Οι καταλήψεις και η μάχη των πόλεων.

του Θάνου Ανδρίτσου

20264_1 400043_143702742452503_1781185314_n

Μια μέρα πριν από την ανακατάληψη της Βίλλας Αμαλίας και το όργιο καταστολής και φασιστικής προπαγάνδας που ακολούθησε, μια φωτογραφία δεν μπορούσε να σβηστεί από το μυαλό. Η σπαρακτική εικόνα ενός άστεγου, που σκυφτός εκλιπαρούσε για μερικά ψηλά ενώ στο σώμα του είχε αρχίσει να στρώνεται το χιόνι. Όλοι έπνιγαν τη χαρά τους για την πρώτη χιονισμένη μέρα του χειμώνα μπροστά στη σκέψη του κρύου τους σπιτιού, του αποπνιχτικού καπνού και στο φόβο για την επιβίωση των δεκάδων χιλιάδων άστεγων. Την ίδια μέρα, ένα δημοσίευμα ξένης εφημερίδας, έδενε κόμπο το στομάχι με μια ανταπόκριση από την Αθήνα και εικόνες ανείπωτης κοινωνικής αβύσσου.

Τι αδίστακτη βαρβαρότητα, τι θλιβερή απανθρωπιά, τι τερατόμορφη αναισθησία, τη στιγμή που συμβαίνουν αυτά, όλος ο κρατικός μηχανισμός και το επίσημο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο να βάζουν όλες τις δυνάμεις τους για να διώξουν κάποιους που αποφάσισαν να πάρουν εγκαταλειμμένα κτίρια και αντί για ντουβάρια να τα μετατρέψουν σε ζωντανούς χώρους;

Η υποκρισία του όψιμου ενδιαφέροντος για τα δημόσια κτίρια που τελούν υπό κατάληψη ενώ Δήμος και η πολιτεία θέλουν να τα αξιοποιήσουν, συγκρίνεται σε γελοιότητα μόνο με τη δήλωση ότι οι καταλήψεις εμπόδιζαν την ανάπτυξη της χώρας. Οι πόλεις είναι γεμάτες από κουφάρια κτισμάτων, δημόσια και ιδιωτικά, με κλειδαμπαρωμένες πόρτες, με ή χωρίς «ενοικιάζεται» από έξω, που οδηγούνται αργά στη φθορά και το θάνατο. Στον ίδιο θάνατο που οδηγούνται  οι κολασμένοι που τριγυρνούν μπροστά τους.

Νεοκλασικά, μοντέρνα, παλιοί χώροι αναψυχής, ακόμα και ολόκληρα βιομηχανικά συγκροτήματα, καταδικασμένα να μαραζώνουν και να εγκαταλείπονται. Το κράτος όχι μόνο δε χρειάζεται τα λιγοστά κατειλημμένα κτίρια για να κάνει κοινωνική πολιτική, αλλά καθημερινά εγκαταλείπει δεκάδες στα πλαίσια των συγχωνεύσεων, του κλεισίματος δημόσιων υπηρεσιών και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Την ίδια στιγμή διαμάντια σύγχρονης και παλαιότερης αρχιτεκτονικής κληρονομίας, ακόμα και σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, αφήνονται στην καταστροφή. Ακόμα περισσότερα είναι τα ιδιωτικά κτίρια που μένουν για χρόνια κενά κελύφη, χωρίς καμιά προοπτική ενοικίασης ή αγοράς σε μια καταβαραθρωμένη κτηματαγορά.

