Καλοκαίρι χωρίς να τριγυρνούν μέλισσες πάνω από το κομμένο καρπούζι, δε γίνεται.

Χωρίς να αποκλείουμε το να υπάρξουν αραιά και που ορισμένες ακόμη αναρτήσεις, σας αποχαιρετούμε προς το παρόν για καλοκαίρι δημοσιεύοντας ένα πολύ όμορφο διήγημα που πρόσφατα είχαμε τη χαρά να διαβάσουμε κι αμέσως το αγαπήσαμε. Είμαστε σίγουροι πως θα το αγαπήσετε κι εσείς. Ευχαριστούμε πολύ την Ειρήνη για τη δημοσίευσή του. 

της Ειρήνης Ηλιοπούλου

Το καλοκαίρι, το δέρμα σου έχει μια μοναδική μυρωδιά. Όπως το λείο ζυμάρι που πλάθεις σε μικρές μπάλες προτού γίνει σεντόνι από αλεύρι και νερό για να σκεπάσει τις τετράγωνες λαμαρίνες. Πλαστική λεκάνη, αλεύρι σε σχήμα ηφαιστείου, όσο αλάτι πιάσουν τ’ ακροδάχτυλά σου, λάδι που κυλά πρώτα στη χούφτα και νερό όσο πάρει. Έτσι μύριζε κι εκείνη η κρέμα στα μαρμάρινα βάζα που έκανε το πρόσωπό σου να γυαλίζει από τη βαριά λιπαρότητά της. Στα φαγητά και στις κρέμες χάνεις πάντα τη συνταγή.

Όσο αγαπάς το παγωτό βανίλια και το καρπούζι με φέτα άλλο τόσο δεν υποφέρεις τα επίμονα περιστέρια στο φρεσκοβαμμένο κάγκελο. Φαίνεται σ’ ακολούθησαν μια μέρα απ’ τη θάλασσα που τα τάισες λιόσπορο και ήρθαν να ξαναβρούν το χέρι σου εκεί που κάθεσαι στη βεράντα. Μα εσύ δεν κρατάς χάρτινο σακουλάκι αλλά μια μαύρη βεντάλια με κόκκινα άνθη και δαντέλα στο τελείωμα. Την κουνάς ρυθμικά κι εκείνη φροντίζει να κρατά μακριά σου την ανυπόφορη ζέστη. Πριν λίγο πότισες τα γεράνια που τώρα στέκουν φρέσκα στις μεγάλες κωνικές ζαρντινιέρες. Και η βερικοκιά θέλει κάθε μέρα νερό για να θεριεύει στον ασβεστωμένο τενεκέ της. Ώρα για τα τελευταία ψιθυρίσματα της ψάθινης σκούπας σου στο μωσαϊκό και μετά θα φέρεις την ιδρωμένη κανάτα από το ψυγείο, θα την καθίσεις πλάι σου στο τραπεζάκι ενώ βαλέδες, ντάμες και άσσοι θα ετοιμαστούν να σου φορέσουν καπέλα στο απογευματινό κουν καν. Στο ένα χέρι οι τρίτες και τετάρτες και το άλλο να καταστρώνει τζογαδόρικες στρατηγικές στο πράσινο ύφασμα.

Όλες οι τσόχες πρέπει να έχουν απαραίτητα μία τουλάχιστον τρύπα από καύτρα τσιγάρου. Ένα τραχύ σημάδι που να θυμίζει για πάντα μια παρτίδα ρέντας, γκίνιας ή απλώς ρεφαρίσματος. Αν η τσόχα σου θυμόταν τις παρτίδες σου, θα ήταν κιόλας στάχτη.

Χαϊδεύεις απαλά το αμπάλωτο σημάδι, και αφαιρείσαι με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Το βλέμμα σου γυρίζει στη ροζ πικροδάφνη ενώ το δάχτυλό σου φοράει δαχτυλίδι την τσόχινη ουλή και η σκέψη σου σε ταξιδεύει μέσα στο καραβάκι για το Μπαξέ Τσιφλίκι. Να’ σαι. Χωρίς την κοτονένια καλοκαιρινή ρόμπα σου, με τα μαλλιά δεμένα σε φιλέ και ένα φλοράλ φόρεμα ν’ απολαμβάνεις γαλάζια βλέμματα μέσα απ’ τις βόλτες του <<Ποσειδών>>.

