José Saramago: Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον

Πώς θα σας φαινόταν ένα Eυαγγέλιο, όπου στο τέλος πάνω στο σταυρό ο Ιησούς αντιλαμβάνεται ότι εξαπατήθηκε και αντί του γνωστού «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» κραυγάζει προς τον ανοιχτό ουρανό «Άνθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τί κάνει»

Ένα Ευαγγέλιο, όπου ο Θεός και ο διάβολος είναι οι «ετερώνυμοι» του ανθρώπου, ο άνθρωπος δηλαδή τους έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του;

Ένα διαφορετικό Ευαγγέλιο από το μοναδικό José Saramago. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εναλλακτική ιστορία, όπου όλα μοιάζουν με τις γνωστές εξιστορήσεις, αλλά όλα γίναν κάπως αλλιώς.

Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στο έργο, αλλά και τη ζωή του συγγραφέα, μπορείτε να ανατρέξετε στο αφιέρωμα που είχε κάνει πριν χρόνια το πολιτικό καφενείο (άρθρα 2, 3 , 4 , 5), απ’ όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν.

«Ο γέγραφα, γέγραφα».

ΠΟΝΤΙΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ

Ο ήλιος παρουσιάζεται σε μια από τις πάνω γωνιές του ορθογωνίου, που βρίσκεται στα αριστερά όπως κοιτάζει κανείς, και παριστάνει, ο βασιλικός αστέρας, το κεφάλι ενός άντρα από όπου ξεχύνονται ακτίνες δυνατού φωτός και φιδωτές φλόγες, σαν μια ανεμοδούρα αναποφάσιστη για την κατεύθυνση των σημείων που θέλει να δείξει, και αυτό το κεφάλι έχει ένα πρόσωπο που κλαίει, συσπασμένο από έναν πόνο αμείωτο, βγάζοντας από το ανοιχτό στόμα μια κραυγή που δεν θα μπορέσουμε να ακούσουμε, αφού τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό, ότι έχουμε μπροστά μας είναι χαρτί και μελάνι και τίποτε άλλο. Κάτω από τον ήλιο βλέπουμε έναν άντρα γυμνό, δεμένο στον κορμό ενός δέντρου, με τα λαγόνια σκεπασμένα από ένα πανί που καλύπτει τα μέρη που αποκαλούμε γενετήσια και απόκρυφα και τα πόδια του στερεωμένα σε ότι απόμεινε από έναν εγκάρσια κομμένο κορμό, πάντως για μεγαλύτερη σταθερότητα, και για να μη γλιστρήσουν από αυτό το φυσικό υποστήριγμα, τα κρατούν δυο καρφιά βαθιά μπηγμένα.

Από την έκφραση του προσώπου, εμπνευσμένο πάθος, και από την κατεύθυνση του βλέμματος, στραμμένο ψηλά, θα πρέπει να είναι ο Καλός Ληστής. Τα μαλλιά όσο δαχτυλίδια, άλλη ένδειξη που δεν ξεγελά, αφού είναι γνωστό ότι άγγελοι και αρχάγγελοι τέτοια μαλλιά έχουν, και ο μετανοημένος εγκληματίας, κατά τα φαινόμενα, ήδη βρίσκεται καθ’ οδόν για να ανέλθει στον κόσμο των ουρανών πλασμάτων. Δεν θα μπορέσουμε να επαληθεύσουμε αν αυτός ο κορμός είναι ακόμα δέντρο, απλώς προσαρμοσμένο με επιλεκτικό κουτσούρεμα, σε όργανο μαρτυρίου, που όμως συνεχίζει να τρέφεται με τις ρίζες από τη γη, γιατί όλο το κάτω μέρος του καλύπτεται από έναν άντρα με μακριά γενειάδα, ντυμένο με ρούχα πλούσια, ευρύχωρα και πληθωρικά, που, ενώ έχει σηκωμένο το κεφάλι, δεν κοιτά ωστόσο τον ουρανό.