Κι ενώ οι σοβάδες πέφτουν σε χιλιάδες ακίνητα, οι πόλεις γεμίζουν από καταδικασμένες ψυχές άστεγων. Για πάνω από 20000 μιλούν οι εκτιμήσεις. Κι αυτοί, μήνες πριν, με τον αριθμό τους καθημερινά να μεγαλώνει. Από αυτούς το 65% έχασαν τη στέγη τους τα τελευταία δύο χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες και οι περισσότεροι έχουν ένα επίπεδο μόρφωσης. Πάνε τα χρόνια που ο αγαπητός Ζαμπέτας τραγούδαγε για τον Τζακ ο Χάρα, το φτωχό μπεκρή της γειτονιάς, που ένα κρύο βράδυ του χειμώνα πάγωσε στο δρόμο. Ήταν «της γειτονιάς το φρόκαλο». Πάνε τα χρόνια που οι άστεγοι ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό, που συνήθως το συνδέαμε με προσωπικές τραγωδίες, και προβλήματα εξαρτήσεων ή αφορούσε πλειοψηφικά εξαθλιωμένους μετανάστες. Τώρα ο Τζακ ο Χάρα μπορεί να είναι ένας από εμάς, ο γείτονας που έχασε τη δουλειά του, ο φίλος που δεν μπόρεσε να πληρώσει το χαράτσι, ο ξάδερφος που δεν μπορεί να τον συντηρήσει η οικογένεια του.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεκάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι παραδίδονται στα ναρκωτικά και το νέο σκεύασμα, το γνωστό «ναρκωτικό των φτωχών» με υγρά μπαταρίας ή και χλωρίνη μετατρέπεται σε μάστιγα «που καίει την ψυχή». Ακόμα περισσότερες ελληνίδες και ξένες δένονται στα απάνθρωπα κυκλώματα της πορνείας, που είδε αύξηση 1500% την τελευταία διετία. Οι λέξεις είναι λίγες για να περιγράψουν το βαθύ σκοτάδι που έχει καλύψει τις ελληνικές πόλεις.

Όμως αυτή η εικόνα, είναι ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας. Το άλλο είναι οι χιλιάδες καθημερινοί άνδρες και γυναίκες, «ντόπιοι» και μετανάστες που επιλέγουν να αντισταθούν μαζί με την μνημονιακή πολιτική και στις τραγικές συνέπειες της. Αυτοί που προσπαθούν «μες τα ερείπια του καιρού» να χτίσουν μια ζωή, συλλογική, με αξιοπρέπεια. Που παλεύουν για να ανατρέψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα και δημιουργούν δομές αλληλεγγύης για την πάλη και την επιβίωση. Το πιο εξοργιστικό, δεν είναι ότι η κυβερνητική συμμορία και ο θίασος των ΜΜΕ προβάλουν στρεβλά την πραγματικότητα, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Δεν είναι μόνο ότι υποκρίνονται ότι ενδιαφέρονται για τους αδύναμους ενώ εμπνεύστηκαν την πολιτική που τους καταδίκασε. Είναι ότι επιτίθενται σε αυτούς που επιδιώκουν κάτι θετικό.

Οι καταλήψεις, με τη συμβολή και τις αδυναμίες τους,  είναι κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου αγωνιστικού τόξου, μαζί με άλλες πρωτοβουλίες, συνελεύσεις, επιτροπές σε γειτονιές. Όλοι αυτοί έχουν πετύχει πολύ περισσότερα στη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της πόλης, από όσα ο Δένδιας και ο Καμίνης. Άλλωστε η επίθεση σε αυτές, δεν φανερώνει απλά ένα πόλεμο στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά είναι μια ακραία εκδήλωση σύγχρονου ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού, απέναντι σε όσους αντιστέκονται, σε όσους τολμούν να αμφισβητούν το μονόδρομο των μνημονίων.