Δε συγκρίνεται τίποτα με τον αλμυρό αέρα που σου κόβει που και που την ανάσα όταν γυρνάς την πλάτη σου στην αποβάθρα με τα μπετονένια σκαλάκια και το σκουριασμένο χειρολισθήρα για να κοιτάξεις προς το Καραμπουρνάκι. Αυτή η μυρωδιά έχει κάτι το αδιαμφισβήτητα καλοκαιρινό. Το επόμενο λιμάνι μοιάζει τόσο κοντά που αν δώσεις μια με το χέρι σου θα το πιάσεις. Κι όμως έχεις ακόμα χρόνο για να μπλέξεις τις σκέψεις σου με την εναλλασσόμενη μουσική από το ραδιοφωνάκι και τις κουβέντες της διπλανής παρέας.

Τα καλοκαίρια όλο χλευάζουν τους χειμώνες που πέρασαν. Σβήνουν το συνταρακτικό τους συμβάν με μια φράση ανέξοδη: ‘Τι χειμώνας και τούτος’. Μέσα στις θύμησες των περασμένων, θλίβεσαι ενοχικά που το θέρος λιώνει στην κάψα του το μοιραίο τρίκυκλο, που μόλις λίγους μήνες πριν φυγάδευε τους φονιάδες του Γρηγόρη Λαμπράκη στους δρόμους της Σαλονίκης. Πώς μέσα σε μια ολάνθιστη άνοιξη πάγωσε ο τόπος με ένα λοστάρι; Κι έπειτα <<κατελήφθη υπό πανικού η κυβέρνησις του αίματος>> κι έπειτα παραίτηση κι έπειτα η μοναδικά αυγουστιάτικη σκέψη: ‘έρχεται δύσκολος χειμώνας’.

Πρώτη στάση στο Καραμπουρνάκι και μετά ολοταχώς για την άλλη μεριά του Θερμαϊκού. Μια από τις οικογένειες μαζεύει τσάντες και μπανιερά για να κατέβει εδώ. Προηγουμένως, κάπου ανάμεσα στους μπερδεμένους στοχασμούς σου, τους άκουσες να λένε για κάποιον συγγενή τους που μάζεψε σφραγίδες και χαρτιά κι έφυγε έξω να δουλέψει. Κατεβαίνουν απ’ το καραβάκι και κοιτούν κλεφτά προς τα πίσω ενώ εσύ σκέφτεσαι πως κάπως έτσι θα κοίταξε κι εκείνος πριν φύγει για τον τόπο που δε συγκράτησες. Όλο το χειμώνα οι εφημερίδες εσώκλειαν φωτογραφίες εκείνων που κέρδισαν ένα διωγμό με κυβερνητική υπογραφή. Πρόσεξες πως στρέφουν πίσω τα μάτια τους φεύγοντας. Χίλιες φορές στήλη άλατος από το να ταξιδέψουν χωρίς να αφήσουν και να πάρουν μαζί μια υπόσχεση. Σα ν’ αντικρίζουν τα Σόδομα μέσα από πλοία, τρένα κι αεροπλάνα, όπου λαθραίοι κι έννομοι, από το μικρό κατώφλι μιας χρεοκοπημένης πόρτας βγαίνουν κατευθείαν στους δρόμους του κόσμου. Ο μεγαλύτερος γιος, ο θείος, ο πατέρας, η κόρη, κουνούν μαντίλια αποχωρισμού ελπίζοντας στη μακρινή ευκαιρία. Ωστόσο, για τους συνταξιδιώτες σου η καλοκαιρινή ζέστη θα επιβάλλει τους όρους της ξεδιάντροπα, ξεγυμνώνοντας τα σώματά τους στην αμμουδιά και πνίγοντας τα χειμερινά δάκρυα του αποχωρισμού μόλις με ένα μακροβούτι.

Μέσα σε μια γλυκιά συλλογική αμαρτία σώματα και ψυχές αφήνουν για λίγο τη βαρύτητα της γης και της εποχής για να επιπλεύσουν στο κοινό νερό σβήνοντας δίψα και σκοτούρες. Εκείνη η πρώτη ντροπή για την απέκδυση, για τον αποχωρισμό από τα ρούχα και τις έννοιες γρήγορα γίνεται ομαδική λύτρωση και διάλειμμα μέσα στον ήρεμο κόλπο. Στο δρόμο για το Μπαξέ Τσιφλίκι και την Αγία Τριάδα σκέφτεσαι πάλι τους χειμώνες που πέρασαν κρατώντας σφιχτά το μεταλλικό δοχείο με το κομμένο καρπούζι.