Αυτή η επίσημη στάση, αυτή η θλιμμένη φυσιογνωμία δεν μπορεί παρά να είναι του Ιωσήφ της Αριμαθαίας ή του Σίμωνα του Κυρηναίου, αναμφίβολα άλλη μια δυνατή υπόθεση, μετά από τη δουλειά στην οποία τον εξανάγκασαν, να βοηθά δηλαδή τον μελλοθάνατο στη μεταφορά του σταυρού, σύμφωνα με το πρωτόκολλο τέτοιων εκτελέσεων, αλλά έξω από τις συνήθειές του, απασχολημένος μάλλον με τις συνέπειες της καθυστέρησης μιας συμφωνημένης συναλλαγής παρά με την επιθανάτια θλίψη του δυστυχή που πήγαιναν για σταύρωση. Αυτός λοιπόν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας είναι ο αγαθός εκείνος άνθρωπος που πρόσφερε ένα δικό του τάφο για να εναποτεθεί εκεί το κύριο λείψανο, η γενναιοδωρία του όμως δεν θα του χρησιμεύσει πολύ την ώρα των αγιοποιήσεων, ούτε καν των οσιοποιήσεων, αφού δεν υπάρχει γύρω από το κεφάλι του άλλο από το τουρμπάνι που έχει για να βγαίνει τις καθημερινές, αντίθετα από τη γυναίκα που βλέπουμε στη διπλανή σκηνή, με τα μαλλιά ατίθασα πάνω στην κυρτή, διπλωμένη πλάτη, στεφανωμένη όμως με την απώτατη δόξα ενός φωτοστέφανου, στην περίπτωσή της δαντελωτού σαν σπιτικό εργόχειρο. Είναι σίγουρο ότι η γονατισμένη γυναίκα ονομάζεται Μαρία, αφού εκ προοιμίου γνωρίζουμε πως όλες όσες έρθουν να συγκεντρωθούν εδώ αυτό το όνομα έχουν, και μόνο μία τους, που είναι επιπλέον και Μαγδαληνή, διακρίνεται ονοματολογικά από τις άλλες, ε λοιπόν, οποιοσδήποτε παρατηρητής, επαρκής γνώστης των θεμελιωδών γεγονότων της ζωής, με την πρώτη ματιά θα ορκιστεί ότι εκείνη που αναφέραμε ως Μαγδαληνή είναι αυτή ακριβώς, αφού μόνο ένας άνθρωπος ένοχου παρελθόντος, σαν αυτή, θα τολμούσε να παρουσιαστεί αυτή την τραγική ώρα με ένα μπούστο τόσο ανοιχτό και ένα στηθόπανο τόσο σφιχτό που σηκώνει και τονίζει τη στρογγυλάδα του στήθους, λόγος για τον οποίο έχει, αναπόφευκτα, προσελκύσει και αδράξει το λαίμαργο βλέμμα των περαστικών αντρών, προς σοβαρή ζημία των ψυχών, παρασυρμένων στο χαμό από το άσεμνο σώμα. Έχει ωστόσο την έκφραση μεταμελημένης θλίψης στο πρόσωπό της, και η εγκατάλειψη του σώματός της δεν εκφράζει παρά τον πόνο μιας ψυχής, κρυμμένης σε προκλητική σάρκα, είναι η αλήθεια, που όμως είναι υποχρέωσή μας να λάβουμε υπόψη, την ψυχή εννοείται, προφανώς η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να είναι από μέσα γυμνή, αν με τέτοια απεικόνιση είχαν επιλέξει να την παραστήσουν, κι εμείς παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να της αποδώσουμε σεβασμό και φόρο τιμής. Η Μαρία η Μαγδαληνή, αν είναι όντως αυτή, συγκρατεί και φαίνεται ότι πάει να φιλήσει, με μια χειρονομία συμπόνιας που οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν, το χέρι μας άλλης γυναίκας, ετούτη μάλιστα είναι πεσμένη στη γη, αποστερημένη από δυνάμεις ή πληγωμένη θανάσιμα. Το όνομά της είναι επίσης Μαρία, δεύτερη στη σειρά παρουσίασης, αλλά, χωρίς αμφιβολία, πρωταρχικότατη σε σημασία, αν κάτι σημαίνει η κεντρική θέση που καταλαμβάνει στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Αν εξαιρέσει κανείς το δακρυσμένο πρόσωπο και τα παραιτημένα χέρια, δεν απομένει να δει τίποτα από το σώμα, καλυμμένο από τις πολλαπλές πτυχές του μανδύα και του χιτώνα, σφιγμένου στη μέση με ένα κορδόνι που την τραχύτητά του μαντεύουμε. Είναι μεγαλύτερη από την άλλη Μαρία, και αυτός είναι ένας καλός λόγος, πιθανόν, αλλά όχι ο μοναδικός, που το φωτοστέφανό της έχει πιο πολύπλοκο σχέδιο, έτσι τουλάχιστον θα έπαιρνε το ελεύθερο να σκεφτεί όποιος, μη διαθέτοντας ακριβείς πληροφορίες σχετικά με προτεραιότητες, προνόμια και ιεραρχίες που ισχύουν σ’ αυτό τον κόσμο, θα ήταν υποχρεωμένος να διατυπώσει άποψη. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη μας το βαθμό διάδοσης αυτών των εικονογραφιών, που τους εξασφάλισαν μείζονες και ελάσσονες καλλιτεχνίες, μόνο ένας κάτοικος από άλλο πλανήτη, αν υποθέσουμε ότι και σε αυτόν δεν είχε κάποια στιγμή επαναληφθεί ή πρωτοπαιχτεί αυτό το δράμα, μόνο αυτό το αληθινά αδιανόητο ον θα αγνοούσε ότι η τυραννισμένη γυναίκα είναι η χήρα ενός ξυλουργού ονόματι Ιωσήφ και μητέρα πολυάριθμων γιων και θυγατέρων, παρόλο που ένας και μόνο από αυτούς, κατά προσταγή του πεπρωμένου ή όποιου το κυβερνά, ήρθε στη γη για να ευδοκιμήσει, μέτρια στη ζωή, αλλά μέγιστα μετά θάνατον. Γερμένη στα αριστερά, η Μαρία, μητέρα του Ιησού, αυτού ακριβώς που μόλις μνημονεύσαμε, στηρίζει τον πήχη στο μηρό μιας άλλης γυναίκας, που είναι επίσης γονατισμένη, Μαρία πάλι στο όνομα και, εντέλει, παρόλο που δεν μπορούμε να δούμε, ούτε καν να φανταστούμε, το μπούστο, πραγματική ίσως Μαγδαληνή. Ακριβώς όπως και η πρώτη αυτής της γυναικείας τριάδας, έχει μακριά ατίθασα μαλλιά, ριγμένα στην πλάτη, ετούτα όμως δίνουν την αίσθηση ότι είναι ξανθά, αν δεν είναι απλή σύμπτωση η διαφορά στο περίγραμμα, πιο ελαφρύ σε αυτή την περίπτωση και με αφημένα κενά στις τούφες, πράγμα που, προφανώς, εξυπηρετεί το ζωγράφο στο να ανοίξει το γενικό τόνο της κώμης που αναπαριστά. Με αυτούς τους ισχυρισμούς δεν έχουμε πρόθεση να δηλώσουμε ότι η Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε, όντως, ξανθιά, απλώς συμμορφωνόμαστε στο ρεύμα της πλειοψηφούσας άποψης που επιμένει να βλέπει στις ξανθιές, τόσο στις φυσικές όσο και στις βαμμένες, τα πιο αποτελεσματικά όργανα αμαρτίας και πτώσης. Η Μαρία η Μαγδαληνή, έχοντας υπάρξει, όπως είναι γενικά γνωστό, γυναίκα τόσο αμαρτωλή, χαμένη όσο λίγες, θα έπρεπε να ήταν και ξανθιά, ώστε να μη διαψεύσει τις πεποιθήσεις, καλώς ή κακώς διαμορφωμένες, του μισού ανθρώπινου είδους.

