προ κρίσης απάντηση

 

Μεγαλώνοντας
Τότε πριν την κρίση, εμείς ζήσαμε ελεύθερα για λίγο
με την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά των 19 χρονών, όταν δεν ξέραμε και πολλά

τώρα μοιάζει πολύ, μοιάζει καλοκαίρι ολόκληρο κι ας ήταν μερικές μέρες μόνο

Τότε δε μας ένοιαζε τίποτα, βλέπαμε κάποιον που πεινούσε και του δίναμε από αυτό που τρώγαμε και συνεχίζαμε το ταξίδι

Πεινούσαμε κι ερχόταν κάποιος και μας έδινε πεπόνι από τον κήπο του και συνεχίζαμε το ταξίδι

Το αμάξι έκαιγε πολλή βενζίνη αλλά δε μας ένοιαζε, είχαμε βγάλει τέσσερα κατοστάρικα από μια δουλειά, τα κάναμε δια του τρία και ταΐζαμε και το αμάξι.

Συνεχίζαμε το ταξίδι χωρίς τύψεις, δε γινόταν τίποτα, κανένας πόλεμος στη Συρία, κανένας νόμος πλαίσιο στη Βουλή

Και να δολοφονούνταν εργάτες επειδή κάνουν απεργία, μάλλον δε θα το μαθαίναμε ποτέ

Όλα πήγαιναν καλά, η μόνη ερώτηση ήταν αν θες να αλλάξουμε στην οδήγηση ή αν θέλω να κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα, σε πόση ώρα φτάνουμε Τρίπολη κι αν θα βρούμε μαγαζί ανοιχτό να πάρουμε καφέ

Τα ρολόγια δεν είχαν έρθει μαζί μας, την ώρα τη μαθαίναμε από τον ήλιο.

Δεν ψάχναμε παραισθήσεις, μεθούσαμε από τη μουσική που έπαιζε στο 54 από το ραδιόφωνο και από τις ανατολές που βλέπαμε κάθε μέρα

Δε βρίσκαμε εισιτήρια για το πλοίο και δε μας ένοιαζε, δεν είχαμε σκεφτεί ότι είναι 15αυγουστος

Κανείς δεν είχε κανονίσει τίποτα, κανείς δε νοιαζόταν για τίποτα, κανείς δεν έψαχνε κάτι άλλο, κανείς δεν ήθελε να είναι αλλού, κανείς δεν έπρεπε να είναι αλλού

Υποχρεώσεις, ραντεβού, διάβασμα, μελέτη, εξεταστική, νέα μέτρα, ανεργία, πορείες, συνελεύσεις, παρέμβαση το πρωί, παράδοση εργασίας, ραντεβού για επανεξέταση, πολιτική διαδικασία.

Δε φτάνουν τα λεφτά για διακοπές, το νοίκι το ζητάς με τύψεις, άχρηστο πτυχίο, ανεργία και θλίψη. Πρόβλημα στο αναπνευστικό από τα χημικά, βενζίνη που δε φτάνει να σε πάει μέχρι τη σχολή, πείνα γιατί τα λεφτά της εβδομάδας τέλειωσαν νωρίτερα, καφές απ’έξω κάτω από ένα ευρώ αλλιώς στο σπίτι, ώρα στο σουπερμάρκετ για συνδυασμό των προσφορών, προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμοί, χρωστούμενα.

Την ελευθερία εκείνη, την ξεγνοιασιά εκείνη, την ανεμελιά εκείνη δεν τη ζεις πια ούτε για πλάκα.

Μόνο κάποιες στιγμές τη βρίσκεις, όταν κανείς δεν πιάστηκε στην πορεία, όταν γυρίσαμε όλοι μαζί και βρεθήκαμε, τινάξαμε τα ρούχα μας και βάλαμε ρακή. Τότε αρχίσαμε να χορεύουμε, να τραγουδάμε και να ερωτευόμαστε ξανά και ξανά τη ζωή, να βλέπουμε ότι δίπλα μας κάθεται ένα γνώριμο πρόσωπο που έμαθε να μη φοβάται, αλλά να πολεμάει και να τραγουδάει.

Μάθαμε τα μυστικά του κόσμου, διαβάσαμε τους κλασικούς και του σύγχρονους και καταλάβαμε γιατί πεινάει κάποιος και κλέβει, γιατί φέυγει κάποιος από τη χώρα του και γίνεται μετανάστης, γιατί δε φτάνουν τα λεφτά για το γιατρό, γιατί ακριβαίνουν τα τρόφιμα και η βενζίνη φτάνει το δίευρω, γιατί δεν έχουμε δουλειά και γιατί τα κανάλια λένε ψέματα.

Μας βάραιναν τα μυστικά του κόσμου, δεν αντέχαμε να τα κρατήσουμε για μας. Αρχίσαμε να τα λέμε σ’όποιον βρίσκαμε, ξανά και ξανά, κάποτε μας άκουγε, κάποτε όχι, αλλά δεν πειράζει, από υπομονή πια άλλο τίποτα. Μάθαμε να τα φωνάζουμε και να τα λέμε σιγά γιατί κάποιος ακούει, μάθαμε να τα γράφουμε σε μεγάλα και μικρά χαρτιά. Ζούσαμε μ’αυτά. Σαν να τα φορούσαμε στα μάτια μας, βλέπαμε τον κόσμο αλλιώς, ενωνόταν πια με γραμμές, το ένα εξηγούσε το άλλο κι όλα μαζί το παρελθόν και το μέλλον.

Και κάπως έτσι αλλάξαμε και μεγαλώσαμε, αναλάβαμε μια ευθύνη που δεν έχει ηλικία, στην αρχή φοβόμασταν και τώρα γίναμε ατρόμητοι, στην αρχή ανυπομονούσαμε, τώρα μάθαμε να κάνουμε υπομονή, περιμένουμε και ετοιμάζουμε την πρεμιέρα, μάθαμε πότε και πού να φωνάζουμε τα μυστικά εκείνα και αν κλείνει η φωνή μας πού και πού, ξεκουραζόμαστε και ξεκινάμε πάλι.

Τις μυρωδιές που θυμίζουν ξεγνοιασιά του παρελθόντος, τις μυρίζουμε πια σαν υποσχέσεις για το μέλλον.

Ειρήνη Γ.- Κ.

Σχολιάστε