένο με αποτσίγαρα και ροχάλες. Πυκνοί ψίθυροι γέμιζαν την αίθουσα, ανακαλύπταμε και πάλι την ομιλίας, η ταξιθέτρια διαλαλούσε εγγλέζικες καραμέλες, η μητέρα μου τις αγόραζε, τις έβαζα στο στόμα μου, πιπιλούσα τις λάμπες ασφαλείας. Οι άνθρωποι έτριβαν τα μάτια τους, ανακάλυπταν τους διπλανούς τους. Στρατιώτες, οι υπηρέτριες της συνοικίας· ένας κοκκαλιάρης γέρος που μασούσε καπνό, εργάτριες χωρίς καπέλα που γελούσαν πολύ δυνατά: όλος αυτός ο κόσμος δεν ήταν του κόσμου μας· ευτυχώς, μεγάλα παλλόμενα καπέλα, διάσπαρτα στην πλατεία που ήταν γεμάτη κεφάλια, μας καθησύχαζαν.

Στο μακαρίτη τον πατέρα μου, στον παππού μου, που ήταν εξοικειωμένοι με την δεύτερη σειρά του εξώστη, η κοινωνική ιεραρχία του θεάτρου τους είχε δημιουργήσει την αγάπη για την τελετουργία: όταν συγκεντρώνονται πολλοί άνθρωποι, πρέπει να διαχωρίζονται με ιεροτελεστίες, ειδάλλως αλληλοσφάζονται. Ο κινηματογράφος αποδείκνυε ακριβώς το αντίθετο: δεν ήταν γιορτή αυτό που φαινόταν να ενώνει το τόσο ανάμικτο κοινό, αλλά καταστροφή· νεκρό, το εθιμοτυπικό αποκάλυπτε επιτέλους τον πραγματικό σύνδεσμο των ανθρώπων, τη συμμετοχή. Σιχάθηκα τις τελετές, λάτρεψα τα πλήθη· είδα πλήθη κάθε λογής αλλά δεν ξανασυνάντησα αυτή την απογύμνωση, αυτή την ανυποχώρητη παρουσία του ενός μέσα στον άλλον, το όνειρο που βλέπει κανείς ξύπνιος, τη σκοτεινή συνείδηση του κινδύνου του να είσαι άνθρωπος, παρά μόνο στο 1940, στο Stalag XII D[2].