Επιδιώκουν να σβήσουν όλες τις εστίες και τους χώρους ανυπακοής. Για αυτό η μάχη για την ανατροπή τους, πέρα από τους χώρους δουλειάς, εκτυλίσσεται σήμερα και στην πόλη. Εκεί θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση και η νίκη του κόσμου της εργασίας. Όμως για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, δεν αρκούν κάποιες καταλήψεις, συνήθως πολιτικές συλλογικότητες του αναρχικού χώρου. Πρέπει η διεκδίκηση της πόλης, του δημόσιου χώρου, των κτιρίων να γίνουν πλευρά ενός ανασυγκροτημένου εργατικού- λαϊκού κινήματος. Να συγκροτηθούν όργανα και δομές αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, χώροι πολιτισμού και εκπαίδευσης, σε άλλες περιπτώσεις στέγη για άστεγους. Μια τέτοια μαζική κινηματική δράση όχι μόνο θα απαντήσει στην αυταρχική κατρακύλα της κυβέρνησης, που δρα χέρι, χέρι με τη Χρυσή Αυγή, αλλά θα δώσει πνοή στο κίνημα και σημαντική βοήθεια στην καθημερινή ζωή του κόσμου, σε μια περίοδο που τόσο το έχει ανάγκη.

Ο αυταρχισμός, η «μάχη της ανάπτυξης» και η ανατροπή. 

Ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, λίγες μέρες πριν την αλλαγή του χρόνου είχε τίτλο: «Στις πόλεις θα δοθεί η μάχη της ανάπτυξης». Πέρα από το πικρόχολο γέλιο που μας πιάνει συχνά με αυτές τις βαρύγδουπες δηλώσεις για την ανάπτυξη εκφράζει μια πραγματικότητα. Ότι η σύγχρονη οικονομία βασίζεται πάρα πολύ στις πόλεις και την αστικοποίηση, απαιτώντας από αυτές να γίνουν επιχειρηματικές και ανταγωνιστικές. Σχέδιο ή ελπίδα των αστών, το σίγουρο είναι ότι για να το επιτύχουν διαλύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη νεολαίας.

Όμως «η μάχη της ανάπτυξης» πάει χέρι χέρι με την καταστολή και τη διάλυση κάθε δημοκρατικής κατάκτησης. Η επίθεση στις δύο καταλήψεις εκφράζει το κλίμα ακραίου αυταρχισμού του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Όλος ο εκφασισμένος συρφετός του πολιτικού συστήματος πρωτοστατεί σε μια άνευ προηγούμενου ιδεολογική επίθεση ενάντια στο κίνημα. Επιστρατεύουν τη λάσπη, τα ψέματα και κάθε είδους παρακρατικά σχέδια. Δεν είναι τυχαίο ότι «στο κάδρο» της συζήτησης μαζί με τις καταλήψεις, είναι το άσυλο, οι απεργίες, όλες οι μορφές δράσης και ο πολιτισμός του αγώνα. Εκφράζουν ότι πιο συντηρητικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, σε μια προσπάθεια να καταδικάσουν κάθε φωνή αντίστασης και κυρίως το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, σαν παράνομο, σαν εχθρό της μεγάλης «εθνικής προσπάθειας». Εν μέρει έχουν δίκιο, γιατί πράγματι, αν η διάλυση της κοινωνίας στο σφαγείο της Ε.Ε και του ευρώ είναι ο εθνικός στόχος, τότε πράγματι, το κίνημα είναι ο εχθρός.

Όμως στην πόλη, αν κρίνεται η «μάχη της ανάπτυξης» και του αυταρχισμού, κρίνεται και η μάχη για την ανατροπή. Έτσι, μαζί με το διαρκή αγώνα ενάντια στην καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων οφείλουμε να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την διεκδίκηση της πόλης από τον κόσμο της εργασίας. Να κάνουμε τις γειτονιές μας εστίες αγώνα και ανατροπής, να δημιουργήσουμε δομές αλληλεγγύης και επιβίωσης. Δεν είναι πρωτοφανές για το εργατικό κίνημα. Για παράδειγμα, τα «σπίτια του λαού» ήταν αλληλένδετα με τα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο, στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ιταλία. Η ανακατάληψη της πόλης, οι απεργίες ενοικίων και οι καταλήψεις ήταν βασική πλευρά του παρατεταμένου ιταλικού Μάη.