Πόσοι και πόσοι χειμώνες τάξεως και ηθικής δεν έλιωσαν πάνω σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή για την απέναντι πλευρά. Τα βιομηχανικά καμάρια της πόλης και τα στημένα φουγάρα έσβηναν μέσα στις σελίδες του Χριστιανόπουλου όταν κρατούσες το περιοδικό <<Διαγώνιος>>, έτσι θαρρείς πως το έλεγαν. Δε σου έβγαινε απ’ το μυαλό πως το ερώτημα του ποιητή »Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές…» τέθηκε χειμώνα και απαντήθηκε καλοκαίρι με θέα τη μύτη στα ανατολικά του Βαρδάρη: »Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου…».

Σε λίγο θα δέσει ο <<Ποσειδών>>και άντε να προλάβεις τα ανυπόμονα πιτσιρίκια που θα ορμήσουν στον πέτρινο βατήρα. Θα ψάξεις μια παχιά σκιά μακριά από την παρέα των φαντάρων που όλο θα μιλούν για κορίτσια και θα στρώσεις πρόχειρο παραθαλάσσιο τραπέζι. Όμορφη που μοιάζει η θολή από τους θαλασσινούς ατμούς Θεσσαλονίκη. Η θέα της εκδρομής είναι ο τόπος που επιστρέφεις, όπως τα καλοκαίρια σου που είναι πάντα έτοιμα να καταργηθούν στην πρώτη κιόλας ψιχάλα. Ανοίγεις το μεταλλικό δοχείο με το κομμένο καρπούζι προσκαλώντας τις αχόρταγες μέλισσες να αφήσουν πευκοβελόνες και κουκουνάρια για ένα δροσερό τσιμπούσι.

Τελικά, σκέφτεσαι πως το καλοκαίρι δεν είναι εποχή, είναι αίτημα. Είναι το αίτημα της ατασθαλίας, της παρασπονδίας που συγχωρείται. Το βάπτισμα στα νερά που λούζουν τη χειμερινή αμαρτία. Είναι ο θαυμασμός των γονιών όταν πέφτεις από ψηλά. Να επιπλέεις, να προχωράς χωρίς να πηγαίνεις. Να παρατάς σύξυλη τη στεριά που όλο αλλάζει για να συναντηθείς με το αρχέγονο, με το διάλειμμα στο χρόνο. Ο <<Ποσειδών>> έχει σταματήσει εδώ και χρόνια τα πήγαινε- έλα του και στο Καραμπουρνάκι δεν κολυμπάει πια κανείς. Οι ενδιάμεσοι χειμώνες ήρθαν κουβαλώντας προδοτικούς Απρίληδες και συγκλονιστικούς Νοέμβρηδες. Σήμερα όμως τα ενοχλητικά περιστέρια στο κάγκελο έγιναν για λίγο φασαριόζικοι γλάροι στην κουπαστή του <<Ποσειδών>>. Αποδεσμεύοντας το δάχτυλό σου από την καψαλισμένη τρύπα, σηκώνεσαι από την καρέκλα και τις μνήμες σου για ένα ακόμα κάλεσμα σε γεύμα με ιδανικό μεζέ το κόκκινο γλυκό φρούτο. Αυτό είναι το καλοκαίρι. Μια παρέα λαίμαργες μέλισσες να τριγυρνούν πάνω απ’ το κομμένο καρπούζι.

Dan Earle

 

 

 

11 Σχόλια to “Καλοκαίρι χωρίς να τριγυρνούν μέλισσες πάνω από το κομμένο καρπούζι, δε γίνεται.”

  1. Μενέλαος Λ. Says:

    Ακατανόητο και γλώσσα που δεν μπορεί να συγκινήσει. Κάθε καλή πρόθεση καταποντίζεται στις εστέτ φόρμες… Ίσως θα ήταν καλό οι νέοι συγγραφείς να μελετούν και να αφομοιώνουν κριτικά τους κλασικούς. Να μελετούν ιστορία της τέχνης και να στοχάζονται αισθητικά. Να επιδίδονται στη φιλοσοφία και να καταπιάνονται με την αισθητική. Οι μοντέρνες, εμπειρικές και άλλες επιτηδεύσεις το μόνο που καταφέρνουν είναι να απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο από την τέχνη και να δημιουργούν σύγχυση…

  2. Διαβάζοντας το κείμενο της Ειρήνης, μου ήρθε στο μυαλό το εξαιρετικό »η οδός Ιπποκράτους» του
    Θ.Τζαβάρα, υπό το φώς του οποίου εκτίμησα και χάρηκα ‘το παιχνίδι μνήμης και συναισθήματος’ της Ειρήνης που στηρίζεται κυρίως σε αφηγήσεις μεγαλυτέρων της, σε ηλικία. Η φόρμα και η γλώσσα εχει μια ‘φρεσκάδα’ που ταιριάζει απόλυτα με την ουσία του κειμένου. Είναι ένα μείγμα γραπτού, προφορικού και ονειρικού λόγου.