Δεν είναι πάντως επειδή η Τρίτη αυτή Μαρία, συγκριτικά με την άλλη, φαίνεται πιο ανοιχτόχρωμη στην επιδερμίδα και την απόχρωση των μαλλιών, που υπαινισσόμαστε και προτείνουμε, ενάντια στις συντριπτικές ενδείξεις ενός βαθιού μπούστου και ενός επιδεικνυόμενου στήθους, ότι αυτή είναι η Μαγδαληνή. Άλλη απόδειξη, ισχυρότατη αυτή, που ενισχύει και επιβεβαιώνει την ταύτιση, είναι ότι η περί ης ο λόγος γυναίκα συγκρατεί μεν ελαφρά, με χαλαρό το χέρι, την εξουθενωμένη μητέρα του Ιησού, σηκώνει δε το βλέμμα προς τα πάνω, και αυτό το βλέμμα αυθεντικού και εκστατικού έρωτα ανυψώνεται με τέτοια δύναμη που μοιάζει να παίρνει μαζί του το σώμα ολόκληρο, όλο το σάρκινο εγώ της, σαν ένα εκθαμβωτικό φωτοστέφανο ικανό να κάνει να ωχριά το στέμμα που ήδη περιβάλλει το κεφάλι της και απορροφά σκέψεις και συναισθήματα. Μονάχα μια γυναίκα που αγάπησε όσο φανταζόμαστε ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε αγαπήσει θα μπορούσε να κοιτάξει με αυτόν τον τρόπο, έσχατη απόδειξη ότι είναι αυτή, μόνο αυτή και καμία άλλη, εξαιρουμένης ωστόσο εκείνης που βρίσκεται στο πλάι, τέταρτη Μαρία, όρθια, με τα χέρια μισοσηκωμένα, σε εκδήλωση ευλάβειας, αλλά με βλέμμα κενό, συνοδεύοντας σε αυτή την πλευρά της γκραβούρας ένα νέο άντρα, λίγο μεγαλύτερο από έφηβο, που με εξεζητημένο τρόπο λυγίζει το αριστερό του πόδι, έτσι, στο γόνατο, καθώς το δεξί του χέρι, ανοιχτό, δείχνει, με μια στάση επιτηδευμένη και θεατρική, την ομάδα των γυναικών στην οποία έπεσε ο κλήρος να παραστήσει στο έδαφος τα δρώμενα.