Ήδη πρωτοβουλίες συνελεύσεων, λεσχών, κοινωνικών κέντρων κ.α. έχουν μπει στο οπλοστάσιο του κινήματος. Είναι πλευρές ενός ανασυγκροτημένου εργατικού- λαϊκού κινήματος, που έχει ανάγκη η εποχή, για την ανατροπή της μνημονιακής λαίλαπας και το άνοιγμα μιας διαφορετικής πορείας για την κοινωνία.

Δημοσιεύτηκε στο Πριν, την Κυριακή 13 Γενάρη

 

8 Σχόλια to “Οι καταλήψεις και η μάχη των πόλεων.”

  1. Έχω μια απορία : αν οι άστεγοι ήταν «δεκάδες χιλιάδες» θα έπρεπε όταν κάνει κάποιος μια βόλτα στην Αθήνα το βράδυ (ας πούμε στη μία τα μεσάνυχτα) να σκοντάφτει συνέχεια πάνω τους, πράγμα που δε συμβαίνει. Εκτός και έχουν μαζευτεί όλοι στην επαρχία. Μήπως στον αριθμό των αστέγων υπάρχει κάποια υπερβολή;
    Όσο για τις καταλήψεις, δεν τις έκαναν άστεγοι, αλλά, «σύντροφοι» αναρχικοί όχι για να τους χρησιμοποιήσουν ως καταλύματα, αλλά, για «να τα μετατρέψουν σε ζωντανούς χώρους», όπως γράφει και το ίδιο το κείμενο, δηλαδή για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών.

  2. Ωραία, η ΜΚΟ «Κλίμακα» τους βγάζει με δική της έρευνα «περίπου 20.000 ανθρώπους, οι μισοί εκ των οποίων στην Αθήνα, που διαβιούν στο δρόμο ή σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης».
    Λοιπόν, στην Αθήνα έχουμε «περίπου 10.000» αστέγους. Πρώτα-πρώτα, τι θα πει «περίπου»; Αυτό σημαίνει ότι δε μετρήθηκαν, αλλά, «υπολογίστηκαν» με κάποια άγνωστη μέθοδο. Δεύτερο, στις «10.000», εκτός από τους πραγματικά άστεγους, περιλαμβάνονται και όσοι «διαβιούν σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης». Τώρα, το ποιες συνθήκες στέγασης είναι «ακατάλληλες» σηκώνει πολύ νερό. Για να μην πάμε μακριά, μέχρι σήμερα απαγορευόταν η κατασκευή υπόγειων κατοικιών από την Πολεοδομία, γιατί θεωρούσαν πως το υπόγειο είναι ακατάλληλος χώρος διαβίωσης. Δεδομένου ότι οι περισσότερες πολυκατοκίες της Αθήνας έχουν υπόγεια που κατοικούνται (τουλάχιστον οι παλιές, που δεν είχαν γκαράζ), ο αριθμός των «αστέγων» πραγματικά εκτοξεύεται.
    Και επαναλαμβάνω αυτό που έγραψα στο πρώτο μου σχόλιο : ο αριθμός των πραγματικά άστεγων (αυτών που κοιμούνται στο δρόμο) απέχει παρασάγγες από τις «10.000», που δίνει η «Κλίμακα», ή τις «δεκάδες χιλιάδες», που αναφέρει ο κ. Ανδρίτσος.
    Όσο για τις καταλήψεις, με το οποίο δεν ασχολείται η απάντηση της «Λέσχης», ελπίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι συμφωνεί μαζί μου.