Η μητέρα μου ξεθάρρεψε τόσο που με πήγε ακόμη και στις αίθουσες που έπαιζαν μπουλβάρ: στο Kinerama, στο Folies Dramatiques, στο Vaudeville, στο Gaumont Palace, που τότε ονομάζονταν Hippodromme. Είδα τον Ζιγκομάρ, τον Φαντομά, τους Άθλους τους Μασίστα,Τα μυστήρια της Νέας Υόρκης: οι επίχρυσες διακοσμήσεις μου κατέστρεφαν την απόλαυση. Το Vaudeville, πρώην θέατρο, δεν ήθελε να παραιτηθεί από το παλιό του μεγαλείο: μέχρι την τελευταία στιγμή, μια κόκκινη αυλαία με χρυσές φούντες κάλυπτε την οθόνη· χτυπούσαν τρία κουδούνια για να ανακοινώσουν την έναρξη της παράστασης, η ορχήστρα έπαιζε μια εισαγωγή, η αυλαία σηκωνόταν, τα φώτα έσβηναν. Αυτή η ασυνάρτητη τελετουργία, τα σκονισμένα στολίδια, που μοναδικό αποτέλεσμα είχαν να απομακρύνουν τους ήρωες, με εκνεύριζαν· στον εξώστη, στο πιο ψηλό θεωρείο, εντυπωσιασμένοι από τον πολυέλαιο, από τις ζωγραφιές της οροφής, οι πατεράδες μας δεν μπορούσαν ούτε ήθελαν να πιστέψουν ότι το θέατρο του άνηκε: απλώς γίνονταν δεκτοί. Εγώ θα ήθελα να βλέπω την ταινία απ’όσο πιο κοντά γινόταν. Στην εξισωτική έλλειψη άνεσης των συνοικιακών αιθουσών, είχα μάθει ότι αυτή η καινούργια τέχνη μου άνηκε, όπως άνηκε και σε όλους τους άλλους. Είχαμε την ίδια διανοητική ηλικία: ήμουν επτά χρονών και ήξερα να διαβάζω, ο κινηματογράφος ήταν δώδεκα και δεν ήξερε να μιλάει. Έλεγαν ότι ήταν στο ξεκίνημά του και ότι θα έκανε προόδους· πίστευα ότι θα μεγαλώναμε μαζί. Δεν ξέχασα την κοινή παιδική μας ηλικία: όταν μου προσφέρουν μια εγγλέζικη καραμέλα, όταν μια γυναίκα που κάθεται δίπλα μου βάφει τα νύχια της, όταν αναπνέω στην τουαλέτα ενός επαρχιακού ξενοδοχείου μια συγκεκριμένη μυρωδιά απολυμαντικού, όταν σε ένα νυχτερινό τρένο κοιτάζω στην οροφή το βιολετί φως των ενδείξεων, ξανάρχονται στα μάτια μου, στα ρουθούνια μου, στη γλώσσα μου τα φώτα και τα αρώματα εκείνων των αιθουσών που χάθηκαν· πριν από τέσσερα χρόνια, περνώντας με φουρτούνα ανοιχτά του σπηλαίου Φενγκάλ , άκουσα τη μουσική ενός πιάνου να διασχίζει τον αέρα.