Αυτό το πρόσωπο, τόσο νεαρούτσικο, με τα μαλλιά του μπούκλες και τα χείλη τρεμάμενα, είναι ο Ιωάννης. Όπως ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, έτσι και τούτος κρύβει με το σώμα του τον κορμό του άλλου δέντρου που, εκεί ψηλά, στο ύψος της διχάλας, συγκρατεί στον αέρα ένα δεύτερο γυμνό άντρα, δεμένο και καρφωμένο όπως ο πρώτος, μόνο που ετούτος έχει ίσια μαλλιά και αφήνει το κεφάλι του να γείρει και να κοιτάξει, αν ακόμα το μπορεί, το έδαφος, και το πρόσωπό του, αδύνατο και σκυθρωπό, προκαλεί λύπη, αντίθετα από το ληστή της άλλης πλευράς, που, ακόμη και αυτή την αποφράδα στιγμή αγωνίας και πάθους, καταφέρνει να μας δείχνει ένα πρόσωπο που εύκολα θα φανταζόμασταν ροδοκόκκινο, η ζωή του πήγαινε καλά όσο έκλεβε, αν κι εδώ μας γίνεται αισθητή η έλλειψη των χρωμάτων. Αδύνατος, με ίσια μαλλιά, το κεφάλι πεσμένο στη γη, που θα πρέπει να τον καταπιεί, δυο φορές καταδικασμένος, σε θάνατο και σε κόλαση, αυτό το άθλιο θήραμα δεν μπορεί παρά να είναι ο Κακός Ληστής, άνθρωπος ακεραιότατος τελικά, στον οποίο υπερίσχυσε η συνείδηση, ώστε να μην προσποιηθεί, με την κάλυψη θείων και ανθρώπινων νόμων, ότι ένα λεπτό μεταμέλειας αρκεί για να εξαγοράσει μια ολόκληρη ζωή κακίας ή μια απλή ώρα αδυναμίας. Πάνω από αυτόν, επίσης κλαίγοντας και φωνάζοντας όπως ο ήλιος που βρίσκεται μπροστά, βλέπουμε τη σελήνη με τη μορφή γυναίκας, με ένα αταίριαστο στεφάνι να της σουλουπώνει το αυτί, άδεια που σε κανένα καλλιτέχνη ή ποιητή δεν έχει δοθεί πριν και είναι αμφίβολο αν θα δοθεί στο εξής, παρ’ όλο το προηγούμενο. Αυτός ο ήλιος και αυτή η σελήνη φωτίζουν εξίσου τη γη, αλλά το περιβάλλον φως είναι διάχυτο, χωρίς σκιές, γι’ αυτό και είναι καθαρά ορατό αυτό που βρίσκεται στο φόντο, πύργοι και τείχη, μια κινητή γέφυρα πάνω από μια τάφρο που το νερό της λάμπει, κάποια γοτθικά αετώματα, και εκεί από πίσω, στην κορυφή του τελευταίου λόφου, τα σταματημένα φτερά ενός μύλου. Εδώ, πιο κοντά, χάρη στην ψευδαίσθηση της προοπτικής, τέσσερις καβαλάρηδες με περικεφαλαία, λόγχη και αρματωσιά κάνουν γύρους τα άλογα σε μια επίδειξη υψηλού επιπέδου, χαιρετώντας, τρόπος του λέγειν, ένα αθέατο κοινό. Την ίδια εντύπωση τέλους γιορτής δίνει και εκείνος ο στρατιώτης του πεζικού που ήδη κάνει το πρώτο βήμα για να αποσυρθεί, ενώ από το δεξί του χέρι κρέμεται κάτι που, από τούτη την απόσταση, φαίνεται για μαντίλι αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι χιτώνας ή μανδύας, ενόσω δυο άλλοι στρατιωτικοί δείχνουν σημεία εκνευρισμού και δυσαρέσκειας και, αν είναι δυνατόν από τόσο μακριά να αποκωδικοποιήσουμε στα μικροσκοπικά πρόσωπα ένα συναίσθημα, μοιάζουν σαν να έπαιξαν και να έχασαν. Υπεράνω αυτών των κοινοτοπιών του στρατού και της τειχισμένης πόλης πλανιόνται τέσσερις άγγελοι, οι δύο με ορατό ολόκληρο το σώμα, κλαίνε, οδύρονται και μεμψιμοιρούν, ένας από αυτούς όχι και τόσο, με τραχύ προφίλ, απορροφημένος στο έργο της συλλογής μέσα σ’ ένα τάσι, μέχρι τελευταίας ρανίδας, του πίδακα αίματος που βγαίνει από τη δεξιά πλευρά του Εσταυρωμένου. Σ’ αυτό το μέρος, που το λένε Γολγοθά, πολλοί είναι αυτοί που είχαν την ίδια μοιραία κατάληξη και πολλοί άλλοι ακόμα θα τη συναντήσουν, αλλά αυτός ο άνθρωπος, γυμνός, καρφωμένος χεροπόδαρα σε ένα σταυρό, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, Ιησούς το όνομά του, είναι ο μόνος που το μέλλον του επιφυλάσσει την τιμή ενός κεφαλαίου αρχικού, οι περισσότεροι θα παραμείνουν ελάσσονες εσταυρωμένοι. Προς αυτόν μόνο, τελικά, κοιτάζουν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας και η Μαρία η Μαγδαληνή, αυτός κάνει και κλαίνε ο ήλιος και η σελήνη, αυτόν μόλις προ ολίγου δόξασε ο Καλός Ληστής και χλεύασε ο Κακός, μιας και δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ένα και τον άλλο, ή και, αν υπάρχει διαφορά, δεν είναι αυτή, αφού ο Καλός και ο Κακός δεν υπάρχουν αφ’ εαυτού τους, καθένας τους είναι αποκλειστικά η απουσία του άλλου.