    • Προκαλεί εντύπωση ο ζήλος με τον οποίο παλεύεις να αποδείξεις ότι οι άστεγοι δεν είναι τόσοι πολλοί. Για ποιο λόγο το κανείς δεν μπορεί να καταλάβει… Λοιπόν, η έρευνα της ΜΚΟ πράγματι είναι κατά προσέγγιση γιατί είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί ακριβής αριθμός αστέγων, άσε που πολλοί είναι άστεγοι για κάποιες μέρες κτλ. Η έρευνα έγινε περίπου πριν ένα χρόνο και δημοσιεύτηκε πριν κανά- δύο μήνες. Αν υπολογίσεις ότι από τους 20000 πέρσι, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό ήταν μετά το 2009, αυτό σημαίνει ότι μέσα ακόμα και σε πέντε έξι μήνες (ειδικά όσο χειροτερεύει η κατάσταση) ο αριθμός αυτός αυξάνεται κατά χιλιάδες. Το άρθρο δεν αναφέρεται μόνο στην Αθήνα, όταν λέει δεκάδες χιλιάδες αναφέρεται σε όλη την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να μελετηθούν πλήρως τα μεθοδολογικά εργαλεία, ωστόσο προφανώς και δεν αναφέρεται το άρθρο σε ανθρώπους που μένουν σε υπόγεια, ούτε σε όσους δεν τους αρέσει το στρώμα τους. Όπως γράφει κάπου στην έρευνα, αναφέρεται σε άτομα που μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα, ήταν χωρίς στέγη για κάποια μέρα ή μέρες. Σε μερικές μέρες θα δημοσιεύσουμε μια πρόσφατη έρευνα φίλης και συντρόφισσας για το θέμα, αν σε ενδιαφέρει ψάξε περισσότερες πηγές. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι το τυπικό αλλά το ουσιαστικό-πολιτικό. Το άρθρο δεν είναι επιστημονική δημοσίευση. Πατάει πάνω σε κάποια επιστημονικά ευρήματα ωστόσο η βασική του στόχευση είναι να εκφράσει ένα πολιτικό επιχείρημα. Αυτό είναι ότι υπάρχει τεράστια αύξηση των αστέγων και ότι αυτοί δεν είναι πια ένα περιθωριακό κομμάτι μειοψηφικό. Το αν τους βλέπεις ή όχι είναι αστείο επιχείρημα, πρώτον γιατί πράγματι έχουν αυξηθεί δραματικά αυτοί που βλέπουμε στους δρόμους και δεύτερον και κυριότερον γιατί δεν είναι όλοι οι άστεγοι στους κεντρικούς δρόμους. Δημιουργούνται μικρές γειτονιές σε γέφυρες, πάρκα, εγκαταλελειμμένους χώρους, άλλοι μένουν σε αμάξια κτλ κτλ. Το πρόβλημα μου είναι ότι το ύφος σου εκφράζει μια δόση Μαρίας Αντουανέτας και θα σου πρότεινα να το προσέξεις.
      Όσον αφορά τις καταλήψεις, το κείμενο δεν έχει στόχο να αναλύσει τα θετικά και τα αρνητικά τους. Προσωπικά δεν ανήκω στον αντιεξουσιαστικό χώρο, ούτε σε κάποια κατάληψη. Νομίζω γίνεται φανερό το τι επιχειρώ να υποστηρίξω μέσα από τη σύνδεση των ζητημάτων της πόλης με τις καταλήψεις. Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω, αν διαφωνείς δεν με πειράζει.
      Δεν ξέρω αν εκφράζω όλους από τη Λέσχη.