    Μενέλαε, η αντίθεση μας στην εκτίμηση του κειμένου της Ειρήνης επιβεβαιώνει τον Piaget που υποστηρίζει οτι ‘ καταλαβαίνουμε το νέο, σύμφωνα με τη γνώση που ήδη έχουμε’

  3. ειρηνη μη σταματήσεις…συνεχισε αυτό που εσυ πιστεύεις αγωνα, συνέχισε να θυμασε ,φτιαχνε αναμνησεις για να τις αποδίδεις στο χαρτι να μενουν συνέχισε …κι γω μαζί σου να σε θαυμάζω.. να πέρνω ηδονικά τις σκεψεις και να αναπολώ.. και να καταλήγω η ζωή ειναι πανέμορφη μόνο μικροι ανθρωποι υπαρχουν που κι αυτοί δεν το ξέρουν….συνέχισε!!!!!!!!!!!!!

  4. «καστάνια» είναι το όνομα του μεταλλικού σκεύους ίσως από τα κλείστρα του που μοιάζουν με τις καστάνιες = επίσχεστρα οδοντωτού τροχού

  5. κομμαντο καλοκαιρινής εντροπίας Says:

    Οι ‘εστέτ φόρμες’ και η ‘επιτήδευση’ είναι βασικά στοιχεία της λογοτεχνίας από τον Φλωμπέρ και μετά. Η αναμέτρηση με τον στρόβιλο της (μετα) νεωτερικότητας δεν μπορεί να αντλήσει τον οπλισμό της από τη σιγουριά και τη σταθερότητα προηγούμενων εποχών. Σε έναν κόσμο όπου η σύγχυση αποτελεί τη ‘φυσική κατάσταση’ της συνείδησης, οι προτροπές για έναν προσηνή και εύληπτο στις πλατιές μάζες λόγο μοιάζουν με την ορχήστρα του Τιτανικού που συνεχίζει να παίζει την ώρα που μας υποδέχεται ο παγωμένος ωκεανός..

    Προσωπικά μου άρεσε η επιλογή της αφήγησης σε β’ πρόσωπο, η οποία δένει πολύ ωραία τις νοσταλγικές μνήμες της ιστορικής ηρωίδας με την παροντική οπτική της συγγραφέως. Οι δύο αυτοί συντελεστές μοιάζουν να συναιρούνται στην πολύ ωραία τελευταία παράγραφο όπου ο αφηγηματικός ειρμός παραμερίζει και εμφανίζεται ένας πιο απλός, αλλά και πιο ουσιαστικός λόγος.
    Από εκεί κρατούμε το πολλά υποσχόμενο απόσπασμα: «Να επιπλέεις, να προχωράς χωρίς να πηγαίνεις. Να παρατάς σύξυλη τη στεριά που όλο αλλάζει για να συναντηθείς με το αρχέγονο, με το διάλειμμα στο χρόνο. » -εξαίρετες οδηγίες χρήσης για το ελληνικό καλοκαίρι- και ευχόμαστε καλή συνέχεια..

  6. Και μένα, να πω την αλήθεια, το διηγηματάκι δε μου άρεσε… Ο Μενέλαος ίσως είναι λίγο υπερβολικός γιατί οι δημιουργοί πρέπει να έχουν κάποια ελευθερία όταν γράφουν. Πάντως είναι χρήσιμη κάθε γνώση…

  7. σφήγκες πάνε στο καρπούζι

  8. […] όπως του ΄12. Πριν τρία χρόνια δημοσιευόταν στη Λέσχη ένα σύντομο διήγημα που εξηγούσε αυτή τη μοναδική δυνατότητα της κάψας […]

  9. […] όπως του ΄12. Πριν τρία χρόνια δημοσιευόταν στη Λέσχη ένα σύντομο διήγημα που εξηγούσε αυτή τη μοναδική δυνατότητα της κάψας […]

  10. […] όπως του ’12. Πριν τρία χρόνια δημοσιευόταν στη Λέσχη ένα σύντομο διήγημα που εξηγούσε αυτή τη μοναδική δυνατότητα της κάψας του […]

Σχολιάστε