Υπεράνω αυτών των κοινοτοπιών του στρατού και της τειχισμένης πόλης πλανιόνται τέσσερις άγγελοι, οι δύο με ορατό ολόκληρο το σώμα, κλαίνε, οδύρονται και μεμψιμοιρούν, ένας από αυτούς όχι και τόσο, με τραχύ προφίλ, απορροφημένος στο έργο της συλλογής μέσα σ’ ένα τάσι, μέχρι τελευταίας ρανίδας, του πίδακα αίματος που βγαίνει από τη δεξιά πλευρά του Εσταυρωμένου. Σ’ αυτό το μέρος, που το λένε Γολγοθά, πολλοί είναι αυτοί που είχαν την ίδια μοιραία κατάληξη και πολλοί άλλοι ακόμα θα τη συναντήσουν, αλλά αυτός ο άνθρωπος, γυμνός, καρφωμένος χεροπόδαρα σε ένα σταυρό, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, Ιησούς το όνομά του, είναι ο μόνος που το μέλλον του επιφυλάσσει την τιμή ενός κεφαλαίου αρχικού, οι περισσότεροι θα παραμείνουν ελάσσονες εσταυρωμένοι. Προς αυτόν μόνο, τελικά, κοιτάζουν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας και η Μαρία η Μαγδαληνή, αυτός κάνει και κλαίνε ο ήλιος και η σελήνη, αυτόν μόλις προ ολίγου δόξασε ο Καλός Ληστής και χλεύασε ο Κακός, μιας και δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ένα και τον άλλο, ή και, αν υπάρχει διαφορά, δεν είναι αυτή, αφού ο Καλός και ο Κακός δεν υπάρχουν αφ’ εαυτού τους, καθένας τους είναι αποκλειστικά η απουσία του άλλου.