      Θάνος Ανδρίτσος

      • Δεν παλεύω ν’ αποδείξω τίποτα. Προσπαθώ να μάθω και να καταλάβω. Νομίζω ότι το βασικότερο ζήτημα είναι να γνωρίσεις όσο γίνεται καλύτερα την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που κρύβεται από πολλούς και διάφορους. Έγραφα στο πρώτο μου σχόλιο ότι απορούσα για κάτι, που με έβαζε σε σκέψεις για το αν οι «δεκάδες χιλιάδες», ή, έστω, οι 20.000 άστεγοι ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια : δεν έχω περπατήσει σε απόμερους δρόμους του κέντρου μετά τα μεσάνυχτα και γι’ αυτό, ίσως, δε συνάντησα άστεγους. Στη συνοικία που μένω (μια συνοικία μικρομεσαίων) είχα δει μόνο έναν άστεγο παλιότερα κι αυτός έχει χαθεί. Ίσως στις γέφυρες και στα πάρκα, ή στα εγκαταλειμμένα σπίτια να βρίσκονται άστεγοι. Θα ήθελα πραγματικά να μου υποδείξεις μερικούς τέτοιους χώρους. Πρέπει, όμως, να είναι πολλοί τέτοιοι χώροι και με μεγάλο πληθυσμό για να δικαιώνουν τις 10.000 στην Αθήνα (που, όπως λες, σήμερα είναι «δεκάδες χιλιάδες»). Και όταν λέει κανένας «δεκάδες χιλιάδες», αυτός που το ακούει φαντάζεται όχι 10.000, αλλά, τουλάχιστον 30-40.000.
        Η έρευνα της ΜΚΟ δεν αφορούσε τον αριθμό των αστέγων, αλλά, «στη μελέτη της ποιοτικής διαφοροποίησης της έλλειψης στέγης στην Ελλάδα και τα χαρακτηριστικά της νέας γενιάς αστέγων». Και αυτή την έρευνα την πραγματοποίησε με το σωστό στατιστικό τρόπο, δηλαδή, εξέτασε ένα «δείγμα» 214 αστέγων (ελπίζω, χαρακτηριστικό) και κατέγραψε αν είναι έλληνες ή αλλοδαποί, άντρες ή γυναίκες και τους ρώτησε διάφορα πράγματα, π.χ., αν περνάνε τη νύχτα στο δρόμο ή σε αυτοκίνητο, αν έχουν επισκεφτεί νοσοκομείο, αν έχουν μπει φυλακή έστω για μια νύχτα, από πότε είναι άστεγοι, κλπ.
        Για τον αριθμό των αστέγων, η έρευνα δεν κάνει κανένα λόγο. Το μπλογκ του tvxs του Κούλογλου στο οποίο με παρέπεμψε η «Λέσχη», γράφει κατά λέξη : Σε σχέση με τον αριθμό των αστέγων, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με την «Κλίμακα», δεν υπάρχει καμία επίσημη καταγραφή. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 20.000 ανθρώπους, οι μισοί εκ των οποίων στην Αθήνα, που διαβιούν στο δρόμο ή σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης, ενώ πολλοί περισσότεροι είναι εκείνοι που βρίσκονται σε κίνδυνο έλλειψης στέγης. Λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, το τελευταίο διάστημα διαπιστώνεται ότι υπάρχει σαφής αυξητική τάση, περίπου στο 25%.

        Αυτές οι «εκτιμήσεις», προφανώς, δεν είναι έρευνα και όταν μάλιστα δεν αναφέρεται τίποτα για το πάνω σε ποια βάση έγιναν (η ίδια η ΜΚΟ δε διεκδικεί την πατρότητα των «εκτιμήσεων» αυτών) μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι έγιναν με βάση την ελεύθερη φαντασία κάποιου.
        Γράφεις  «Δεν χρειάζεται να μελετηθούν πλήρως τα μεθοδολογικά εργαλεία». Εγώ μίλησα για «άγνωστη μέθοδο» έρευνας. Τώρα που ξαναδιάβασα το κείμενο του Κούλογλου, είδα ότι δεν έγινε κανενός είδους έρευνα, όπως γράφω πιο πάνω, άρα ούτε για μέθοδο μπορούμε να μιλάμε, ούτε για μεθοδολογικά εργαλεία (και γι’ αυτό η ΜΚΟ μιλάει για «εκτιμήσεις»).
        Το θέμα, όμως, όπως γράφεις κι εσύ, είναι πολιτικό. Μπορεί, όμως, ένας προοδευτικός άνθρωπος να στηρίζει τον πολιτικό του λόγο σε ανακρίβειες, ή στην παραμόρφωση της πραγματικότητας;
        Γράφεις : «Όπως γράφει κάπου στην έρευνα, αναφέρεται σε άτομα που μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα, ήταν χωρίς στέγη για κάποια μέρα ή μέρες». Αυτό δεν το γράφει πουθενά στην έρευνα. Εξάλλου, θα ήταν αστείο να συμπεριλαμβάνει στην έννοια «άστεγος» και άτομα «που ήταν χωρίς στέγη… για κάποια μέρα». Η έρευνα της «Κλίμακας» ήταν πολύ σοβαρή, απλά, δεν αφορούσε τον αριθμό των αστέγων.
        Το άρθρο σίγουρα δεν είναι επιστημονική δημοσίευση. Παρ’ όλη τη διαβεβαίωσή σου, όμως, ότι «Πατάει πάνω σε κάποια επιστημονικά ευρήματα», τελικά, δεν πατάει πουθενά.
        Για αυτό που γράφεις περί «Μαρίας Αντουανέτας» και το φιλύποπτο ύφος της αρχής του σχολίου σου, δε θέλω να τα σχολιάσω, γιατί δεν μπήκα στο μπλογκ για να τσακωθώ, αλλά, για να βοηθήσω.
        Όσο για τις καταλήψεις, μια και δε θέλεις να το συζητήσεις, δεν επιμένω. Αλήθεια, οι αναρχικοί που κάνουν αυτές τις καταλήψεις, δεν αχρηστεύουν χώρο που θα μπορούσαν να στεγαστούν άστεγοι;