Απροσπέλαστος για τα θεία, λάτρευα τη μαγεία: ο κινηματογράφος ήταν ένα ύποπτο φαινόμενο που μου άρεσε διεστραμμένα για εκείνο που του έλλειπε ακόμη. Αυτή η ροή ήταν τα πάντα και το τίποτα συγχρόνως, ήταν η εκμηδένιση των πάντων: παρευρισκόμουν στα παραμιλητά ενός τείχους· είχαν αφαιρέσει τα στερεά σώματα μιας πυκνότητας που έπνιγε τα σωθικά μου και ο νεανικός ιδεαλισμός μου απολάμβανε αυτόν τον ατέρμονο σπασμό· αργότερα, οι μεταθέσεις και οι περιστροφές των τριγώνων μου θύμισαν το γλίστρημα των ειδώλων στην οθόνη· αγάπησα τόσο πολύ τον κινηματογράφο που τον έβλεπα ακόμη και στην επίπεδη γεωμετρία. Τα μαύρο και το άσπρο έγιναν για μένα τα απόλυτα χρώματα που περιέκλειαν όλα τα άλλα και τα αποκάλυπταν μόνο στον μυημένο· με μάγευε να βλέπω το αόρατο. Πάνω απ’ όλα αγαπούσα την αθεράπευτη βουβαμάρα των ηρώων μου. Η μάλλον όχι: δεν ήταν βουβοί διότι ήξεραν να γίνονται κατανοητοί. Επικοινωνούσαμε με τη μουσική, ήταν ο θόρυβος της εσωτερικής τους ζωής. Η κυνηγημένη αθωότητα εκδηλωνόταν καλύτερα χωρίς να λέει ή να δείχνει τον πόνο της, με διαπότιζε με τη μελωδία που έβγαινε από μέσα της· διάβαζα τους διαλόγους αλλά άκουγα την ελπίδα και την πίκρα, έπιανα με το αυτί τον υπερήφανο πόνο που δεν ξεσπούσε. Είχα εμπλακεί: δεν ήμουν εγώ εκείνη η νεαρή κυρία που έκλαιγε στην οθόνη, ωστόσο, εκείνη κι εγώ, είχαμε μια και μόνη ψυχή: το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν· δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να μουσκέψουν τα δάκρυα της τα μάτια μου. Αισθανόμουν προφήτης δίχως να μπορώ να προβλέψω τίποτα: πριν καν προδώσει ο προδότης, το έγκλημα του εισχωρούσε μέσα μου· όταν όλα έμοιαζαν ήρεμα στον πύργο, δυσοίωνα ακόρντα κατέδιδαν την παρουσία του δολοφόνου. Πόσο ευτυχισμένοι ήταν εκείνοι οι καουμπόηδες, οι σωματοφύλακες, οι αστυνομικοί: το μέλλον τους ήταν εκεί, σε αυτήν την προδρομική μουσική, και κυβερνούσε το παρόν. Μια συνεχής μελωδία ανακατευόταν με τις ζωές τους, τους παρέσερνε στη νίκη ή στο θάνατο, βαδίζοντας προς το τέλος της. Εκείνους τους περίμεναν: η κοπέλα που κινδύνευε, ο στρατηγός, ο προδότης που είχε στήσει ενέδρα στο δάσος, ο σύντροφος που ήταν δεμένος δίπλα σε ένα βαρέλι μπαρούτι και κοίταζε λυπημένα τη φλόγα να τρέχει κατά μήκος του φυτιλιού. Η πορεία αυτής της φλόγας, ο απελπισμένος αγώνας, της άσπιλης ενάντια στον απαγωγέα της, ο καλπασμός του ήρωα στη στέπα, η διασταύρωση όλων αυτών των εικόνων, όλων αυτών των ταχυτήτων, και πάνω απ’ όλα ο καταχθόνιος ρυθμός της «Καθόδου στην Άβυσσο», ορχηστρικό κομμάτι από την Καταδίκη του Φάουστ[3], διασκευασμένο για πιάνο, όλα αυτά ήταν ένα: ήταν το Πεπρωμένο. Ο ήρωας κατέβαινε από το άλογο, έσβηνε το φυτίλι, ο προδότης ορμούσε πάνω του και ξεκινούσε μια μονομαχία με μαχαίρια: αλλά η αβεβαιότητα αυτής της μονομαχίας συμμετείχε στην ακρίβεια της ανάπτυξης του μουσικού θέματος: ήταν ψεύτικη αβεβαιότητα, που συγκάλυπτε άσχημα την παγκόσμιο τάξη. Τι χαρά όταν η τελευταία μαχαιριά συνέπιπτε με το τελευταίο ακόρντο! Ήμουν πανευτυχής, είχα βρει τον κόσμο που ήθελα να ζήσω, άγγιζα το απόλυτο. Τι δυσφορία, επίσης, όταν άναβαν και πάλι τα φώτα: η καρδιά κου είχε σπαράξει από έρωτα γι’ αυτά τα πρόσωπα είχαν εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί τους και τον κόσμο τους· είχα νιώσει τη νίκη τους μέχρι τα κόκκαλα μου, παρ’ όλα αυτά, ήταν η δική τους  νίκη και όχι η δική μου: όταν βγαίναμε στο δρόμο ένιωθα κατώτερος.

Αποφάσισα να αλλάξω στάση και να ζήσω με τη μουσική…  


[1] La grotte de Fingal:Υπότιτλος στα Υβρίδια του Μέντελσον. Γράφτηκε στα 1830-1831 στη Ρώμη και παίχτηκε για πρώτη φορά το 1832 στο Παρίσι.

[2] Συντομογραφία της γερμανικής λέξης Stammlager. Στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τρήρ, όπου ο Σαρτρ έζησε την αλληλεγγύη των συγκρατούμενών του, και συγκεκριμένα μιας ομάδας καθολικών, τους οποίους μύησε στη φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ.

[3] Του Hector Berlioz

Εισαγωγή-αντιγραφή από το βιβλίο: Θάνος Ανδρίτσος

Χρησιμοποιήθηκε η έκδοση των εκδόσεων Αγρα, σε μετάφραση Ειρήνης Τσολακέλλη.

Σχολιάστε