Έχει πάνω από το κεφάλι του, το απαστράπτον από χίλιες ακτίνες, περισσότερο από τον ήλιο και τη σελήνη μαζί, μια επιγραφή γραμμένη στα ρωμαϊκά που τον ανακηρύσσει βασιλιά των Ιουδαίων και, σφιγμένη στο κεφάλι, μια οδυνηρή ακάνθινη κορόνα, τέτοια που φέρουν, και δεν το ξέρουν, εκείνοι οι άνθρωποι που δεν τους επιτρέπεται να είναι βασιλιάδες του προσώπου τους. Ο Ιησούς δεν επωφελείται να ξεκουράσει τα πόδια, όπως κάνουν οι ληστές, και όλο το βάρος του σώματός του θα κρεμόταν από τα καρφωμένα στον κορμό χέρια του, αν δεν του απέμενε ακόμα λίγη ζωή, ικανή να τον κρατά όρθιο πάνω στα τεντωμένα γόνατα, αλλά που σύντομα θα του τελειώσει, η ζωή, με το αίμα να συνεχίζει να ξεπηδά από την πληγή του στήθους, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Ανάμεσα στις δυο σφήνες που στερεώνουν το σταυρό, μπηγμένες όπως κι αυτός σε μια σκούρα ρωγμή στο έδαφος, πληγή της γης, αγιάτρευτη όσο και ο τάφος ενός ανθρώπου, βρίσκεται ένα κρανίο, κι ακόμη μια κνήμη και μια ωμοπλάτη, αλλά το κρανίο είναι που μας ενδιαφέρει, γιατί αυτό σημαίνει Γολγοθάς, κρανίο, δεν μοιάζουν οι δυο λέξεις να σημαίνουν το ίδιο, τη διαφορά θα την καταλαβαίναμε αν, αντί να γράψουμε κρανίο και Γολγοθάς, γράφαμε γολγοθάς και Κρανίο. Κανείς δεν ξέρει ποιος έβαλε εκεί αυτά τα απομεινάρια και με ποιο σκοπό το έκανε, αν είναι απλά μια ειρωνική και μακάβρια προειδοποίηση στους δυστυχείς μελλοθάνατους για την κατοπινή τους κατάσταση, πριν γίνουν χώμα, σκόνη και άλλο τίποτα. Υπάρχει όμως και ο ισχυρισμός ότι αυτό είναι το ίδιο το κρανίο του Αδάμ, αναδυμένο από το βαθύ σκοτάδι των αρχαϊκών γεωλογικών στρωμάτων, και τώρα, που πια δεν μπορεί να γυρίσει σε αυτά, είναι καταδικασμένο αιώνια να έχει, μπροστά στα μάτια της γης, το μοναδικό δυνατό παράδεισό του παντοτινά χαμένο. Εκεί πίσω, στο πεδίο όπου οι καβαλάρηδες εκτελούν τον τελευταίο γύρο, ένας άντρας απομακρύνεται, γυρνώντας το κεφάλι του προς αυτή την πλευρά. Κρατά στο αριστερό του χέρι ένα κανάτι και στο δεξί ένα καλάμι. Στην άκρη του καλαμιού πρέπει να υπάρχει ένα σφουγγάρι, είναι δύσκολο να δει κανείς από δω, και το κανάτι, σχεδόν θα στοιχηματίζαμε, περιέχει νερό με ξίδι.