  3. chip and dale αγορι μου στεκεσαι σε ασημαντα πραγματα. Πρωτον οταν λεμε 20.000 νομιζεις οτι μιλαμε για τον στρατο των orc στον αρχοντα των δαχτυλιδιων, και οτι δε μπορει να συγκεντρωθει με τιποτα. Σε πληροφορω λοιπον οτι υπαρχουν club στην Αθηνα, που συγκεντρωνουν περι τις 4000-6000 εισοδους καθε βραδυ. Το καθενα. Ισως και παραπανω. Υπηρξαν συναυλιες που συγκεντρωσαν 250-300.000 κοσμο. Και σου φαινεται πως σε μια χωρα, ΥΠΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ειναι αδυνατο το 0,2%, (1 στους 500) να ειναι αστεγοι. Ολα αυτα για να βαλεις τους αριθμους σου σε ενα πλαισιο. Επειτα, προσπαθεις να μετρησεις ως μη αστεγους οσους δεν ηταν αστεγοι για ολο το διαστημα. Δηλαδη μια στο τοσο εμειναν σε κανα παγκακι, κατω απο καμια γεφυρα και τα λοιπα. Τις υπολοιπες μερες τους φιλοξενουσε κανας γνωστος στο υπογειο… αλλα οχι, δε μετρανε για αστεγοι ε; Θυμιζεις οσους λενε οτι τα θυματα του ολοκαυτωματος δεν ηταν τα «δεκαδες εκατομμυρια» που εικαζεται αλλα μονο «μερικα εκατομμυρια». Εδω ηθελα να καταληξω οταν ειπα οτι στεκεσαι σε ασημαντα πραγματα. Τι κι αν οι αστεγοι δεν ειναι 20000 αλλα ειναι 3000. Τι κι αν τα θυματα του β παγκοσμιου πολεμου δεν ηταν 20.000.000 αλλα ηταν 5.000.000. Τι κι αν δεν μπηκαν 100.000 σε φουρνους, αλλα μπηκε ΕΝΑΣ. Η απεχθεια της καταστασης πρεπει να ειναι η ιδια. Ουτε ΕΝΑΣ ανθρωπος δεν πρεπει να στερειται το δικαιωμα στεγασης και ιατρικης φροντιδας. Τελος, το επιχειρημα σου οτι κυκλοφορεις στους δρομους και δεν τους βλεπεις, αρα δεν υπαρχουν, ξερεις ποσο επιστημονικα εμπεριστατομενο ειναι…. ΥΓ. Σορρυ για τα οποια συντακτικα-ορθογραφικα.

Σχολιάστε