Αυτός ο άνθρωπος μια μέρα, και εις το εξής για πάντα, θα πέσει θύμα μιας συκοφαντίας, ότι, από μοχθηρία ή χλευασμό, έδωσε ξίδι στον Ιησού όταν εκείνος ζήτησε νερό, ενώ το σίγουρο είναι ότι του έδωσε από το μίγμα, ξίδι και νερό, που είναι από τα καλύτερα δροσιστικά για να σβήνει τη δίψα, όπως τότε ήταν γνωστό και συνηθιζόταν. Φεύγει, δεν μένει μέχρι τέλους, έκανε ότι μπορούσε για να ανακουφίσει την επιθανάτια στέγνα των τριών καταδικασμένων και δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στον Ιησού και τους Ληστές, για τον απλό λόγο ότι αυτά είναι πράγματα της γης, που στη γη θα μείνουν, κι από αυτά φτιάχνεται η μοναδική δυνατή ιστορία.

           * *  

Η νύχτα έχει ακόμα μεγάλη διαδρομή μπροστά της. Το καντήλι του λαδιού, κρεμασμένο σ’ ένα καρφί δίπλα στην πόρτα, είναι αναμμένο, αλλά η φλόγα, σαν μικρό φωτεινό αμύγδαλο που αιωρείται, μόλις που καταφέρνει, τρεμουλιαστή, ασταθής, να βαστάξει τη σκοτεινή μάζα που την περιβάλλει και γεμίζει από πάνω ως κάτω το σπίτι μέχρι την τελευταία κρυψώνα, εκεί που τα σκοτάδια είναι τόσο πυκνά που μοιάζουν συμπαγή. Ο Ιωσήφ πετάχτηκε από τον ύπνο αλαφιασμένος, σαν κάποιος ξαφνικά να τον σκούντηξε στον ώμο, θα ήταν όμως η ψευδαίσθηση ενός ονείρου που διαλύθηκε αμέσως, αφού στο σπίτι αυτό ζει μόνο ο ίδιος και η γυναίκα του, που δεν σάλεψε και κοιμάται. Δεν το συνηθίζει να ξαγρυπνάει έτσι στο μέσο της νύχτας, γενικά δεν ξυπνά πριν αρχίσει να φέγγει στο σκοτάδι η πλατιά χαραμάδα της πόρτας, γκρίζα και κρύα. Αμέτρητες φορές σκέφτηκε πως θα έπρεπε να τη βουλώσει, τι πιο εύκολο για έναν ξυλουργό από το να ταιριάξει και να καρφώσει μια απλή ξύλινη σανίδα που ξέμεινε από κάποιο έργο, ωστόσο είχε σε τέτοιο βαθμό συνηθίσει να βλέπει μπροστά του, με το που άνοιγε τα μάτια, αυτή την κάθετη ράβδο φωτός να αναγγέλλει τη μέρα, που έφτασε να φανταστεί, χωρίς να συνειδητοποιεί το παράλογο της ιδέας, ότι, χωρίς αυτή, ίσως να μην ήταν ικανός να βγει από τα σκοτάδια του ύπνου, του κορμιού του και του κόσμου. Η χαραμάδα της πόρτας ήταν κομμάτι του σπιτιού, όπως οι τοίχοι και το ταβάνι, όπως ο φούρνος ή το δάπεδο από πατημένο χώμα. Με χαμηλή φωνή, για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα, που συνέχιζε να κοιμάται, απέδωσε την πρώτη ευχαριστία της ημέρας, αυτή που πρέπει να λέγεται κάθε φορά που γυρνά κανείς από τη μυστηριώδη χώρα του ύπνου, Σε ευχαριστώ Κύριε, Θεέ μας, βασιλιά του σύμπαντος, που με τη δύναμη της φιλευσπλαχνίας σου επαναφέρεις ζώσα και σώα την ψυχή μου. Ίσως επειδή οι πέντε αισθήσεις του δεν είχαν ξυπνήσει εξίσου, αν όντως στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε οι άνθρωποι δεν μάθαιναν ακόμα κάποιες ή, αντίθετα, ξεμάθαιναν άλλες που σήμερα θα μας ήταν χρήσιμες, ο Ιωσήφ αυτοπαρατηρούνταν σαν να συνόδευε από απόσταση την αργή κατάληψη του κορμιού του από μια ψυχή που μόλις είχε επιστρέψει, όμοια με νήματα νερού που, αφού προχώρησαν φιδωτά μέσα από δρόμους ρυακιών, διαπέρασαν τη γη ως τις πιο βαθιές ρίζες, για να μεταφέρουν κατόπι το χυμό στο εσωτερικό των μίσχων και των φύλλων.

Εισαγωγή- επιμέλεια: Κώστας Γούσης

Σχολιάστε